Βγήκαν και οι τρεις κερδισμένοι. Ο Σουλτάνος, ο Τσάρος και ο Σεΐχης της διπλωματίας, όπως τον αποκαλούν στην πατρίδα του. Την Μεγάλη Τετάρτη στην Αγκυρα, κατά τη διάρκεια της τριμερούς συνόδου κορυφής για τις εξελίξεις στη Συρία που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή μόνον της Τουρκίας, της Ρωσίας και του Ιράν, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και Χασάν Ροχανί έδωσαν τα χέρια. Και κατάφεραν κάτι που έως πρόσφατα θεωρούνταν αδιανόητο. Μέσα στο σεράι του Τούρκου ηγέτη έλαβε χώρα μια νέα Διάσκεψη της Γιάλτας με τους νέους «Τρεις Μεγάλους» πρωταγωνιστές των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής να χαράσσουν το μέλλον της Συρίας. Πολλοί μιλούν για μια «ιστορική στιγμή», ειδικά λαμβάνοντας υπόψη την απουσία ενός εκ των βασικών πρωταγωνιστών των εξελίξεων ανά την υφήλιο τις τελευταίες δεκαετίες, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
«Θέλω να φύγω από εκεί. Θέλω να φέρω πίσω τα στρατεύματά μας», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος παρότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να αλλάξει γνώμη, εμφανίζεται αποφασισμένος να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη Συρία μετά την εξολόθρευση των εναπομεινάντων πυρήνων του Ισλαμικού Κράτους. Και αναμένει πως άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής και της παγκόσμιας κοινότητας θα αναλάβουν την ευθύνη για την επίτευξη και τη διασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή.
Την Πέμπτη, ο Ερντογάν ο Πούτιν και ο Ροχανί μοίρασαν μεταξύ τους Συρία. Η Τουρκία για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις της στις βόρειες επαρχίες της χώρας έως ότου εξαλείψει την παρουσία των Κούρδων μαχητών τους οποίους η Άγκυρα θεωρεί τρομοκράτες, τερματίζοντας έτσι το πείραμα της Ροζάβα και τις όποιες ελπίδες για ένα ανεξάρτητο Δυτικό Κουρδιστάν. Η Ρωσία για να συσφίξει τους δεσμούς της με τον Μπασάρ Αλ Ασαντ ώστε να ελέγχει τη Δαμασκό και τον κύριο κορμό της χώρας. Το Ιράν για να ενισχύσει την σιιτική παρουσία στην περιοχή με στόχο την μετέπειτα εξάπλωσή της σε άλλα κράτη.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα. Ο Ερντογάν σίγουρα δεν είναι ευχαριστημένος που ο Μπασάρ Αλ Ασαντ θα συνεχίσει να είναι ο ανώτατος ηγέτης της Δαμασκού. Ελαβε ως αντάλλαγμα, ωστόσο, το πράσινο φως από τη Μόσχα για τη συνέχιση των εχθροπραξιών κατά των Κούρδων στη Βόρεια Συρία. Ο Ροχανί από την πλευρά του επιθυμεί την απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων και την παράδοση του ελέγχου της περιοχής στις δυνάμεις του Ασαντ. Αλλά ο πρόεδρος της Τουρκίας εμφανίζεται αδιάλλακτος, επισημαίνοντας πολλές φορές ότι η επιτυχής ολοκλήρωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά των Κούρδων στο Μανμπίτζ, ακόμα και το Κομπάνι, αποτελεί ύψιστη στρατηγική προτεραιότητα της Αγκυρας. Ο Πούτιν, οπότε, αναλαμβάνει χρέη διαμεσολαβητή αλλά και το «καθήκον» ανοικοδόμησης της σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένης μετά από επτά χρόνια εμφύλιου πολέμου χώρας.
Οσον αφορά τους αντικειμενικούς στόχους αυτής της νεοσυσταθείσας τρόικας για τη Συρία και τη Μέση Ανατολή, αυτοί είναι, σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, η προάσπιση της «εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας», η διασφάλιση μιας «διαρκούς εκεχειρίας» και η «επίσπευση των διαδικασιών» για τον τερματισμό του πολέμου και την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης. Την ίδια ώρα, αναμένεται και η συμβολή της διεθνούς κοινότητας για την επιστροφή της χώρας σε μια σχετική ομαλότητα. Πάντως το Ισραήλ έσπευσε να εκφράσει την ανησυχία του για το γεγονός ότι τα σχέδια Τουρκίας, Ρωσίας και Ιράν «παρακάμπτουν τη Δύση».
Τον Μάιο στην Αστανά του Καζακστάν οι εκπρόσωποι της Δαμασκού θα καθίσουν στο ίδιο τραπέζι με τις κύριες δυνάμεις της αντιπολίτευσης της Συρίας. Την ίδια περίοδο θα ξεκινήσουν και οι σχετικές συνομιλίες στη Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αλλά όλα δείχνουν ότι τον πρώτο λόγο τον έχουν οι νέοι «Τρεις Μεγάλοι» πρωταγωνιστές των εξελίξεων στη Μέση Ανατολή. Η επόμενη συνάντησή τους πρόκειται να πραγματοποιηθεί στην Τεχεράνη.
Οσον αφορά τον μεγάλο απόντα –επισημαίνει σε άρθρο του ο Ντανιέλε Μπελάζιο, αρχισυντάκτης εξωτερικών ειδήσεων της La Repubblica– ο Ντόναλντ αποδεικνύει πως σκέφτεται πράγματι «Πρώτα την Αμερική», όπως είχε δεσμευτεί κατά την προεκλογική του εκστρατεία.
Ενισχύει τους δεσμούς με τους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, προσφέροντας ασφάλεια στον Ριάντ – μέσω της πώλησης όπλων – και πολιτική στήριξη στους Ισραηλινούς – μέσω της απόφασης περί μεταφοράς της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Η συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο τερματισμός του πολέμου στη Συρία, το ενδεχόμενο επανεμφάνισης του ISIS καθώς και η ισραηλινό-παλαιστινιακή σύρραξη είναι ζητήματα που αφορούν κυρίως τις περιφερειακές δυνάμεις της περιοχής και για αυτόν τον λόγο είναι καλύτερα για τις ΗΠΑ περισσότερο να παρατηρούν παρά να καθορίζουν τις εξελίξεις. Από απόσταση, μάλιστα, ασφαλείας. Και όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Ευρώπη δεν καταφέρνει να αρθρώσει ούτε λέξη, πόσο μάλλον να παρουσιάσει ένα σχέδιο και να αναλάβει ενεργό ρόλο.
«Αντιμέτωπη με το Brexit, σε ανοιχτή διπλωματική αντιπαράθεση με τη Μόσχα λόγω της δηλητηρίασης του ρώσου πρώην κατασκόπου, ανίκανη να αξιοποιήσει την προοπτική περαιτέρω διεύρυνσης ώστε να κερδίσει τη συμπάθεια νέων χωρών και με την Τουρκία να την εκβιάζει όσον αφορά τις προσφυγικές ροές, η Ευρωπαϊκή Ένωση αδυνατεί να παρουσιάσει μια συνεκτική στρατηγική για την Μεσόγειο, παρά μόνον μια δαπανηρή σειρά μέτρων τακτικού περιορισμού των προσφυγικών ροών. Οι αδυναμίες της Ευρώπης αντικατροπτίζονται και στο ΝΑΤΟ, που έχει σχεδόν παραλύσει εξαιτίας και της έλλειψης πόρων με τις ευρωπαϊκές οικονομίες στην εποχή μετά την κρίση να μην μπορούν η να μην θέλουν να επενδύσουν στην κοινή άμυνα», υπενθυμίζει ο Μπελάζιο, υποστηρίζοντας πως «καθώς απουσιάζει η σκληρή ισχύς των Αμερικανών και έχει ατροφήσει η ήπια ισχύς των Ευρωπαίων, το μόνο που απομένει είναι η ισχύς των τριών». Και αυτό είναι «ελάχιστα καθησυχαστικό».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News