Η Βασιλική Θάνου έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη (Πανεπιστήμιο Paris II), γνωρίζει γαλλικά, και φέρει τρεις ιδιότητες που θα μπορούσαν να την καταστήσουν πρότυπο – έστω και ως συνταξιούχο ανώτατη δικαστή : έχει υπάρξει η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός της χώρας, η δεύτερη κατά σειρά πρόεδρος του Αρείου Πάγου στην ιστορία του από το 1835 έως σήμερα, καθώς και η πρώτη πρόεδρος του ανώτατου δικαστηρίου που προέρχεται από τη δεξαμενή των συνδικαλιστών του δικαστικού χώρου (ήταν πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδας). Θα περίμενε ευλόγως κανείς να τηρεί και ανάλογες συμπεριφορές: να είναι βιβλιοφάγος, κόσμια, ευγενής και διακριτικά δυναμική, ό,τι ενσαρκώνει τον όρο «κυρία».
Αντιθέτως, η είδηση της Τετάρτης, μετά του ηχητικού αποδεικτικού, τείνει να κατατάξει τη Βασιλική Θάνου σε μια διόλου κολακευτική κατηγορία. Δια της μεσαζούσης φίλης της, γίνεται αντιληπτό ότι χρησιμοποιεί slang και συνθηματικές εκφράσεις, πραγματεύεται δικαστικές χάρες, καταλύει κάθε έννοια δικαστικής ανεξαρτησίας και ήθους, αξιοποιεί τα βιβλία ως κρυψώνες – προσωπικές θυρίδες μαύρου χρήματος. Η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου μπορεί πλέον να τοποθετηθεί ως φιγούρα σε φαντασιακό χαμαιτυπείο, μέσα σε καπνούς από τσιγάρα, δίπλα σε ζόρικα μούτρα που θα τα ζήλευε κι ο μετρ του είδους, Ρέιμοντ Τσάντλερ.
Το ενδιαφέρον είναι ότι μετά την αποκάλυψη, όλα όσα συνθέτουν τη δημόσια πορεία της φαντάζουν διαφορετικά. Ολες οι κινήσεις, οι πρωτοβουλίες, οι στρατηγικές του παρελθόντος αποκτούν νέα χροιά, και αξίζει τον κόπο να αναλυθούν από το μηδέν. Δένουν πραγματικά εντυπωσιακά με το σήμερα…
Η κυρία Θάνου επελέγη από το υπουργικό συμβούλιο των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ στις 3 τα ξημερώματα της 29ης Ιουνίου του 2015. Μεταμεσονυκτίως και χωρίς να τηρηθεί η «πεπατημένη» – μέχρι τότε – της επετηρίδας. Διότι η τότε αντιπρόεδρος ήταν η τέταρτη κατά σειρά αρχαιότητας μεταξύ αυτών που πληρούσαν τις προϋποθέσεις. Κοινώς, έγινε η περιώνυμη «βουτιά» για την ανάδειξή της.
Η κυρία Θάνου μετρά ουκ ολίγες προσωπικές κόντρες, βεντέτες, ζοριλίκια σαν να λέμε, που δεν συνάδουν με το κύρος του θεσμού. Με το που κάθισε στην καρέκλα του Αρείου Πάγου, άνοιξε πόλεμο με τον Ισίδωρο Ντογιάκο, τότε προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας σε βάρος του ως προς τη συνθήκη εκλογής του, βασικό της επιχείρημα ήταν ότι ο Ντογιάκος δεν είχε το δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Ελεγχόμενη πειθαρχικά βρέθηκε πρώτη φορά και η τότε εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη, καθώς κατηγορείτο ότι συμμετείχε στη σύνταξη του καταλόγου των υποψηφίων για τη θέση του προϊσταμένου χωρίς να συνυπολογιστεί άλλος δικαστικός λειτουργός (ο Παναγιώτης Καραγιάννης), ο οποίος είχε αναδειχθεί στη συγκεκριμένη θέση αλλά προήχθη σε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την εγκατέλειψε.
Το γεγονός ότι η εξέλιξη της υπόθεσης άφησε έκθετη την κυρία Θάνου, είναι λεπτομέρεια πια μπροστά σε όσα έχουν ακολουθήσει.
Ετερο πολεμικό μέτωπο της Βασιλικής Θάνου ήταν πάλι με την Γεωργία Τσατάνη για την υπόθεση Βγενόπουλου, όταν η πρώτη έλαβε την απόφαση να διενεργήσει πειθαρχική έρευνα σε βάρος της δεύτερης. Αυτή τη φορά, για τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στα χέρια της η υπόθεση Βγενόπουλου. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε δει το φως της δημοσιότητας το πόρισμα Τσατάνη, βάσει του οποίου η υπόθεση με τα δάνεια της Λαϊκής Τράπεζας είχε αρχειοθετηθεί, ως εκ τούτου έμπαινε τελεία στην ποινική διερεύνησή της στην Ελλάδα (ήταν ακόμη ανοιχτή στην Κύπρο).
Η Θάνου ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου συσχέτισε την πειθαρχική έρευνα με το γεγονός ότι είχε γίνει παραλήπτρια σχετικής αναφοράς (η οποία παραδόξως δεν είχε γίνει γνωστή στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) από την κυπριακή Δικαιοσύνη, τον αρμόδιο υπουργό και τον Γενικό Εισαγγελέα της Κύπρου, ενώ διατύπωσε την πρόθεση να τη διεξαγάγει η ίδια, στην προσπάθεια να της προσδώσει σπουδαιότητα.
Το διά ταύτα της έρευνας είχε να κάνει με το γιατί η υπόθεση διερευνήθηκε από την Γεωργία Τσατάνη και όχι από τους εισαγγελείς Διαφθοράς ή τους οικονομικούς εισαγγελείς. Το παράδοξο είναι πώς η Βασιλική Θάνου δεν πείστηκε ούτε από το πόρισμα-κρίση του τότε αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νίκου Παντελή και εποπτεύοντος των οικονομικών εισαγγελέων, ότι ορθώς ερευνήθηκε η υπόθεση από την Τσατάνη.
Βεντέτα ηχηρή ήταν επίσης αυτή με τον – εκλιπόντα – σεβαστό καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη. Είχε καταθέσει μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του για εξύβριση και δυσφήμιση, με αφορμή επικριτικό σχόλιο στην προσωπική του ιστοσελίδα. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει θύελλα και δημόσια συζήτηση για το δικαίωμα του -καρκινοπαθούς τότε- Τσακυράκη να γράφει ελεύθερα χωρίς φόβο, με πάθος.
Οι χορηγίες, το Χίλτον και ο Γιούνκερ
Τη Βασιλική Θάνου διέκρινε ανέκαθεν το χαρακτηριστικό του θράσους, που υπό το βάρος των σημερινών δεδομένων το χαρακτηρίζει κανείς και «τσαμπουκά».
Παράδειγμα νούμερο ένα: ενόσω ήταν πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελλάδας, διεκδικούσε επίμονα τα φώτα της δημοσιότητας (τον Φεβρουάριο του 2015) κάνοντας παρέμβαση -με επιστολή της- προς τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ούτε λίγο – ούτε πολύ, καλούσε εκ μέρους όλων των δικαστικών λειτουργών της χώρας τον Γιουνκέρ να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπέρ των ελληνικών προτάσεων για την εξεύρεση λύσης για τη δύσκολη φάση που διήνυε τότε η χώρα.
Μέλη του Δ.Σ. της Ενωσης – πρόεδροι Πρωτοδικών, ο Χριστόφορος Σεβαστίδης και ο Χαράλαμπος Σεβαστίδης (αδέλφια) είχαν διατυπώσει ευθέως ενστάσεις και για το περιεχόμενο της επιστολής και για τη σκοπιμότητά της.
Με «τσαμπουκά» ίδρυσε και ολόκληρη δικαστική Ενωση, «δική της», όταν είδε ότι δεν ήλεγχε την υφιστάμενη Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Παράδειγμα νούμερο δύο: Ηταν την εποχή κατά την οποία η Θάνου προωθούσε την πρότασή της για παράταση της θητείας των ανώτατων δικαστικών και πέραν των 67 ετών, με νομοθετική ρύθμιση. Με αξιοσημείωτο πείσμα, στα όρια της εμμονής, είδε κι αποείδε ότι η μεγαλύτερη δικαστική Ενωση της χώρας δεν γινόταν να «πεισθεί» (η αύξηση των ορίων ηλικίας των ανώτατων δικαστών θα ήταν αντισυνταγματική), ως εκ τούτου αποφάσισε να προχωρήσει μόνη: να ιδρύσει την Ενωση Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστών και Εισαγγελέων. Δήθεν συνδικαλιστικό αντίβαρο, που γρήγορα – αμέσως μετά την κορύφωση της κόντρας – εξαφανίστηκε από προσώπου Γης.
Το μεγαλύτερο, αλησμόνητο επίτευγμα της παραμένει βεβαίως το «λαμπερό» γκαλά που διοργάνωσε στο ξενοδοχείο Χίλτον για τα 182 (sic) χρόνια ύπαρξης του Αρείου Πάγου. Δήθεν λαμπερό, δήθεν για το ανώτατο δικαστήριο. Αγκυλωμένη στην προσωπική της εικόνα, θέλησε να φωτίσει τον δικό της ρόλο της ως προέδρου (διότι μετά θα συνταξιοδοτείτο) και παρέβη κάθε κανόνα που θέλει τους θεσμικούς εορτασμούς κάθε 50, 100 ή 200 χρόνια. Μόνο που στο γκαλά την τίμησε μόνο ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, τότε αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης και προσωπικός της φίλος. Απέφυγε να πάει τόσο ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής όσο και η χορωδία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ενώ πολλές θέσεις στην αίθουσα της Τερψιχόρης έμειναν κενές.
Ο λόγος είναι πιο βαθύς, αρκούντως σοβαρός, και ουδόλως συνήθης για ένα θεσμικό πρόσωπο που σέβεται τον ρόλο του: η πολυτελής εκδήλωση είχε ενδυθεί με ερωτηματικά ως προς τη χρηματοδότησή της. Βάσει ανακοίνωσης, τα έξοδα είχαν καλυφθεί από «χορηγία φορέων». Μπορεί ένα ανώτατο δικαστήριο και η κεφαλή του να αποδέχονται χορηγίες, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι; Μήπως οι χορηγίες δημιουργούν «υποχρεώσεις»; Ματαίως διερωτώντο τα κόμματα κι οι εκπρόσωποι τους εκείνη την περίοδο, ζητώντας περισσότερα στοιχεία. Υπερίσχυσε ο ετσιθελισμός, το σκοτάδι και το θράσος – τσαμπουκάς. Και μια σκιά…
Αμεμπτη δεν την θεώρησε ποτέ εξάλλου τη Βασιλική Θάνου ούτε ο συγκυβερνήτης του Τσίπρα, ο Πάνος Καμμένος. Αφότου η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου εξελίχθηκε σε άτυπη νομική σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα, στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ την είχε δείξει εμμέσως πλην σαφώς σε ζητήματα δικαστικών παρεμβάσεων, στην περίφημη υπόθεση της Novartis. Είχε μιλήσει για «κυρίες συμβούλους του Τσίπρα που λένε στους δικαστές “άστο αυτό για παρακάτω”…», υπονοώντας ότι μεθοδεύει τις δικαστικές υποθέσεις σύμφωνα με τις επιθυμίες του Πρωθυπουργού.
Η πρώην πρόεδρος δεν πτοήθηκε, εξελίχθηκε και σε πρόεδρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Η αποκαθήλωσή της από την Επιτροπή το καλοκαίρι του 2019 της στοίχισε και προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας – με ατυχή για κείνη έκβαση. Γκίνια.
Η αντίληψή της για τα πράγματα, για τον εαυτό της, για τους άλλους αποτυπώνεται και σε ένα περιστατικό μικρής εμβέλειας που όμως δείχνει πολλά.
Σε μια από τις Γενικές Συνελεύσεις της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (με την οποία η Βασιλική Θάνου βρισκόταν σε πόλεμο), η τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου ανέβηκε στο βήμα και – προτού πει οτιδήποτε άλλο σχετικό με τη θεματική της εκδήλωσης – έκανε σκηνή: την είχαν υποτιμήσει, δεν την είχαν βάλει να καθίσει στη «σωστή» θέση, με βάση τις ιδιότητες που κατείχε, περιλαμβανομένης αυτής της πρώην, υπηρεσιακής, Πρωθυπουργού. Η στάση της δεν είχε επιβραβευθεί από τους δικαστές που είχαν κατακλύσει την αίθουσα τελετών του Εφετείου Αθηνών. Οταν το προεδρείο μπήκε στον κόπο να της απαντήσει ότι είχε τηρηθεί πλήρως η εθιμοτυπία και το σχετικό πρωτόκολλο, το κοινό ξέσπασε σε θερμό χειροκρότημα, εμμέσως αποδοκιμάζοντας την.
Το σίγουρο είναι ότι μετά τα σημερινά μαντάτα, οι πιο χολερικοί δεν θα μιλούσαν για σύνδρομο Μαρίας Αντουανέτας, όπως τότε, αλλά για σύνδρομο «νονού», της νύχτας φυσικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News