«Πιστεύω σε οτιδήποτε κάνουν οι φεμινίστριες, μόνο που εγώ είμαι πολύ ανυπόμονη και δεν μπορώ να περιμένω»: έτσι είχε απαντήσει στις αρχές της καριέρας της μια νεαρή τότε Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε σε έναν δημοσιογράφο που την είχε ρωτήσει αν στηρίζει τους σκοπούς και τις δράσεις του εν Αμερική φεμινιστικού κινήματος.
Και, όντως, κάποιος θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει πως ο φεμινισμός Μade in USA βρήκε, κατά τις δεκαετίες του 80’ και του ’90, τον πιο άξιο εκπρόσωπό του στο πρόσωπο της ιταλοαμερικανίδας χορεύτριας που στα 18 της χρόνια ξεκίνησε από το Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να γίνει διάσημη και –κυρίως- πλούσια.
Και, ω του θαύματος, τα κατάφερε αμφότερα σε χρόνο ρεκόρ: ούτε μια δεκαετία δεν της πήρε να γίνει το Νο1 εξαγώγιμο πολιτιστικό προϊόν των ΗΠΑ, μια καλλιτέχνιδα δίχως φραγμούς και όρια και ταυτόχρονα πρωθιέρεια της πρόκλησης (συχνά… μόνο για την πρόκληση).
Από το 1983, στα 25 της χρόνια, μέχρι το 1992 τα έκανε όλα: έβγαλε πέντε άλμπουμ, το ένα πιο ευπώλητο από το προηγούμενο, έπαιξε σε εννέα –ως επί το πλείστον καλλιτεχνικά αποτυχημένες- κινηματογραφικές ταινίες, πούλησε εκατομμύρια Cd, κέρδισε εκατομμύρια δολάρια, και εξέδωσε μέχρι και βιβλίο, το περιβόητο «Sex», με το οποίο ανακηρύχτηκε και επισήμως «μια βρώμικη 35άρα».
Κι όλα αυτά τα πέτυχε με τους δικούς της όρους. Αν ήθελε να είναι αυτή η δημόσια (ή ακόμη και η ιδιωτική…) εικόνα της, με γεια της με χαρά της.
Μήπως, εντέλει, αυτή είναι η πιο σημαντική παρακαταθήκη της στο φεμινιστικό κίνημα; Το ότι σε μια συντηρητική εποχή, εν μέσω σκληρού ρεϊγκανισμού και με τον πατέρα Μπους να περιμένει τη σειρά του να κυβερνήσει το ίδιο δεξιόστροφα, κατάφερε κι έστειλε ένα μήνυμα σε εκατομμύρια γυναίκες ανά τον κόσμο πως «κορίτσια, μπορείτε να καταφέρετε ό,τι θέλετε, αρκεί να γνωρίζετε τις δυνάμεις σας και να χρησιμοποιήσετε όλα τα όπλα που έχετε στη διάθεσή σας, ακόμη κι αν αυτά είναι μόνο η σεξουαλικότητά σας».
Μια άποψη που μπορεί μεν να εκνεύρισε κάποιες σκληροπυρηνικές φεμινίστριες της εποχής της, αλλά από την άλλη της πιστώνεται το ότι κατάφερε να προσφέρει στις σύγχρονές της αυτό που ο φεμινισμός ονομάζει sexual empowerment, ήτοι ενδυνάμωση διαμέσου της σεξουαλικής μας ταυτότητας και του σεξαπίλ. Λοιδορήθηκε ακόμη και γι’ αυτό, αλλά πίσω δεν έκανε. Αντιθέτως. Πείσμωσε ακόμη περισσότερο.
«Τιμωρήθηκα. Τιμωρήθηκα γιατί ζω μόνη μου, γιατί έχω δύναμη, γιατί είμαι πλούσια και γιατί λέω ό,τι λέω. Γιατί είμαι ένα σεξουαλικό πλάσμα» δήλωνε η ίδια στις αρχές των ’90s, όταν το περιοδικό Forbes την ανακήρυξε «την πιο έξυπνη γυναίκα επιχειρηματία των ΗΠΑ» επειδή κατάφερε μέσα σε μια δεκαετία να πολλαπλασιάσει το… μηνιάτικό της κι από την απλή χορεύτρια των κακόφημων νεοϋορκέζικων μπαρ με αμοιβή 20 δολάρια την ημέρα να μετατραπεί, με κινήσεις χειρουργικής ακριβείας, σε μια παγκόσμια σούπερ σταρ με προσωπική περιουσία πάνω από 500 εκατ. ευρώ.
Και στα 40 της χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να απεκδυθεί την εικόνα της «αμαρτωλής» και να υιοθετήσει μια πιο σεμνή φιγούρα, μητέρα πλέον και μπιζνεσγούμαν ούσα, που αντί να πλασάρει εαυτόν ως σύμβολο του σεξ, αναδεικνύει την κομψότητά της φορώντας στιλάτα ρούχα για τις ανάγκες του κινηματογραφικού ρόλου τής Εβίτας Περόν.
Και όμως, μέσα σε αυτή τη δίνη της μετεωρικής ανόδου και της απότομης πτώσης που ποτέ δεν συνέβη, η Μαντόνα βρίσκει πάντα τρόπους να είναι σύγχρονη. Επίκαιρη. Να μιλάει και να την ακούνε.
Είτε με λόγια, είτε με μουσική, είτε με την εικόνα της.
Πρόσφατα μίλησε για τον σεξισμό, τον μισογυνισμό και τα εμπόδια που αντιμετώπισε ειδικά τα πρώτα δύσκολα χρόνια της καριέρας της: «Σου επιτρέπεται να είσαι όμορφη, χαριτωμένη και σέξι, αλλά μη φαίνεσαι πολύ έξυπνη. Μην έχεις γνώμη, αυτό ξεπερνά τα όρια στο καθεστώς που υπάρχει. Σου επιτρέπεται να σε αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενο οι άντρες και να ντύνεσαι σαν τσούλα, αλλά μην παραδέχεσαι ότι είσαι τσούλα. Και ποτέ, επαναλαμβάνω ποτέ, μη μοιράζεσαι τις σεξουαλικές φαντασιώσεις σου με τον κόσμο. Να είσαι αυτό που θέλουν οι άντρες να είσαι, αλλά κυρίως να κάνεις τις γυναίκες να νιώθουν άνετα όταν βρίσκεσαι κοντά σε άλλους άντρες. Και τέλος, μη γεράσεις. Γιατί τα γηρατειά είναι αμαρτία. Θα σε κριτικάρουν και θα σε διασύρουν και σίγουρα, δεν θα σε παίζουν στο ραδιόφωνο», είπε, για να συνεχίσει: «Ευχαριστώ που αναγνωρίζετε τη δυνατότητά μου να συνεχίζω την καριέρα μου για πάνω από 30 χρόνια στο όνομα του σεξισμού και του μισογυνισμού και του συνεχούς bullying και της αμείλικτης κακοποίησης».
«Σίγουρα ένα από τα πράγματα που τη χαρακτηρίζει ως φεμινίστρια είναι ότι προβάλλει θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, ισότητας και αυτονομίας στην τέχνη της, στις παραστάσεις της και στις δημόσιες ομιλίες της» προσθέτει ο βρετανικός Guardian.
«Προς όλους εκείνους που αμφιβάλλουν και προς τους αρνητικούς και όλους όσους μου έκαναν τη ζωή κόλαση λέγοντας ότι δεν μπορώ, δεν θα κάνω ή ότι δεν πρέπει, η αντίστασή σας με έκανε πιο δυνατή, με έκανε να πιέσω περισσότερο, με έκανε τον μαχητή που είμαι σήμερα. Με έκανε τη γυναίκα που είμαι σήμερα» κατέληξε, υποσχόμενη πως ό,τι κι αν συμβεί, η ίδια θα βρίσκεται πάντα στην προμετωπίδα της γυναίκειας χειραφέτησης, αγωγός και βοηθός στην κατάκτηση μιας πιο ίσης κοινωνίας για το «ασθενές» φύλο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News