Το μήνυμα που έστειλε ο Ταγίπ Ερντογάν στους Ευρωπαίους, αναπτύσσοντας ξανά το «Oruc Reis» στα νότια του Καστελόριζου, ήταν πολύ σαφές ως προς το περιεχόμενο που ο επί 17 χρόνια ηγέτης της Τουρκίας δίνει στην ισχύ. Αυτή επιδεικνύεται ενίοτε με διπλωματικά και πολιτικά μέσα, αλλά όταν χρειαστεί, τότε επιστρατεύεται και η πολεμική απειλή.
Στο Βερολίνο η Aνγκελα Μέρκελ αισθάνεται ότι βασικές πτυχές της εποικοδομητικής διπλωματίας έχουν καταπατηθεί. Αρχικά ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου «κρέμασε στα μανταλάκια» την κατά τα λοιπά «κρυφή» τριμερή Ελλάδας, Γερμανίας, Τουρκίας στο Βερολίνο. Στη συνέχεια η Αγκυρα άνοιξε τον παραλιακό δρόμο στα Βαρώσια, με σκοπό να ασκήσει πίεση προς τη διεθνή κοινότητα, αλλά και να υποστηρίξει τον εκλεκτό του για την τουρκοκυπριακή ηγεσία. Και στο τέλος, εξέδωσε νέα NAVTEX για το «Oruc Reis», με τον Ερντογάν να υπόσχεται ότι θα στείλει στην περιοχή και το γεωτρύπανο «Yavuz», μάλιστα ούτε ένα 24ωρο αφότου ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας επιδεικτικά ακύρωσε την μετάβασή του στην Αγκυρα, προγραμματισμένη τελική στάση μετά την επίσκεψη σε Λευκωσία και Αθήνα, με σκοπό την αναθέρμανση των… διερευνητικών.
Η κινητοποίηση των Βρυξελλών ήταν, επίσης, αμήχανη, ενώ ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε το Παρίσι υποδεικνύει ότι οι Ευρωπαίοι μάλλον δεν περίμεναν ότι ο Ερντογάν θα επιστρέψει στον δρόμο της κλιμάκωσης τόσο γρήγορα. Παρότι οι αμερικανικές εκλογές αποτελούν ορόσημο για τη στάση των ΗΠΑ έναντι του κόσμου (και όχι μόνο για την Ανατολική Μεσόγειο), το πολωμένο προεκλογικό παιχνίδι μέσα στην Αμερική ίσως δεν πρέπει να δημιουργεί στην Αθήνα ελπίδες παρέμβασης, εάν η Αγκυρα επιλέξει να οδηγήσει σε στρατιωτική κρίση στο Καστελόριζο.
Εχοντας όλα αυτά στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μεταβαίνει σήμερα στις Βρυξέλλες, με σκοπό, επικουρούμενος από τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη, αλλά και κάποιες ακόμα αρκετά έντονες φωνές κατά της Τουρκίας, όπως η Αυστρία αλλά και η Γαλλία. Αν και το βάρος της κριτικής πέφτει στη Γερμανία, διότι απέτυχε να μεσολαβήσει αποτελεσματικά, ενώ εμφανίζεται μέσω διαρροών «κυβερνητικών αξιωματούχων» στο Reuters να τάσσεται κατά των κυρώσεων, το παιχνίδι είναι πολύ ευρύτερο.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι χώρες, όπως για παράδειγμα η Ισπανία ή Ιταλία, θα ταχθούν υπέρ κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Ισπανικές τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία έχουν αρκετά σημαντική έκθεση στην τουρκική οικονομία. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς αναλυτών της ABN-AMRO, η BBVA (δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ισπανίας) έχει το ένα τρίτο των προ φόρων κερδών από την Τουρκία. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν και στην Ιταλία, αλλά και στην Ολλανδία.
Υπάρχουν κάποιες κρίσιμες λεπτομέρεις που κρίνουν συμπεριφορές. Η υπαρκτή βιομηχανική συνεργασία ανάμεσα στη Γερμανία και την Τουρκία δεν είναι παρά μια ευπαρουσίαστη αιτιολογία, ώστε να κρύβονται και άλλοι Ευρωπαίοι πίσω από το Βερολίνο, που έχει εκτεθεί σε αυτή την κρίση. Στην περίπτωση της Γερμανίας, η επιδείνωση των σχέσεων με την Τουρκία επηρεάζει πολιτικά (4 εκατ. τουρκικής καταγωγής ψηφοφόροι στη Γερμανία), αλλά και υψώνει εμπόδια σε πιθανές επενδύσεις στη γεμάτη φθηνά εργατικά χέρια Τουρκία. Αλλά στην περίπτωση χωρών όπως η Ισπανία, ελλοχεύει κίνδυνος κατάρρευσης και του τραπεζικού συστήματος, με επιπτώσεις σε ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία με τη σειρά τους έχουν επενδύσει σε σχήματα, όπως η εθνική ναυπηγική βιομηχανία. Πέρα, δηλαδή, από την «απρόθυμη» ηγεσία των Γερμανών, υπάρχει και ένας πολύ υπαρκτός κίνδυνος «διάχυσης» (spillover) μιας σοβαρής τουρκικής κρίσης σε όλη την Ευρώπη, σε μια περίοδο σοβαρής οικονομικής κρίσης. Περιττό να υπογραμμιστεί και η γεωπολιτική διάχυση που θα έχει μια τέτοια κρίση, με έναν (ακόμα πιο) αποχαλινωμένο Ερντογάν.
Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, έχοντας πια σημαντική εμπειρία από την αμφίθυμη στάση πολλών εκ των Ευρωπαίων, ο κ. Μητσοτάκης θα ζητήσει οδικό χάρτη για την εφαρμογή κυρώσεων. Θα ζητήσει σύνδεση πράξεων της Άγκυρας με την πιθανότητα κυρώσεων, οι οποίες όμως πλέον θα ενεργοποιούνται αυτομάτως, με το κάθε επόμενο βήμα κλιμάκωσης.
Αυτή τη στιγμή, όπως έχει η επιχειρησιακή εικόνα, οι έρευνες της Τουρκίας δημιουργούν πρόβλημα, αλλά στο είδος της ανάλυσης των μανδαρίνων των Βρυξελλών, δεν οδηγούν ακόμα σε παραβίαση του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας. Αν και η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, μεταξύ άλλων και στο Καστελόριζο, αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η σημερινή πραγματικότητα δίνει επιχειρήματα σε όσους στις Βρυξέλλες θεωρούν ότι παρόλη την τουρκική προκλητικότητα, δεν δικαιολογείται η λήψη σκληρών μέτρων.
Η διεσταλμένη αντίληψη –περί καρότου και μαστίγιου– της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας για τέτοια ζητήματα είναι γνωστή στην ομάδα των διπλωματών που εργάζονται αυτή την εποχή στις Βρυξέλλες με επικεφαλής τον μόνιμο αντιπρόσωπο Γιάννη Βράιλα και υπάρχει αισιοδοξία ότι μπορεί να επιτευχθεί κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Όλα αυτά, βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι η Αγκυρα δεν θα επιταχύνει τον πλου του «Oruc Reis» προς τη ζώνη ανάμεσα στα 6 και τα 12 ναυτικά μίλια, ώστε η κρίση να εξελίσσεται, τη στιγμή που οι 27 ηγέτες της ΕΕ, μαζί τους και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα αντιμετωπίζουν κάτι το οποίο μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση ευθείας αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής κυριαρχίας από μια εξωτερική δύναμη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News