Ελλάδα και Κύπρος θα παίρνουν τις απαντήσεις που τους αξίζουν, «υποσχέθηκε» ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εμμένοντας στη γνωστή ρητορική απειλών που τον χαρακτηρίζει στις τοποθετήσεις του για την κατάσταση στη ΝΑ Μεσόγειο.
«Θα συνεχίσουμε να δίνουμε επί τόπου τις απαντήσεις που αξίζουν στην Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή πλευρά, που δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους κατά τις συνομιλίες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.», υποστήριξε ο Ερντογάν μιλώντας στα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του ΑΚΡ (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης).
«Το Oruc Reis επέστρεψε στην αποστολή του στην Aνατολική Μεσόγειο», αναφώνησε και κατηγόρησε την Ελλάδα ότι «δεν τήρησε τις υποσχέσεις της στις συζητήσεις που έγιναν σε ΕΕ και ΝΑΤΟ».
Cumhurbaşkanımız @RTErdogan: Avrupa Birliği ve NATO platformlarında yürütülen görüşmelerdeki sözlerini tutmayan Yunanistan’a ve Kıbrıs Rum Kesimi’ne hak ettikleri cevapları vermeyi sahada sürdüreceğiz. pic.twitter.com/BaNwtOTU1E
Παράλληλα, περιφρονώντας επιδεικτικά τόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας (εδώ) και τις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών, όσο και τις σχετικές τοποθετήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (εδώ), ο τούρκος πρόεδρος υπεραμύνθηκε της απόφασης να ανοίξει τα Βαρώσια.
#Turkey's President Erdogan says ghost town of Varosha under Turkish military control in #Cyprus belongs to Turks, calls on Turkish Cypriots to protect their territory. pic.twitter.com/7Ung6WIY1p
Τα Βαρώσια και η Αμμόχωστος «ανήκουν στους Τουρκοκύπριους, τελεία και παύλα», διεμήνυσε, υπενθυμίζοντας ότι σε αντίθεση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι Ελληνοκύπριοι ήταν αυτοί που απέρριψαν το σχέδιο Ανάν, παρά ταύτα όμως, έγινε δεκτή η ένταξή τους στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Οι εμπρηστικές δηλώσεις Ερντογάν ενώπιον του κομματικού του ακροατηρίου καταδεικνύουν ότι πλέον το θέμα των διερευνητικών αποτελεί (οριστικά;) παρελθόν –άλλωστε σε ολόκληρη την ομιλία του δεν ανέφερε καν τη λέξη συνομιλίες ή διαπραγμάτευση– με τον τούρκο πρόεδρο να επιλέγει τον δρόμο της μετωπικής σύγκρουσης, αγνοώντας όλες τις εκκλήσεις της διεθνούς κοινότητας και των λεγόμενων «προνομιακών συνομιλητών» του (βλέπε Γερμανία).