Ως παραδείγματα ευτελούς «τουριστικού προϊόντος», το οποίο επιτρέπει κάθε εκτραχηλισμό στον ξένο αρκεί εκείνος νυχθημερόν να εξαγοράζει με συνάλλαγμα τις διάφορες δημόσιες απρέπειές του, δεν λογίζονται μόνον ο Λαγανάς της Ζακύνθου ή τα Μάλια του Ηρακλείου Κρήτης. Ολος ο κόσμος έχει τέτοιες τουριστικές μαύρες τρύπες, και όχι μόνο ο φτωχότερος.
Ακόμη και η πλούσια Αυστρία διαθέτει ένα φημισμένο (στη Δύση) αλπικό… εκτονωτήριο, όπου συρρέουν πλούσιοι γιάπηδες κατά κανόνα και ξοδεύουν στην κατανάλωση και στην ασωτία εκατομμύρια. Ο αχαλίνωτος βίος τους διαρκεί λίγες ημέρες. Επειτα τελειώνει η άδεια, οι ασύστολοι χαροκόποι συμμαζεύονται και επιστρέφουν στη συντηρητική και πληκτική καθημερινότητά τους στον ευρωπαϊκό Βορρά.
Γερμανικά Μέσα (το βαυαρικό ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο Bayerischer Rundfunk και η εφημερίδα Zeit) έριξαν τους προβολείς τους στην περίπτωση ενός αυστριακού χωριού το οποίο τον περασμένο Μάρτιο ξεκόλλησε από τον πάτο και βγήκε στην επιφάνεια μέσα από δημοσιεύματα που το ενέπλεκαν στην εξάπλωση του κορονοϊού στην Ευρώπη.
Τώρα το ίδιο μέρος, το χωριό Ισγκλ του Τιρόλου, εγκαλείται ότι παρέχει τουριστικές υπηρεσίες «μη βιώσιμες», επειδή είναι βασισμένες στο σεξ και στα ποικίλα όργια. Με τη σειρά τους, οι οργιώδεις απολαύσεις κατηγορούνται ότι ευθύνονται για την εξάπλωση της ίωσης στην Κεντρική και στη Βόρεια Ευρώπη.
Αν και στα δικά μας μέρη είναι παντελώς άγνωστος τόπος, το Ισγκλ θεωρείται όχι μόνο γνωστό αλλά και δημοφιλές στη Δύση επειδή τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κέντρο χειμερινής διασκέδασης, με ξέφρενα πάρτι και με παροιμιώδη κοσμοσυρροή. Εχει και παρανόμι: «Η Ιμπιζα των Αλπεων». Το «ταμείο» που με τον συγκεκριμένο τρόπο κάνει το χωριό είναι πολύ καλό, έτσι δεν είναι και λίγοι αυτοί που εξηγούν με αυτό το κριτήριο και υπό αυτό το πρίσμα την απροθυμία λήψης περιοριστικών αντικορονοϊκών μέτρων εκεί.
Η τελευταία συλλογή φωτογραφιών του ντόπιου φωτογράφου Λόις Χέτσενμπλαϊκνερ προβλήθηκε από την Zeit, επειδή το θέμα της είναι ακριβώς το… αλλοπαρμένο χωριό. Πρόκειται για καρέ που ο Χέτσενμπλαϊκνερ έχει τραβήξει μέσα σε περίοδο 27 ετών. Και σε αυτά καταγράφεται ο «τρόπος ζωής» που έχει αναπτυχθεί εκεί με σκοπό τον προσπορισμό χρήματος χωρίς κανέναν κόπο. «Δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα: αλκοόλ, σεξ, χρήμα» είναι τα στοιχεία που καθορίζουν το στημένο τουριστικό παιχνίδι. Πρόκειται για «τουριστικό προϊόν που δεν σέβεται το περιβάλλον και τον άνθρωπο, έτσι δεν είναι βιώσιμο» γράφουν οι Γερμανοί.
Βουνά σκουπιδιών εγκαταλείπονται στο χιόνι μετά τα πάρτι λέει η Zeit, αν και αποποιείται τον ηθικοπλαστικό ρόλο, όπως και ο φωτογράφος, ο οποίος προσπάθησε, κατά πώς λέει, να αποκρυπτογραφήσει τον γενετικό κώδικα του Ισγκλ: «Αναρωτιόμουν πάντα τι τα θέλουν όλα αυτά…» Αυτά δε τα «αυτά» είναι τα εξής ολίγα: «Σεξουαλικά βοηθήματα πεταμένα στον δρόμο, το τελευταίο μοντέλο της Porsche μέσα σε μία τεράστια γυάλινη θήκη στη μέση της πίστας του σκι, τιμολόγια για σαμπάνιες αξίας 2.990 ευρώ η φιάλη, άνδρες και γυναίκες μεθυσμένοι σε βαθμό λιποθυμίας», κ.ά. παρεμφερή.
- Ο φωτογράφος ισχυρίζεται ότι ένας ντόπιος ξενοδόχος τού είχε κάποτε εκμυστηρευτεί το μυστικό της επιχείρησής του, τον τρόπο με τον οποίο μαγνητίζει κάθε σεζόν τους νέους πελάτες του: «Το μαγαζί πρέπει να σκέφτεται με το… πέος, διότι με το… πέος τους σκέφτονται οι πελάτες αυτού του φυράματος».
Ο Χέτσενμπλαϊκνερ παρατηρούσε επί χρόνια το αλπικό χωριό και είδε πώς έγινε η μεταστροφή του από αγροτικό μέρος με καταπράσινα βοσκοτόπια σε τουριστικό προορισμό με χυδαίο προφίλ. Δηλαδή πώς από φτωχό, το Ισγκλ έγινε πλούσιο. Απλούστατο ήταν: «Το Ισγκλ κέρδισε πολλά λεφτά προσφέροντας τον εαυτό του σαν βαλβίδα εκτόνωσης της πίεσης, ειδικά για γερμανούς τουρίστες και γενικά για Βορειοευρωπαίους». Διότι αυτοί πρέπει κάπου να εκτονώνονται όταν φεύγουν από τα καθώς πρέπει σπίτια και γραφεία τους. «Εχουν πολύ άγχος να πετάξουν, άγχος που σωρεύτηκε κατά τη διάρκεια ενός έτους εργασίας». Η εφημερίδα λέει ότι τα παραπάνω εκτονωτικά δεν λογαριάζουν κοινωνικό στάτους, ισχύουν διαταξικά, «τόσο για τα μεγαλοστελέχη των εταιρειών όσο και για τους απλούς εργαζομένους». Τα λεφτά να υπάρχουν, βέβαια, και όλα γίνονται. Ο φωτογράφος λέει ότι οι πίστες του σκι και τα λιφτ έκαναν διάσημο το χωριό, αλλά το καινούργιο και καταλυτικό στοιχείο είναι «ο αλκοολικός τουρισμός, ο τουρισμός για πάρτι».
Οι Γερμανοί πίνουν, χαλαρώνουν, μεθούν, ανοίγουν πρώτα το στόμα τους, κατόπιν το φερμουάρ τους, στο τέλος το πορτοφόλι τους. Οι Αυστριακοί κάνουν «ταμείο». Ο Χέτσενμπλαϊκνερ δεν κακολογεί τους κατοίκους του Ισγκλ, αναγνωρίζει ότι «προέρχονται από την ακραία φτώχεια», ωστόσο ως τιρολέζος και αυτός αναρωτιέται «τι αντίληψη έχουν πλέον για τον εαυτό τους και τους άλλους», ενώ θέτει και ένα ενδιαφέρον ρητορικό ερώτημα: «Τι θα συμβεί σε κάποιο παιδί που μεγαλώνει στο Ισγκλ; Τι εντύπωση θα σχηματίσει για τους τουρίστες; Οτι είναι τέρατα, τρελοί, εντελώς ασυμμάζευτοι;» Και αποφαίνεται: «Αν εγώ, ως ντόπιος, πρέπει να φοβάμαι όταν τα παιδιά μου περπατούν στο χωριό, τότε υπάρχει κάτι άρρωστο εδώ πέρα».
Ο φωτογράφος είναι αισιόδοξος ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν στο Ισγκλ, ότι ο κορονοϊός με την καταλυτική παρουσία του στην Ευρώπη αποτελεί ευκαιρία αναστοχασμού, μία «βαθιά παύση προβληματισμού», όπως λέει, που αφορά τον τουρισμό, το προϊόν του, τον σεβασμό του περιβάλλοντος και των ανθρώπων: «Αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή για να αποτιμήσουμε την κατάσταση, και το βιβλίο μου ένας καθρέφτης συνείδησης με τα μέσα φωτογραφίας, τον οποίο πρέπει να δουν οι Τιρολέζοι». Προς το παρόν οι Τιρολέζοι δεν θέλουν να κοιτάξουν μέσα σε αυτόν τον καθρέφτη της αυτογνωσίας, σχολιάζει και η Zeit.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News