Στις 5 Ιουνίου συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τον Πόλεμο των Εξι Ημερών μεταξύ του Ισραήλ και της αραβικής συμμαχίας Αιγύπτου, Συρίας, Ιορδανίας. Μία σύγκρουση που οι επιπτώσεις της παραμένουν ορατές και σήμερα σε μία περιοχή όπου η ιστορία ορίζεται ακόμα από τη βία. Ο πόλεμος εκείνος διήρκεσε λιγότερο από μία εβδομάδα αλλά η κληρονομιά του βαραίνει ακόμα τις αντιμαχόμενες πλευρές.
H σύγκρουση ξεκίνησε με την προληπτική επίθεση του Ισραήλ κατά της αιγυπτιακής Αεροπορίας. Η κίνηση αυτή ήταν η απάντηση στην απόφαση της Αιγύπτου να εκδιώξει τις δυνάμεις του ΟΗΕ από τη Λωρίδα της Γάζας και τη Χερσόνησο του Σινά και να κλείσει τα Στενά του Τιράν στα ισραηλινά πλοία. Το Ισραήλ χτύπησε μεν πρώτο αλλά η κίνηση αντιμετωπίστηκε από τη Δύση ως δικαιολογημένη απόφαση αυτοάμυνας απέναντι σε έναν επερχόμενο κίνδυνο.
Το Ισραήλ δεν σκόπευε να πολεμήσει σε άλλα μέτωπα, οι υπολογισμοί των επιτελών όμως έπεσαν έξω · Συρία και Ιορδανία μπήκαν στον πόλεμο στο πλευρό της Αιγύπτου. Τα αραβικά κράτη πλήρωσαν ακριβά την απόφασή τους: ύστερα από έξι μόνον ημέρες εχθροπραξιών το Ισραήλ είχε στην κατοχή του τη Χερσόνησο του Σινά, τη Λωρίδα της Γάζας, τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη, τα υψώματα του Γκολάν και ολόκληρη την Ιερουσαλήμ. Το νέο Ισραήλ που προέκυψε από τον πόλεμο ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από πριν.
Η επιβλητική νίκη έβαλε τέλος και στην ιδέα (για πολλούς Αραβες «όνειρο») ότι το Ισραήλ μπορούσε να καταστραφεί. Ο πόλεμος του 1967 κατέστησε το Ισραήλ μία σταθερή δύναμη στην περιοχή με τρόπο που οι πόλεμοι του 1948 και του 1956 δεν είχαν πετύχει. Το νέο κράτος του Ισραήλ απέκτησε το στρατηγικό βάθος που δεν διέθετε πριν και οι περισσότεροι άραβες ηγέτες αναγκάστηκαν να κάνουν στρατηγική στροφή: δεν ζητούσαν πια την καταστροφή του αντιπάλου αλλά την επαναφορά των συνόρων στα προ του 1967 όρια.
Ο πόλεμος όμως δεν έφερε τη ειρήνη, ούτε καν μία μερική ειρήνη. Αυτό θα το επιτύγχανε ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, τον Οκτώβριο του 1973, ο οποίος έθεσε τις προϋποθέσεις για τη συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Αίγυπτο. Ο πόλεμος αυτός σήμανε για τους Αραβες την αποκατάσταση της χαμένης τους τιμής ενώ το Ισραήλ βγήκε «τσαλακωμένο». Εδώ κρύβεται ένα πολύτιμο μάθημα: ακόμα και καθοριστικές στρατιωτικές νίκες δεν οδηγούν κατ’ ανάγκην σε σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα, ακόμα λιγότερο σε ειρήνη.
Ο πόλεμος του 1967 είχε πάντως ένα διπλωματικό αποτέλεσμα: το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Με την απόφαση αυτή η διεθνής κοινότητα καλούσε το Ισραήλ να αποσυρθεί από τις περιοχές που είχε καταλάβει, αλλά αναγνώριζε το δικαίωμά του να υπάρχει εντός ασφαλών και αναγνωρισμένων συνόρων. Ηταν ένα αριστούργημα διπλωματικής δημιουργικής ασάφειας. Διαφορετικοί άνθρωποι που το διάβασαν κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η αοριστία του κειμένου μπορεί να βοήθησε στο να γίνει εύκολα αποδεκτό από πολλούς, αλλά έκανε αδύνατη την εφαρμογή του.
Με δεδομένα όλα αυτά δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ακόμα και σήμερα η ειρήνη δεν επιτεύχθηκε ποτέ στη διένεξη Ισραήλ – Παλαιστίνης, παρά τις αμέτρητες διπλωματικές προσπάθειες που έγιναν στο παρελθόν από τον ΟΗΕ, τις ΗΠΑ, την ΕΕ αλλά και από πολιτικούς των δύο πλευρών. Για να είμαστε δίκαιοι δεν είναι η απόφαση 242 που ευθύνεται. Η ειρήνη επιτυγχάνεται όταν μία σύγκρουση φτάνει σε ένα σημείο που είναι ώριμη για λύση και αυτό συμβαίνει μόνον όταν οι ηγέτες των δύο πλευρών είναι πρόθυμοι και μπορούν να αποδεχτούν τον συμβιβασμό. Αν αυτά τα στοιχεία απουσιάζουν καμία διπλωματική προσπάθεια δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση οι επιπτώσεις του πόλεμου ήταν καταλυτικές για τις πολιτικές και στρατιωτικές ισορροπίες της περιοχής. Οι Παλαιστίνιοι απέκτησαν ταυτότητα ενώ το Παλαιστινιακό έγινε διεθνές ζήτημα. Αυτό που δεν κατόρθωσαν να πετύχουν ήταν να διαμορφώσουν μία κοινή θέση για το αν θα αποδεχτούν την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ και, αν ναι, τι θα ήταν πρόθυμοι να παραχωρήσουν προκειμένου να αποκτήσουν το δικό τους κράτος.
Οι Ισραηλινοί από την πλευρά τους κατάφεραν να συμφωνήσουν σε ορισμένα θέματα. Η πλειονότητα αποδέχτηκε την επιστροφή του Σινά στην Αίγυπτο ενώ ουκ ολίγες κυβερνήσεις ετοιμάστηκαν να δώσουν τα υψώματα του Γκολάν στη Συρία, αλλά υπό όρους που ποτέ δεν επιτεύχθηκαν. Το Ισραήλ αποχώρησε μονομερώς από τη Γάζα και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με την Ιορδανία. Παράλληλα εντός της χώρας κοινή ήταν η άποψη ότι η Ιερουσαλήμ θα έπρεπε να παραμείνει ολόκληρη εντός του Ισραήλ.
Η κοινή στάση των Ισραηλινών σκόνταψε στη Δυτική Οχθη. Για κάποιους τα εδάφη αυτά ήταν το μέσο για ένα σκοπό: να δοθούν ως αντάλλαγμα για μία σταθερή ειρήνη με ένα σοβαρό και υπεύθυνο παλαιστινιακό κράτος. Για άλλους τα εδάφη της Δυτικής Οχθης ήταν από μόνα τους ο σκοπός: έπρεπε να εποικιστούν και να ενταχθούν στο Ισραήλ.
Ολα αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν έγινε καμία διπλωματική πρόοδος από το 1967. Πολλοί Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι αναγνώρισαν την πραγματικότητα της ύπαρξης του ενός και του άλλου, όπως και την αναγκαιότητα του διαμοιρασμού των εδαφών σε δύο κράτη. Αλλά προς το παρόν το δύο μέρη δεν είναι έτοιμα να βρουν λύση για όσα τους χωρίζουν. Και οι δύο πλήρωσαν και εξακολουθούν να πληρώνουν το βαρύ τίμημα της σύγκρουσης.
Εκτός από τον «φόρο» σε ζωές και χρήμα οι Παλαιστίνιοι ακόμα και σήμερα δεν έχουν ούτε κράτος, ούτε τον έλεγχο της ζωής τους. Από την άλλη πλευρά η επιδίωξη του Ισραήλ να είναι και να παραμείνει ένα σταθερό, δημοκρατικό και ασφαλές κράτος με ευημερία απειλείται από την κατοχή – χωρίς προοπτική τέλους – και από τα δημογραφικά δεδομένα.
Εν τω μεταξύ η περιοχή και ολόκληρος ο κόσμος προχωρούν και οι συνθήκες αλλάζουν. Αλλες περιοχές του πλανήτη αποκτούν ενδιαφέρον και οι ανησυχίες (της Δύσης) στρέφονται στην Κίνα, στη Ρωσία ή στη Βόρεια Κορέα. Ακόμα και αν η σύγκρουση μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων είχε λήξει αυτό δεν θα έφερνε την ειρήνευση στη Συρία, στο Ιράκ, στην Υεμένη ή στη Λιβύη.
Πενήντα χρόνια μετά τον πόλεμο η συνεχιζόμενη αντιπαράθεση Ισραηλινών και Παλαιστινίων αποτελεί πλέον τμήμα ενός ατελούς status quo που πολλοί έχουν πια αποδεχτεί.
© The Project Syndicate, 2017
www.project-syndicate.org
* Ο Ρίτσαρντ Ν. Χάας (Richard N. Haass ) είναι πρόεδρος του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (Council of Foreign Relations γνωστό ως CFR) και συγγραφέας του βιβλίου «A World in Disarray: American Foreign Policy and the Crisis of the Old Order».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News