Οι πόρτες των σχολείων σε λύκεια και γυμνάσια άνοιξαν στην Ελλάδα και αναμένεται η απόφαση της επιστημονικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας για το αν θα επιστρέψουν στις τάξεις και οι μαθητές των δημοτικών σχολείων.
Το άνοιγμα των σχολείων απασχολεί όλες τις χώρες που βρίσκονται ακόμη υπό καθεστώς ολικής ή μερικής καραντίνας
Όπως και στην Ελλάδα έτσι και στο εξωτερικό η μεγάλη συζήτηση περιστρέφεται σε δύο άξονες.
Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα μικρότερης ηλικίας παιδιά δεν μπορούν εύκολα να ακολουθήσουν τους απαραίτητους κανόνες υγιεινής. Πρόκειται για κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στην επιστημονική και όχι μόνο κοινότητα και στο τραπέζι πέφτουν διαφόρων ειδών ιδέες και λύσεις για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα.
Ο δεύτερος άξονας, που είναι και ο πιο σημαντικός, αφορά το πόσο εύκολα ή δύσκολα μολύνονται τα παιδιά από τον κορονοϊό και το πόσο εύκολα τον μεταδίδουν. Αυτός ο δεύτερος άξονας αποτελεί πεδίο αντιπαράθεσης στην επιστημονική κοινότητα με τις γνώμες των ειδικών αλλά και τις αλλεπάλληλες έρευνες που διεξάγονται να βρίσκονται σε διάσταση.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμα της η Guardian ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν ότι τα παιδιά έχουν πολύ μικρότερες πιθανότητες να μολυνθούν από τον κορονοϊό σε σχέση με τους ενήλικες. Όμως κάποιες άλλες μελέτες αναφέρουν ότι, αν τελικά μολυνθούν από τον κορονοϊό, τα παιδιά κουβαλούν ιικό φορτίο παρόμοιο με αυτό που κουβαλούν και οι ενήλικες και άρα αποτελούν σοβαρό κίνδυνο μετάδοσης του ιού σε όσους έρχονται σε επαφή μαζί τους.
«Είτε θέτουμε σε κίνδυνο την μόρφωση των παιδιών κρατώντας κλειστά τα σχολεία, είτε την υγεία τους. Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Το πρόβλημα είναι ότι αν πούμε στους γονείς ότι πρέπει να στείλουν τα παιδιά πίσω στα σχολεία και υπάρξουν κρούσματα σε μαθητές και δασκάλους αυτό θα γίνει πρώτη είδηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης» δηλώνει εκπρόσωπος του κόμματος των Εργατικών της Βρετανίας. «Είναι κρίσιμο να επιστρέψουν τα παιδιά στο σχολείο όταν είναι ασφαλές να συμβεί αυτό. Αλλιώς αντιμετωπίζουμε τον κίνδυνο μιας πολύχρονης εκπαιδευτικής κρίσης» αναφέρει ο Ρόμπερτ Χάλφον, επικεφαλής της επιτροπής για εκπαιδευτικά ζητήματα που έχει δημιουργήσει το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας.
Οι μελέτες
Ο καθηγητής Αλασντερ Μάνρο, λοιμωξιολόγος με ειδίκευση στα παιδιά στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Σαουθάμπτον, υποστηρίζει την επιστροφή των παιδιών στο σχολείο επισημαίνοντας μια μελέτη που διεξήχθη στην μικρή ιταλική πόλη Βο στην οποία καταγράφηκε ο πρώτος θάνατος από τον κορονοϊό στην Ιταλία και όλη η περιοχή τέθηκε σε καραντίνα για δύο εβδομάδες. «Οι ιταλικές Αρχές έκαναν τεστ στο 80% του πληθυσμού και διαπιστώθηκε ότι το 2.8% του πληθυσμού ήταν θετικό στον κορονοϊό. Κανένα παιδί κάτω των δέκα ετών δεν είχε μολυνθεί και το ίδιο συνέβη όταν επαναλήφθηκαν τα τεστ δύο εβδομάδες αργότερα. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλά παιδιά ζούσαν σε σπίτια όπου υπήρχαν άτομα που είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό» δηλώνει ο Μάνρο.
Αντίστοιχες μελέτες στην Ισλανδία, την Νορβηγία και την Νότια Κορέα παρουσιάζουν παρόμοια αποτελέσματα με εκείνα των τεστ που έγιναν στην πόλη Βο. Όμως τα αποτελέσματα μεγάλης έρευνας που έγινε για λογαριασμό της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Βρετανίας δημιουργούν προβληματισμό. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας πραγματοποιήθηκαν τεστ σε δέκα χιλιάδες άτομα και δεν υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα ποσοστά μόλυνσης ανάμεσα στις ηλικιακές ομάδες. «H έρευνα αυτή πράγματι χαλάει την εικόνα που είχαμε μέχρι στιγμής» παραδέχεται ο καθηγητής Μάνρο.
Το μεγάλο ζητούμενο παραμένει το ιικό φορτίο του κορονοϊού που κουβαλούν τα παιδιά. Αν είναι μικρότερο από εκείνο που κουβαλούν συνήθως οι ενήλικες τότε τα παιδιά δεν αποτελούν κίνδυνο εξάπλωσης της ασθένειας. Τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον Κρίστιαν Ντρόστεν ειδικό στο ζήτημα του κορονοϊού στο νοσοκομείο Charité στο Βερολίνο έδειξαν ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στο ιικό φορτίο ανάμεσα στις ηλικιακές ομάδες. Οι ερευνητές μελέτησαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων τριών χιλιάδων ατόμων. «Τα ιικά φορτία στα μικρά παιδιά δεν διαφέρουν αξιοσημείωτα από εκείνα των ενηλίκων. Με βάση αυτά τα ευρήματα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο άνοιγμα των δημοτικών σχολείων και των νηπιαγωγείων και μάλιστα χωρίς περιορισμούς. Τα παιδιά μπορούν να είναι το ίδιο μολυσματικά όπως οι ενήλικες» αναφέρει ο Κρίστιαν Ντρόστεν δημιουργώντας πονοκεφάλους στην επιστημονική κοινότητα.
Την ίδια στιγμή έρευνα του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία συγκρούεται με αυτή στο Βερολίνο αφού τα αποτελέσματα της δείχνουν ότι τα παιδιά σπάνια μεταδίδουν στο περιβάλλον που ζουν τον κορονοϊό. Μόνο το 8% των κρουσμάτων με κορονοϊό της έρευνας ήταν αποτέλεσμα της μετάδοσης του ιού από κάποιο παιδί σε κάποιον άλλο. Έχει διαπιστωθεί ότι όσον αφορά την γρίπη τα παιδιά ευθύνονται για την μετάδοση των ιών της γρίπης στο 50% των κρουσμάτων που συμβαίνουν στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι πιθανότητες να μεταφέρει ένα παιδί τον κορονοϊό από το σχολείο στο σπίτι είναι ιδιαίτερα περιορισμένες.
«Η συγκεκριμένη μελέτη επιβεβαιώνει όσα γνωρίζουμε για την σχέση κορονοϊού και παιδιών και δείχνει ότι μπορούμε να ανοίξουμε με ασφάλεια τα σχολεία με σταδιακά μέτρα και προσεκτικούς χειρισμούς. Κατανοώ γιατί ο κόσμος μπορεί να φοβάται από το άνοιγμα των σχολείων. Δεν γνωρίζουμε ακόμη τον ακριβή ρόλο των παιδιών στην μετάδοση του κορονοϊού. Όλα όμως δείχνουν ότι ο κίνδυνος μετάδοσης του ιού από τα παιδιά είναι μικρότερος από εκείνον των ενηλίκων» υποστηρίζει και ο καθηγητής Σολ Φάουστ, συνάδελφος του Μάνρο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Σαουθάμπτον. «Το σταδιακό και ελεγχόμενο άνοιγμα των σχολείων θα αποδειχθεί χαμηλότερου ρίσκου για την υγεία των παιδιών και των δασκάλων από το ρίσκο που παίρνουμε στην μετάδοση του ιού από τους εργαζόμενους που επιστρέφουν στα γραφεία τους και χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς» δηλώνει ο καθηγητής Φάουστ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News