Οι περιορισμοί στις μετακινήσεις των πολιτών λόγω του κορονοϊού είναι «υπερβολική απαίτηση από τη δημοκρατία» και μία από τις δυσκολότερες αποφάσεις που έχει λάβει στη θητεία της η Ανγκελα Μέρκελ.
Αυτό δήλωσε η καγκελάριος, που τόνισε ότι «προς το παρόν η κατάσταση παραμένει σοβαρή, θα έλεγα μάλιστα πολύ σοβαρή», αναφερόμενη στην εξέλιξη του δεύτερου κύματος της πανδημίας.
«Οι περιορισμοί ωστόσο είναι αναπόφευκτοι. Αν περιμέναμε να γεμίσουν τα κρεβάτια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, θα ήταν αργά», συνέχισε η Μέρκελ, μιλώντας στο Οικονομικό Συνέδριο που διοργανώνει η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung.
Η καγκελάριος ανέφερε ότι το 30%-40% του πληθυσμού της Γερμανίας ανήκει σε κάποιου είδους ευπαθή ομάδα και χρειάζεται ιδιαίτερη προστασία.
«Η καταπολέμηση της πανδημίας δεν αποτελεί αμιγώς ιατρικό ζήτημα, αλλά και ηθικό, οικονομικό και κοινωνικό», είπε χαρακτηριστικά και εξέφρασε την θλίψη της για το γεγονός ότι κατά τη χθεσινή τηλεδιάσκεψη με τους πρωθυπουργούς των κρατιδίων δεν κατέστη εφικτή μια συμφωνία για περαιτέρω μέτρα, καθώς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τις τοπικές κυβερνήσεις.
«Με στενοχωρεί το γεγονός ότι κάποιες φορές δεν κινούμαστε αρκετά γρήγορα. Στο τέλος, θα μάς κοστίσει περισσότερα χρήματα. Οταν αντιδρούμε γρήγορα, μπορούμε να βγούμε και νωρίτερα από τους περιορισμούς. Επειδή κάθε μέρα μετράει, γι’ αυτό κι εγώ πρότεινα χθες κάποια μέτρα», εξήγησε.
Σε ό,τι αφορά την προοπτική της γερμανικής οικονομίας για το 2021, μετά την ύφεση, η Μέρκελ σημείωσε ότι η ζωή και η εργασία των πολιτών θα εξακολουθήσουν να επηρεάζονται από τον κορονοϊό όσο δεν υπάρχει εμβόλιο.
Εμφανίστηκε ωστόσο σχετικά αισιόδοξη, ενώ χαρακτήρισε «αχτίδα φωτός στον ορίζοντα» το γεγονός ότι γερμανικές εταιρίες βιοτεχνολογίας «βρίσκονται πολύ μπροστά» στην προσπάθεια ανάπτυξης εμβολίου. Οταν θα έχουμε εμβόλιο, «ο εμβολιασμός θα γίνεται οικειοθελώς», τόνισε η ίδια, απαντώντας στην ανησυχία για ενδεχόμενο υποχρεωτικό εμβολιασμό του πληθυσμού που διατυπώνεται το τελευταίο διάστημα.
Στην οικονομία «περιμένουμε δυναμική ανάπτυξη το 2021, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουμε θέσει υπό έλεγχο την πανδημία», δήλωσε η καγκελάριος και αναφέρθηκε στην οικονομική στήριξη που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις από το κράτος, το οποίο, όπως είπε, «αναλαμβάνει ένα ασυνήθιστα μεγάλο νέο χρέος» για αυτόν τον σκοπό.
Με το βλέμμα ιδιαίτερα στους κλάδους της εστίασης και της ψυχαγωγίας, έκανε λόγο για τομείς που έχουν πληγεί με μεγάλη σφοδρότητα από την πανδημία και υποσχέθηκε ότι η πολιτεία θα αναλάβει το μερίδιο της ευθύνης της. «Στο τέλος είναι σημαντικό να σταθμίζουμε όλους τους περιορισμούς του κορονοϊού με αντίβαρο τα οικονομικά και τα κοινωνικά ζητήματα. Δεν πρόκειται για απόφαση ανάμεσα στην υγεία και την οικονομία, στην υγεία και στον πολιτισμό, αλλά για απόφαση που αφορά όλα αυτά μαζί», συνέχισε η Μέρκελ και πρόσθεσε ότι «αυτά τα μέτρα εξυπηρετούν όλους, καθώς μια καλά ελεγχόμενη πανδημία είναι το καλύτερο για την οικονομία».
Δεν λειτουργεί το «ακορντεόν»
Οπως ανέφερε η Deutsche Welle, ύστερα από δύο εβδομάδες μίνι lockdown, ο ημερήσιος αριθμός κρουσμάτων στη Γερμανία σταθεροποιήθηκε μεν, αλλά δεν παρουσίασε την επιθυμητή μείωση, που να επιβεβαιώνει την επενέργεια των μέτρων ή τη λειτουργικότητα της τακτικής του «ακορντεόν» με το «άνοιγμα» και το «κλείσιμο» της οικονομίας και της κοινωνικής ζωής. Σε συνέντευξη στο Γερμανικό Ραδιόφωνο, ο επιδημιολόγος Αλεξάντερ Κεκουλέ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάλε Βίτενμπεργκ, άσκησε κριτική στη στρατηγική της γερμανικής κυβέρνησης.
«Είμαι της άποψης ότι χρειαζόμαστε ένα σχέδιο που να έχει διάρκεια και όχι αυτό το αιώνιο άνοιγμα και κλείσιμο. Το σχέδιο που έχουμε τώρα είναι να πατάμε φρένο με όλη μας τη δύναμη και μετά κάποια στιγμή να χαλαρώνουμε, το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα. Νομίζω ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει πρώτα να τηρούν τις υποχρεώσεις τους και να υλοποιήσουν στόχους που είχαν από καιρό θέσει και οφείλουν να εκπληρώσουν». Αλλά τι ακριβώς, είναι αυτό που παρέλειψε η γερμανική κυβέρνηση. Ο γερμανός ειδικός αναφέρει ως πρώτο την προστασία ηλικιωμένων στους οίκους ευγηρίας, όπου καταγράφονται τα περισσότερα κρούσματα και το ποσοστό θνητότητας είναι 10% μεγαλύτερο.
«Πρέπει να γίνονται τεστ πρωτίστως στους επισκέπτες, αλλά και στο προσωπικό, πρέπει να υπάρχει ένα συνεχές πρόγραμμα τεστ και καλύτερη εκπαίδευση των εργαζομένων. Πρόκειται για ανθρώπους που εργάζονται υπό όχι καλές συνθήκες και είναι κακοπληρωμένοι». Ο Αλεξάντερ Κεκουλέ επικρίνει, μεταξύ άλλων, τον αργό ρυθμό εργασίας των εργαστηρίων και υγειονομικών υπηρεσιών που γίνεται εμφανής τα Σαββατοκύριακα από τον ασαφή αριθμό κρουσμάτων που δίνει με καθυστέρηση στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News