Υπάρχουν μύθοι και «θρύλοι». Μεγάλες στιγμές και θρίαμβοι. Όλα είναι θέμα χρονικής στιγμής, εποχής και της δικής μας προσλαμβάνουσας. Ή όχι;
Ας γυρίσουμε το ρολόι πίσω. Στο 1968. Η χούντα, έξω, αλλάζει άρδην την κοιτίδα της Δημοκρατίας και σε ένα αρχαιοελληνικό στάδιο ευγενούς άμιλλας, στο Καλλιμάρμαρο, μια στρογγυλή θεά γράφει ιστορία. Μπροστά σε έναν – ελληνικό – κόσμο που ανοίγει τα μάτια σε κάτι καινούργιο. Κι αναγνωρίζει ότι η στρογγυλή θεά, η μπάλα, κάνει παιχνίδι και κάτω από καλάθια. Σε χέρια και όχι μόνον σε πόδια.
Το κινηματογραφικό «Κλωτσοσκούφι» της Αλίκης έχει γράψει τη δική του ιστορία (κι ας μην είχε σχέση με το ποδόσφαιρο) οκτώ χρόνια πριν, οι ποδοσφαιριστές λατρεύονται σαν λαϊκοί ήρωες και το χουντικό σλόγκαν «κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο» είναι έτοιμο –σε κάποιον εγκέφαλο– για να εκτοξευθεί στα κεφάλια ενός λαού «στο γύψο», ενώ τα μυστριά (του Στυλιανού Παττακού) ετοιμάζονται για αντίστοιχης επινόησης «αναδόμηση».
Και, ξαφνικά, η Ελλάδα που «στα γήπεδα αναστενάζει» (που έτσι την τραγούδησε ο Διονύσης Σαββόπουλος επτά χρόνια μετά στην «Παράγκα» του) ανακαλύπτει πως ένα άλλο άθλημα μπορεί να τονώσει το εθνικό φρόνημα με νίκες και κύπελλα πανευρωπαϊκά. Το μπάσκετ. Με την ομάδα της ΑΕΚ να ενώνει, στον πρώτο μεγάλο πανευρωπαϊκό θρίαμβο, το εθνικό φρόνημα σε ιαχές πανηγυρισμού.
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες έχουν ενταχθεί σιγά σιγά στην ελληνική κοινωνία, τα πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης είναι φρέσκια ιστορία γραμμένη με αίμα και δάκρυα και η αθλητική ένωση των Κωνσταντινουπολιτών δίνει στον ίδιο λαό την ευκαρία να γεφυρώσει ακόμη περισσότερο τις αντιθέσεις. Με τη νίκη της ομάδας μπάσκετ επί της Σλάβια Πράγας, με 89-82, στις 4 Απριλίου του 1968 και την κατάκτηση του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου Σαπόρτα (σ.σ. τότε γνωστού ως Κύπελλο Κυπελλούχων). Και δη με ένα ρεκόρ Γκίνες, καθώς για πρώτη φορά 80.000 φίλαθλοι παρακολούθησαν αγώνα μπάσκετ και είδαν τον γύρο του θριάμβου με πρώτο το Γιώργο Αμερικάνο. Αλλά και τον Νίκο Μήλα, τον Χρηστέα, τον Βασιλειάδη, τον Λαρεντζάκη, τον Ζούπα, τον Τρόντζο, τον Τσάβα, τον Νεσιάδη, τον Δημητριάδη και τον Πετράκη.
Ιστορίες θα πει κάποιος. Ιστορίες που μένουν σε ένα συρτάρι μέχρι κάποιος σαν τον δημιουργό της ταινίας με τα περισσότερα εισιτήρια, της «Πολίτικης κουζίνας», αλλά και του «Νοτιά», κάποιος σαν τον Τάσο Μπουλμέτη τις φέρει στο φως και δράσει δημιουργικά –και μυθοπλαστικά– πάνω τους. Αυτή λοιπόν είναι η τρίτη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, που γυρίστηκε στην Αθήνα και βρίσκεται ήδη στο στάδιο του μοντάζ, με προοπτική κατά τα Χριστούγεννα να βρίσκεται στις μεγάλες οθόνες.
Ιστορίες αστείες και συγκινητικές από «την καθημερινή ζωή των παικτών της ομάδας», όπως το θέτει ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (των «Αγάμων Θυτών» και όχι μόνον) παντρεύονται με ντοκουμενταρίστικα πλάνα και μαρτυρίες πρωταγωνιστών εκείνης της νίκης και ανθρώπων που την έζησαν, στο «1968», σε σενάριο – σκηνοθεσία Τάσου Μπουλμέτη και φωτογραφία Γιάννη Δασκαλοθανάση.
Τον ίδιο τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη τον βρίσκουμε στο ρόλο ενός «μαέστρου, τραγουδιστή, μπουζουξή» σε πάλκο της εποχής να τραγουδάει ένα αλέγκρο λαϊκό, «διονυσιακό και εξωστρεφές τραγούδι γλεντιού», γραμμένο από τη μόνιμη συνεργάτιδα του σκηνοθέτη Ευανθία Ρεμπούτσικα σε στίχους δικούς του. «Ήθελα να παίξω πάντα έναν λαϊκό ήρωα που έχει σχέση με τη μουσική παρότι άμουσος», μου λέει και γελάει ο πρωταγωνιστής (πατέρας) της «Πολίτικης κουζίνας». Ως προς το τραγούδι δε, μια σύμπτωση τον φέρνει ως αοιδό στην ταινία, την ώρα που έχει στήσει μια… Σαρανταποδαρούσα, ένα σχήμα από νέους μουσικούς και τραγουδιστές, που αναβίωσαν στην σεζόν που πέρασε ένα «μπουζουξίδικο» του ’60 με παλιά καλά λαϊκά και ετοιμάζεται να επαναλάβει, διευρυμένο, το εγχείρημα και από τη νέα σεζόν στο Baraonda.
Οι παίκτες μετά τα ματς πήγαιναν στα «μπουζούκια», σαν κι αυτά που αναβιώνουν στο «1968» γύρω από τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και θαμώνες είναι, εν προκειμένω, και οι ήρωες της ιστορίας του Τάσου Μπουλμέτη. Σε μια «τοιχογραφία της εποχής» με πολλούς μικρούς, σημαδιακούς, ρόλους, όπως του Μιχαηλίδη. Όπως του Αντώνη Καφετζόπουλου, του Στέλιου Μάινα, της Βασιλικής Τρουφάκου, του Ορφέα Αυγουστίδη, ακόμη και του Γιώργου Μητσικώστα. Που περιβάλλουν και «ζουν» το θρύλο του 1968, την πρώτη μεγάλη ελληνική νίκη στο μπάσκετ, που τότε κατέκτησε την –ελληνική– δημοφιλία του (ακολούθησε το ξέφρενο 1987), κοντά πενήντα χρόνια πριν. Με τη χούντα στο φόντο. Με την Ελλάδα να αλλάζει άρδην. Και τη στρογγυλή θεά να κάνει παιχνίδι, προσπαθώντας με νικητήρια ευφορία να καλύψει ελλείμματα ελευθερίας…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News