Τέλος σε μια άρρωστη κατάσταση που συντηρούνταν εδώ και δεκαετίες, αποτελεί το λουκέτο στην ιστορική χαρτοβιομηχανία Softex, που σε ένα χρόνο από σήμερα θα συμπλήρωνε 80 χρόνια ζωής.
Η ενημέρωση πριν από μια εβδομάδα από τη διοίκηση της Αθηναϊκής Χαρτοποιίας ότι κλείνει οριστικά το εργοστάσιο στη διασταύρωση Ιεράς Οδού και Χαρτεργατών, συνιστά απλώς τη τελευταία πράξη του δράματος.
Διότι εδώ και τριάντα χρόνια η κάποτε πανίσχυρη ελληνική βιομηχανία, μπαινόβγαινε στην εντατική. Λανθασμένες κινήσεις σε μια έντονα ανταγωνιστική αγορά, ανορθολογική οργάνωση, επιχειρηματικά δάνεια που δεν κατέληξαν ποτέ στη βελτίωση της παραγωγής παρά σε τσέπες μετόχων, υπεράριθμο προσωπικό, διαπλοκή με πολιτικά πρόσωπα και συνδικαλιστές της ντουντούκας, συνθέτουν τις παθογένειες του άλλοτε νούμερο ένα ελληνικού σήματος.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η ιστορία αρχίζει αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το ελληνικό κράτος εκμεταλλεύεται τα φθηνά εργατικά χέρια των μεταναστών και μοιράζει οικόπεδα για τη δημιουργία εργοστασίων, δίνει παροχές, ενώ θέτει παράλληλα και υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα. Ετσι, παίρνει σάρκα και οστά η πρώτη ελληνική «βιομηχανική επανάσταση». Ενας έξυπνος επιχειρηματίας από τη Πάτρα, ο Ευάγγελος Λαδόπουλος στήνει τη πρώτη χαρτοβιομηχανία και λίγα χρόνια μετά καταφέρνει να τη κάνει τη μεγαλύτερη των Βαλκανίων. Αφού ξεπερνά μια σειρά από περιπέτειες και ατυχίες -το 1929 και καθώς έφταναν ακτοπλοϊκώς από τη Γερμανία τα πρώτα μηχανήματα, το πλοίο βυθίστηκε- το εργοστάσιο παίρνει μπροστά.
Καθώς το χάρτινο βασίλειο του Λαδόπουλου μεγαλώνει, ένας ισχυρός αντίπαλος κάνει την εμφάνισή του. Ονομάζεται Κωσταντίνος Κεφάλας και μαζί με τον Γ. Γιαννουλάτο στήνουν στο Βοτανικό την Αθηναϊκή Χαρτοποιία. Αλλά ο ανταγωνισμός των δύο νεόκοπων βιομηχάνων σε μια παρθένα ακόμη αγορά είναι μεγάλος.
Από μόλις 88 υπαλλήλους το 1945, η εταιρεία έχει φθάσει να απασχολεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πάνω από 1.000 άτομα
Τα δάνεια διαδέχονται το ένα το άλλο, το εργοστάσιο επεκτείνεται και το 1974 φτάνει να έχει εννέα υπερσύγχρονες μηχανές για τη παραγωγή από χαρτιού υγείας μέχρι εκτύπωσης, γραφής, κλπ. Μαζί με την επένδυση μεγεθύνεται και το προσωπικό. Από μόλις 88 υπαλλήλους το 1945, η εταιρεία έχει φθάσει να απασχολεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πάνω από 1.000 άτομα. Αντίστοιχα οι μόλις 1.250 τόνοι χαρτιού του 1950 γίνονται 59.000 το 1968 και 94.000 το 1972.
Νέα δάνεια
Νέες χορηγήσεις από κρατικές τράπεζες, περισσότεροι εργαζόμενοι, εκβιασμοί προς τη κυβέρνηση για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, είναι το μόνιμο μοτίβο. Αλλά αυτός ο φαύλος κύκλος οδηγεί τους δύο μεγάλους παίκτες της εποχής, Λαδόπουλο και Κεφάλα, με μαθηματική ακρίβεια στη πτώχευση. Αυτή συμπίπτει χρονικά με την άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ. Είναι η εποχή των προβληματικών ιδιωτικών επιχειρήσεων και της δημιουργίας του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ).
Η εταιρεία εντάσσεται σε αυτόν το 1984. Τότε είχε χρειαστεί να επιδοτηθεί με περίπου 25 δισ. δραχμές προκειμένου να μπορέσει να συνεχίσει να λειτουργεί, ως μέλος του ΟΑΕ πλέον. Εμεινε σε αυτόν, για περισσότερα από 12 χρόνια, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στα χρόνια αυτά ωστόσο δεν κατόρθωσε να εξυγιανθεί, η μονάδα χαρτοπολτού στη Δράμα συνέχισε στο ίδιο ζημιογόνο τέμπο, φορτώνοντας κάθε χρόνο τον εταιρικό ισολογισμό με ζημιές 3-4 δισ. δρχ.
«Οι εργαζόμενοι στις προβληματικές ήταν θύματα μιας νοοτροπίας βολέματος, ένα είδος ναρκωτικού που έδινε προσωρινή ανακούφιση στα βιοποριστικά προβλήματα αλλά καμιά εξασφάλιση»
Επιπλέον, ενώ το απαραίτητο προσωπικό, σύμφωνα με όλες τις μελέτες, δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να ξεπερνά τα 1.200 άτομα, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία απασχολούσε ακριβώς το διπλάσιο, 2.400 άτομα. Σαν να μην έφθανε αυτό, όσες διοικήσεις πέρασαν στο διάστημα όπου η Softex παρέμεινε στον ΟΑΕ, συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο του ξέφρενου τραπεζικού δανεισμού. Ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει και κατά τη δεκαετία του 1970 η οικογένεια Κεφάλα, παρά το γεγονός ότι αυτά ακριβώς τα λάθη οδήγησαν σε πτώχευση την εταιρεία.
Οσο για το προσωπικό, όπως λέει άνθρωπος που έζησε από μέσα εκείνη την εποχή, «οι εργαζόμενοι στις προβληματικές ήταν θύματα μιας νοοτροπίας βολέματος, ένα είδος ναρκωτικού που έδινε προσωρινή ανακούφιση στα βιοποριστικά προβλήματα αλλά καμιά εξασφάλιση για το μέλλον».
Η εμφάνιση των private label
Η πραγματικότητα ωστόσο στον κόσμο των επιχειρήσεων είναι αδυσώπητη. Στη δεκαετία του 1990 οι καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα αρχίζουν να αλλάζουν και την εμφάνισή τους κάνουν τα πρώτα σήματα ιδιωτικής ετικέτας (private label). Το χάρτινο βασίλειό της Softex υφίσταται τριγμούς, όπως άλλωστε συνέβη με τα περισσότερα ελληνικά εργοστάσια παραγωγής επώνυμων χαρτικών.
Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία το μερίδιο αγοράς της Softex, από άνω του 50%, περιορίζεται σε λιγότερο από 35%. Αναγκαστικά και προκειμένου να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό των χαμηλών τιμών από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, η εταιρεία, αρχίζει να παράγει χαρτί υγείας και κουζίνας για λογαριασμό των σούπερ-μάρκετ.
Το 1993 έρχεται και η πρώτη καταστροφική πυρκαγιά στο εργοστάσιο του Βοτανικού. Ηταν τόσο μεγάλη η καταστροφή των εγκαταστάσεων ώστε κατέστησε επιβεβλημένη τη δημιουργία μιας νέας, πιο σύγχρονης μονάδας προϊόντων tissue. Νέα προσφυγή σε δανεισμό, αγορά εργοστασίου και νέου εξοπλισμού και το 1994 αρχίζει τη λειτουργία της η νέα μονάδα της Softex στα Μέγαρα. Τα όποια οφέλη, ωστόσο, δεν ήταν αρκετά για να καλύψουν τις ζημιές της «υπεραπασχόλησης» προσωπικού και της αντιοικονομικής λειτουργίας της μονάδας της Δράμας.
Επιπλέον, η Αθηναϊκή Χαρτοποιία βάζει την εποχή εκείνη ένα αυτογκόλ. Αν και μετά την πυρκαγιά την προσέγγισαν ανταγωνιστές της βιομήχανοι προτείνοντάς της εμπορική συνεργασία, να παράγουν δηλαδή προϊόντα φασόν για λογαριασμό της, εκείνη το αρνήθηκε. Αντ’ αυτού ανέθεσε την παραγωγή προϊόντων της σε ιταλούς βιομηχάνους, ανοίγοντας τους με αυτό τον τρόπο τη πόρτα για συνεργασίες με τα εδώ σούπερ μάρκετ. Το αποτέλεσμα ήταν τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας να γίνουν ακόμη πιο ανταγωνιστικά έναντι των επώνυμων.
Το 1996, το τότε υπουργείο Εθνικής Οικονομίας επιτρέπει την είσοδο της εταιρείας στον επενδυτικό νόμο και τη πρόσβαση σε επιχορηγήσεις από κοινοτικά κεφάλαια, μαζί με ευρύ επενδυτικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της μονάδας της Δράμας. Τόσο όμως ο ΟΑΕ, όσο και η Εθνική Τράπεζα αρνούνται να καταβάλλουν τη δική τους συμμετοχή. Με τις ζημιές να μη μπορούν πλεόν να «κρυφτούν», το αδιέξοδο δεν αργεί να έρθει. Το 1997 η Softex υπολογίζεται πως έχει… 26 δισ. δρχ. τραπεζικές οφειλές!
Η εταιρεία τίθεται σε εκκαθάριση και βάζει σε διαθεσιμότητα το προσωπικό. Δύο χρόνια μετά, το 1999, εμφανίζονται οι Ιταλοί της Bolton Group, μαζί με ένα γκρουπ άλλων επενδυτών, όπως Goldman Sachs, Lochridge, Bain και Forlin. Γρήγορα, ο έλεγχος περνά στους Ιταλούς αφού το πολυμετοχικό σχήμα αποτυγχάνει παταγωδώς. Ακολουθεί ένα γενναίο πλάνο αναδιάρθρωσης, το 2002 κλείνει το εργοστάσιο στη Δράμα, ενώ μειώνεται δραστικά το προσωπικό, που από τα 1.275 άτομα το 2000, περιορίζεται στα… 300.
Η δεύτερη πυρκαγιά
Τα προβλήματα όμως δεν έχουν τελειωμό. Εμφανίζονται ξανά το 2006, και αν μη τι άλλο σχετίζονται αποκλειστικά με το κόστος. Οταν ο ανταγωνισμός παράγει φθηνότερα, μοιραία έρχεται το λουκέτο. Ούτως ή άλλως στον κλάδο της χαρτοποιίας, όλοι οι μεγάλοι του χώρου, Diana του Πάνου Ζερίτη, Delica, ΒΙΣ, είχαν κλείσει εξαιτίας παρατεταμένων ζημιών.
Το κερασάκι στη τούρτα για το προ ημερών λουκέτο της Αθηναϊκής Χαρτοποιίας αποτέλεσε η πυρκαγιά, η δεύτερη μέσα σε μια 20ετία, που ξέσπασε το περασμένο καλοκαίρι στις εγκαταστάσεις του Βοτανικού.
Επισήμως, αυτό το λόγο επικαλείται η ιταλική Bolton για την αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου και την απόλυση των 200 εργαζομένων. Επιπλέον, και με βάση την ενημέρωση που έγινε από το υπουργείο Εργασίας, η εταιρεία εμφανίζεται να μην έχει εισπράξει όλο το ποσό της αποζημίωσης από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Πηγές ωστόσο της ασφαλιστικής αγοράς χαρακτηρίζουν αβάσιμες τις αιτιάσεις, και ισχυρίζονται ότι η αποζημίωση ύψους 8,5 εκατομμυρίων ευρώ καταβλήθηκε ολόκληρη το Δεκέμβριο. Αλλες πάλι πληροφορίες λένε ότι οι Ιταλοί εξετάζουν τη μεταφορά της παραγωγής στη γειτονική Βουλγαρία.
Ο κύριος Nissim
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία του ομίλου Bolton. Δημοσιεύματα έχουν κατά καιρούς εμπλέξει τον όμιλο με την υπόθεση Luxleaks. Αυτός είναι και ο λόγος που βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα για εικαζόμενες τριγωνικές συναλλαγές του μητρικού ομίλου με όχημα την ελληνική θυγατρική του.
Οσο για το αντικείμενο της Bolton Group, δραστηριοποιείται στα καταναλωτικά αγαθά, με ένα χαρτοφυλάκιο που περιλαμβάνει 50 μάρκες τροφίμων, οικιακής φροντίδας, καθαρισμού, προσωπικής φροντίδας και ομορφιάς, ενώ διατηρεί παρουσία σε 125 χώρες. Μερικά από τα πιο γνωστά προϊόντα της είναι τα Rio Mare, Neutro Roberts, Merito, Overlay, Omino Bianco, και UHU. Απασχολεί πάνω από 3.000 υπαλλήλους, διαθέτει 23 θυγατρικές και 9 εργοστάσια, έχει έδρα το Αμστερνταμ, και μόνο το 50% του τζίρου της γίνεται στην Ιταλία.
Ο βασικός της μέτοχος ονομάζεται Josef Nissim, είναι Ελβετός υπήκοος εβραϊκής καταγωγής και έχει ελληνικές ρίζες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News