Αναντίλεκτα, ενυπάρχει μια άρρηκτη διασύνδεση της εκάστοτε φορολογικής πολιτικής με την οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους. Η φοροδιαφυγή και γενικά το φορολογικό σύστημα αποτελούν ένα από τα μείζονα προβλήματα της Ελλάδας διαχρονικά. Το φορολογικό σύστημα μας μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολύπλοκο, άνισο, ασταθές, μη ανταποδοτικό ενώ ταυτόχρονα θεωρείται ένα σύστημα που συνδιαμορφώνει ένα αφιλόξενο επενδυτικό και οικονομικό περιβάλλον.
Στα χρόνια της κρίσης αποκαλύφθηκαν τόσο η αδυναμία του ελληνικού κράτους και των μηχανισμών του να συλλέξουν τους φόρους από το σύνολο των πολιτών και των οικονομικών δραστηριοτήτων, όσο και η απουσία ενός ουσιαστικού και μακροπρόθεσμου φορολογικού σχεδιασμού. Ποικίλοι παράγοντες που επέδρασαν σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, συνδυαστικά με το μείγμα πολιτικής που επιλέχθηκε από όλες τις κυβερνήσεις (η συνειδητή υπερφορολόγηση και όχι η εφαρμογή δομικών μεταρρυθμίσεων), είχαν δυσμενείς συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Αφενός χάθηκε περίπου το 27% του ΑΕΠ, και αφετέρου αυξήθηκαν κατακόρυφα τα ποσοστά φορολόγησης της περιουσίας και της παραγωγής, οι έκτακτοι άμεσοι φόροι κατά 94% , οι έμμεσοι φόροι καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες ανήλθαν στο 50% του μισθολογικού κόστους (έρευνα της DiaΝΕΟsis).
Για την πληρέστερη κατανόηση του προβλήματος κρίνεται αναγκαίο να παρατεθούν ορισμένες σημαντικές πληροφορίες. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ η χώρα μας τοποθετείται στη 30η θέση στον δείκτη Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας σε σύνολο 36 χωρών. Επίσης, ανάμεσα στις ίδιες 36 χώρες του Οργανισμού η Ελλάδα κατατάσσεται στη 13η θέση ως προς τις φορολογικές επιβαρύνσεις που υφίστανται φυσικά και νομικά πρόσωπα. Σημαίνων πρόβλημα για την οικονομική ανάπτυξη διαδραματίζει και η τελευταία θέση που λαμβάνει η Ελλάδα στην εισπραξιμότητα των ληξιπρόθεσμων οφειλών, οι οποίες αυξάνονται προοδευτικά.
Χρήσιμα δεδομένα που προσφέρονται για συμπεράσματα είναι και εκείνα που απορρέουν από τις μελέτες του ΚΕΦΙΜ καθώς και του Ινστιτούτου Fraser. Στην ετήσια έκθεση του πρώτου αποδεικνύεται ότι εργαζόμαστε 180 μέρες για να πληρώνουμε άμεσους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές, ενώ το Ινστιτούτο Fraser αναφέρει πως η Ελλάδα κατέχει την 116η θέση παγκόσμια στον δείκτη της Οικονομικής Ελευθερίας. Ακόμη, από το 1975 έως το 2016, όπως τονίζει η πρόεδρος των Διοικητικών Δικαστών Ε. Γιανναδάκη σε έρευνα της, ψηφίστηκαν 250 φορολογικοί νόμοι και πλειάδα συμπληρωματικών τροπολογιών και διατάξεων.
Επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταδεικνύουν πως ελάχιστα φορολογικά έσοδα προέρχονται από την άμεση και υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων (μόλις 1,9% του ΑΕΠ), ενώ υπάρχει ραγδαία και συνεχής πτώση του αριθμού φορολογούμενων με μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Για την ακρίβεια, μόλις το 5% των φορολογούμενων πολιτών αποδίδει το 50% των φορολογικών εσόδων από τον φόρο εισοδήματος και 6.000.000 φορολογούμενοι αποδίδουν κατά μέσο όρο φόρο εισοδήματος στο κράτος μόλις 92 ευρώ. Είναι σαφές ότι αυτά τα στοιχεία επιδρούν στο οικονομικό πεδίο διττά, πότε ως αίτια και πότε ως αποτελέσματα, σχετιζόμενα και με το πρόβλημα της φοροδιαφυγής.
Ετσι, με βάση τα παραπάνω (και όχι μόνο) παρατηρείται πως καθίσταται αναγκαία μια εκτενής φορολογική αναδιάρθρωση και θεσμική αναμόρφωση με σαφή προσανατολισμό, οργάνωση, ευελιξία, πολιτική βούληση και πρακτική εφαρμογή. Η βάση τους οφείλει να είναι η γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών και η εισαγωγή ενός flat tax που θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα οικονομίας, την παραγωγή και τη κατανάλωση, όπως και η εισαγωγή χαμηλών συντελεστών ΦΠΑ για το σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών, με την παράλληλη επανεξέταση του συνόλου των ειδικών φόρων και τελών που υπάρχουν. Ωστόσο, δεν αρκεί μονάχα αυτό. Χρειάζεται μια στρατηγική εκμετάλλευση όλων των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας και ένα σύνολο ενεργειών, μεταξύ των οποίων ενδεικτικά είναι, η απλοποίηση και εκσυγχρονισμός της φορολογικής νομοθεσίας με σταθερή ισχύς. Επιπρόσθετα, η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, η αύξηση της χρήσης του «πλαστικού» χρήματος, η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η καθιέρωση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος, η παροχή κινήτρων για επενδύσεις, η απαλλαγή των επιχειρήσεων από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, ο περιορισμός της γραφειοκρατίας στα πεδία της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Διοίκησης, με την παράλληλη διοικητική αναμόρφωση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους.
Εν κατακλείδι, απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με τελικούς στόχους α) το να καταστεί η φοροδιαφυγή ασύμφορη β) την αύξηση του ΑΕΠ μέσω ενός εναλλακτικού παραγωγικού μοντέλου και γ) την “ώθηση” είτε των κεφαλαίων της παραοικονομίας είτε των διαφυγόντων προς το εξωτερικό κεφαλαίων, στην πραγματική ελληνική οικονομία. Έτσι, δύναται να επέλθει η πολυπόθητη ανάπτυξη, η φορολογική θωράκιση καθώς και η κοινωνικοοικονομική ευημερία.
* Ο Νίκος Παναγιώτου είναι εκπαιδευτικός
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News