«Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 με καλούσαν μόνο για παραστάσεις στο Λας Βέγκας ή την Ντίσνεϊλαντ, και δεν ήταν αυτή η δουλειά μου. Με ανακάλυψαν λόγω του Διαδικτύου αλλά και εξαιτίας της ελληνικής κρίσης. Ναι, γιατί όταν μια χώρα είναι κατεστραμμένη, τότε γίνεται συναρπαστική για τους επιμελητές και τους κριτικούς τέχνης. Είναι κυνικό να λέγεται αυτό αλλά είναι η αλήθεια. Και έτσι πολλοί καλλιτεχνικοί φορείς ανακάλυψαν την Αθήνα και τους καλλιτέχνες της. Εμένα με ανακάλυψε το Παρίσι. Και το ίδιο συνέβη και σε άλλους νέους χορογράφους όπως ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, ο Χρήστος Παπαδόπουλος, ακόμα και στον Γιώργο Λάνθιμο, τον διάσημο σκηνοθέτη του κινηματογράφου». Αυτά δηλώνει μιλώντας στην ιταλική La Repubblica ο Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Το σπίτι του στην Αθήνα έχει θέα προς την Ακρόπολη ενώ ο ουρανός είναι σχεδόν πάντα ηλιόλουστος, επισημαίνει ο ιταλός δημοσιογράφος. Αλλά εδώ και αρκετές εβδομάδες ο 51χρονος Έλληνας εικαστικός διάγει βίο σχεδόν μοναστικό στην πόλη Βούπερταλ στη βόρεια Γερμανία, καθώς είναι ο πρώτος «εξωτερικός» χορογράφος που ανέλαβε την επιμέλεια, μετά το θάνατο (το 2009) της θρυλικής Πίνα Μπάους, μιας παραγωγής του εμβληματικού Tanztheater. Η πολυαναμενόμενη πρεμιέρα έχει προγραμματιστεί για τον Μάιο του 2018.
Αλλά αποτελεί γεγονός πως ο Παπαϊωάννου είναι εδώ και καιρό ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, χορογράφος αλλά και σκηνοθέτης παραστάσεων που εντυπωσίασαν και συγκίνησαν θεατές σε ολόκληρο τον κόσμο χάρη στις εντυπωσιακές εικόνες τους, χάρη στην ποιητική δύναμη των ιστορικών αναφορών αλλά και στον εξαιρετικό συγχρονισμό των χορευτών και των χορευτριών, έργα διορατικά και πολυμορφικά, όπως το Still Life, το Primal Matter ή το πιο πρόσφατο The Great Tamer, μία συμπαραγωγή του με το Φεστιβάλ της Νάπολης.
Για αυτές, ακριβώς, τις επιτυχίες του, την περασμένη Κυριακή, o Παπαϊωάννου τιμήθηκε στο πλαίσιο της απονομής του Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου σε ειδική τελετή που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη, μαζί με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, τον Τζέρεμι Άιρονς, τον Φαντέλ Zαϊμπί, διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου της Τυνησίας και τον νομπελίστα Νιγηριανό λογοτέχνη Ουόλε Σογίνκα.
«Είναι το πρώτο μου διεθνές βραβείο», προσδιόρισε μέσω Skype ο ίδιος. «Δεν ξέρω ποτέ τι να πω, εάν είμαι χορευτής, χορογράφος, σκηνοθέτης ή οτιδήποτε άλλο. Στην ηλικία των 17 ετών άρχισα να εκπαιδεύομαι με τον Γιάννη Τσαρούχη, έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους. Οι εικαστικές τέχνες αποτέλεσαν το πρώτο πεδίο δράσης για μένα. Από εκεί νομίζω πως πηγάζει η εμμονή μου με τη φόρμα και την ακρίβεια», εξήγησε.
Και πως προέκυψε το πάθος για τον χορό; «Εξασκούμουν μόνος μου. Μετά συνάντησα τον Μπομπ Γουίλσον και καθόρισα την πορεία μου. Είμαι ευγνώμων στον κόσμο του χορού που είχε το θάρρος να αποδεχτεί τα πρώτα μου έργα. Γιατί αν συγκριθώ με την Αν Τερέζα ντε Κερσμάακερ ή τον Γουίλιαμ Φορσάιθ, γνωρίζω πως δεν είμαι σαν κι αυτούς. Η δουλειά μου είναι ιδιαίτερη, έχει να κάνει με την κατάρτισή μου, τις αναμνήσεις και τα προσωπικά συναισθήματά μου», πρόσθεσε.
Όσον αφορά την Ελλάδα και το γεγονός ότι ο διάσημος, πλέον, και καταξιωμένος εικαστικός για πολλά χρόνια εργαζόταν σχεδόν αποκλειστικά εδώ, αποκάλυψε πως κατάφερε να αναδείξει το εξαιρετικό του ταλέντο και να εδραιωθεί στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα χάρη στο Διαδίκτυο.
«Δεν είχα ποτέ μάνατζερ και ούτε σήμερα έχω. Η Ελλάδα προσφέρει πολλές ευκαιρίες για να ξεκινήσει και να αναπτυχθεί κάποιος αλλά δεν έχει μια πολιτική εξαγωγής του σύγχρονου πολιτισμού της. Η διεθνής επιτυχία ήρθε όταν, πριν από οχτώ ή εννιά χρόνια, άρχισα να κινηματογραφώ τα έργα μου, και δεδομένου ότι ήμουν ένας απομονωμένος Έλληνας καλλιτέχνης, αποφάσισα να τα κοινοποιήσω στο Ίντερνετ».
Επιστρέφοντας, όμως, στο παρόν ο Δημήτρης Παπαϊωάννου μίλησε και για την μεγάλη του αγάπη, την μοναδική Πίνα Μπάους. Πρώτη φορά συναντήθηκαν πριν από δεκαέξι ή δεκαεπτά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη στο πλαίσιο ενός αφιερώματος προς τιμήν της. Η σπουδαία Γερμανίδα χορεύτρια και χορογράφος παρακολούθησε την παράσταση της ελληνικής ομάδας και «στο τέλος μας ευχαρίστησε και εμείς τρέμαμε και κλαίγαμε», προσδιόρισε, και «από τότε, όποτε ερχόταν στην Αθήνα με τον θίασο πηγαίναμε να φάμε και να πιούμε. Δεν ήμασταν φίλοι αλλά είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί της για δουλειά».
Η νέα δημιουργία του στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το θρυλικό Tanztheater βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο. Ο Παπαϊωάννου δεν έχει επιλέξει ακόμα τον τελικό τίτλο του έργου που προσωρινά αναφέρεται ως «New Piece I» ενώ προσδιόρισε πως «προς το παρόν συγκεντρώνουμε θραύσματα. Εγώ ξεκινάω πάντα από υλικά όπως το νερό, η σκόνη… ξεκινάω με το χάος και από εκεί δημιουργώ».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξή του, αναφέρθηκε και στην επίδραση που άσκησε η πρωτοπόρος Γερμανίδα χορεύτρια όχι μόνο στο έργο του αλλά και στην προσωπικότητά του. Γιατί η Πίνα Μπάους υπήρξε αδιαμφισβήτητα «μια διάνοια που μεταμόρφωσε τον εξπρεσιονιστικό χορό σε ένα νέο είδος. Αλλά τα έργα της είναι σημαντικά κυρίως για την επίδραση που έχουν στον θεατή. Συμβαίνει στην υψηλότατη τέχνη: η αλχημεία των στοιχείων μεταλλάσσει αυτόν που κοιτάει. Εγώ κάθε φορά που έβγαινα από κάποια παράστασή της αγαπούσα περισσότερο τους ανθρώπους. Πρόκειται για κάτι το αρχέγονο, που διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή έως ότου να τη μεταμορφώσει. Και είναι αυτός ο λόγος που είμαι καλλιτέχνης και αγάπησα την Πίνα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News