Ηταν Κυριακή βράδυ και η είδηση του χαμού του νεαρού βούλγαρου οπαδού στη Θεσσαλονίκη μόνο αίσθηση δεν μου προκάλεσε. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση όσον αφορά την αθλητική βία έχει ξεφύγει και ήμουν βέβαιος με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού ότι θα υπήρχε αργά ή γρήγορα κάποιο θύμα. Απαντες το γνώριζαν. Το παράδοξο της υπόθεσης είναι πως κανένας εδώ και πολλά χρόνια δεν κάνει τίποτα για να εξαλειφθεί το μείζον αυτό πρόβλημα.
Τα ευχολόγια χιλιάδες, όλες αυτές οι κλισέ εκφράσεις που πραγματικά έχουν κουράσει τον οποιοδήποτε. Η κατάσταση, χωρίς ίχνος κινδυνολογίας, είναι εκτός ελέγχου και οι ανούσιες ευχές δεν βοηθούν κανέναν και σε τίποτα. Είναι ώρα για δραστικές λύσεις προτού υπάρξει ακόμη μία μάνα που θα δει το παιδί της στο χώμα.
Δεν έχει την παραμικρή σημασία να αναλυθεί το ποιος την έπεσε σε ποιον ή ποιος πήρε το σκηνικό. Σημασία, φίλε μου, έχει ότι σε αυτή την χώρα που καταρρέει διαρκώς και σε όλα τα επίπεδα, άνθρωποι σκοτώνονται για το μπασκετάκι και την μπαλίτσα. Ανθρωποι κάνουν ολόκληρο κινηματογραφικό σκηνικό με ρόπαλα, σιδερολοστούς, μαχαίρια και ό,τι άλλο μπορεί να χωρέσει ο ανθρώπινος νους προκειμένου να κερδίσουν ενδεχομένως την άτυπη μάχη της βλακείας.
Και πού να βρεθεί και κάποιος που θα τους ενημερώσει ότι κατά τύχη δεν βρίσκονται στο αντίπαλο… στρατόπεδο. Τι εννοώ με αυτό; Μα φυσικά ότι η επιλογή ομάδας είναι κάτι ξεκάθαρα συγκυριακό και όχι αποτέλεσμα συνειδητής απόφασης. Αλλον τον έκανε ο πατέρας του, άλλον ο θείος του και κάποιον άλλο ένα ερέθισμα σε κάποιο ΜΜΕ. Κανένας δεν γεννιέται προφανώς υποστηρίζοντας μία συγκεκριμένη ομάδα. Ολα αυτά φίλε μου σου ακούγονται αυτονόητα όμως η Ελλάδα έχει φροντίσει να μας διδάξει καλά ότι τίποτα δεν είναι και δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο.
Ως κράτος που θέλει να κινείται στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών χωρών οφείλουμε να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή την βλακεία. O αθλητισμός και ειδικότερα το ποδόσφαιρο θα έπρεπε να είναι αφορμή συσπείρωσης των λαών και όχι αιτία κατακερματισμού του. Λίγο πικάρισμα, πάθος και λίγη συμμετοχή φτάνουν και περισσεύουν για να επιστρέψουν ξανά στα γήπεδα οι οικογένειες και τα μικρά παιδιά, καθώς σήμερα η παρουσία αυτών σε ένα ελληνικό γήπεδο είναι κάτι βαθιά… extreme.
Πλέον δεν μπορώ να διαφωνήσω με την άποψη ότι οι καθ΄ύλην αρμόδιοι να επιληφθούν του ζητήματος ίσως δεν θέλουν να λύσουν το πρόβλημα ή ενδεχομένως να βολεύονται με την υπάρχουσα κατάσταση. Μακάρι να μην ισχύουν τα παραπάνω όμως αρνούμαι να δεχθώ πως δεν μπορεί να υπάρξει λύση του προβλήματος από την πολιτεία. Δεν θα αναφέρω τις μεγάλες ομάδες διότι είναι αυτονόητο ότι οι περισσότερες από αυτές θα κοιτάζουν αιώνια τα δικά τους μικροσυμφέροντα βάζοντας στην άκρη το καλό του ποδοσφαίρου και γενικότερα του αθλητισμού.
Επίσης θα ήθελα να καυτηριάσω την ανάρτηση του υφυπουργού Λευτέρη Αυγενάκη στον προσωπικό λογαριασμό του στο Facebook το πρωί της Δευτέρας, μία μέρα μετά το σκηνικό στην Θεσσαλονίκη δηλαδή, όπου σαν να μην έχει συμβεί τίποτα πόσταρε μία φωτογραφία από κάποιο λιμάνι της Κρήτης συνοδεύοντας την εν λόγω φωτογραφία με τη φράση: «Καλημέρα και χρόνια πολλά! Οταν ο ουρανός της Κρήτης ζωγραφίζει». Ενα μήνυμα που έχει και αυτό μία κάποια σημασία. Δείχνει μία θλιβερή παραδοχή αδυναμίας αντιμετώπισης της κατάστασης από έναν υφυπουργό μάλιστα που διανύει τους πρώτους του μήνες σε αυτή την θέση και η λογική λέει ότι θα έπρεπε να είναι περισσότερο δραστήριος σε τέτοιους είδους ζητήματα.
Κλείνοντας μόνο τυχαίο δεν είναι πως ολοένα και περισσότεροι φίλαθλοι στρέφουν το ενδιαφέρον τους στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα γυρνώντας δικαιολογημένα την πλάτη στο σαθρό προϊόν που τους προσφέρει το ελληνικό ποδόσφαιρο, το οποίο αντί να λειτουργεί ως διέξοδος από τα καθημερινά προβλήματα του Έλληνα φιλάθλου, οπλίζει τα χέρια αυτών που αρνούνται να αντιληφθούν πώς «είναι απλά ποδόσφαιρο ανόητε»…
* Ο Βασίλης Μανδράου είναι φοιτητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News