Αν θέλει κάποιος να μιλήσει για τα βίντεο κλαμπ στην Ελλάδα, δεν μπορεί να αποφύγει την αναφορά στον Στέργιο Χατζάρα, τον πειρατή – «θρύλο» από τη Βόρεια Ελλάδα που γύρω στο 1979 προμηθευόταν δημοφιλείς ταινίες από την Αγγλία, έβαζε υπότιτλους περνώντας τες σε τελεσινέ και τις διέθετε στα video club. Ακούσια, ο Χατζάρας, συνέβαλε στην έκρηξη της βιντεοκασέτας και άνοιξε το δρόμο για να ξεφυτρώσουν αμέτρητες (κοντά στις 200) εταιρείες διανομής βίντεο και, αντίστοιχα, περίπου 3.000 καταστήματα βίντεο κλαμπ πανελλαδικά.
Η δεκαετία του ’80, ήταν «χρυσή» για τα βίντεο κλαμπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, η διάθεση των πρώτων βιντεοκασετών, γινόταν από ψιλικατζίδικα, κάβες, ζαχαροπλαστεία, ακόμα και καταστήματα με οικιακά είδη (για περισσότερα μπορείτε να παρακολουθήσετε το επεισόδιο Βίντεοκλαμπ της σειράς «Στέκια» του Νίκου Τριανταφυλλίδη)! Μαζί με την ταινία, έπαιρνες και τα απαραίτητα για τη θέασή της και η ψυχαγωγία στο σπίτι – μία εποχή που ελληνικός κινηματογράφος ψυχορραγούσε και δεν υπήρχε ακόμη ιδιωτική τηλεόραση – αποκτούσε ξαφνικά άλλη διάσταση.
Σήμερα, με το πάτημα ενός κουμπιού, μπορούμε μέσα σε λίγα λεπτά να έχουμε στον υπολογιστή μας το νέο blockbuster ή εκείνη την «πολύ ψαγμένη ταινία» του τάδε «avant garde σκηνοθέτη», είτε κατεβάζοντάς την, είτε στριμάροντάς την. Για να μη μιλήσουμε για τις σειρές, τη φρενίτιδα της εποχής μας. Πιθανότατα όμως, καθώς κοιτάτε τη μπάρα του torrent να πρασινίζει όλο και περισσότερο, να σας έχει περάσει η εξής σκέψη από το μυαλό: «Μα καλά, ποιος πάει ακόμα στο βίντεο κλαμπ;», ή ακόμη να σας σκάσει μια φευγαλέα ανάμνηση από τότε που χαζεύατε στις προθήκες του συνοικιακού βίντεο κλαμπ, κάνοντας την τελετουργική κίνηση των δαχτύλων που σπρώχνουν προς τα εμπρός το πλαστικό display των διαθέσιμων ταινιών.
Στα πλαίσια αυτής της ερώτησης, αλλά και τις νοσταλγίας για τα καταστήματα με το έντονο φως από τις λάμπες φθορίου, επισκεφτήκαμε τρία από τα τελευταία αυθεντικά βίντεο κλαμπ της Αθήνας. Το μικρό «Arma», στο Κουκάκι, με την ταμπέλα-κειμήλιο που κάθε ρετρολάγνος θα ήθελε να έχει σπίτι του, το –ακόμα και σήμερα επιβλητικό– «Salina» στο Παγκράτι, για σινεφίλ και όχι μόνο, καθώς και το εξαρχειώτικο «Movie Galaxy», που φροντίζει για την κινηματογραφική παιδεία των κατοίκων, τα τελευταία 10 χρόνια.
«Στα 80’s, το πάτωμα που βλέπεις, ήταν γεμάτο σακούλες φορτωμένες με κρατημένες κασέτες»
Ο Πάνος, που εργάζεται στο Video Club ARMA στο Κουκάκι από το 1986 όταν και άνοιξε, θυμάται τις ένδοξες μέρες του VHS. Το “ARMA”, είναι ένα από τα πρώτα video club που άνοιξαν στην Αθήνα. «Ηταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους τότε η βιντεοκασέτα. Η μανία του καινούριου. Με έπαιρναν πελάτες τηλέφωνο και τους ετοίμαζα σακούλες ολόκληρες με 10 – 15 ταινίες μέσα».
Τον ρωτάμε ποιος νοικιάζει ακόμη ταινίες από το βίντεο κλαμπ της γειτονιάς. Μας απαντά:
«Το ηλικιακό group των 30 – 40, όταν γυρνούν κουρασμένοι από τη δουλειά, θα θελήσουν να βάλουν απευθείας το DVD να παίξει, δε θα μπουν στη διαδικασία να περιμένουν να κατέβει η ταινία. Επειτα, φεύγουν πολύ και τα παιδικά έργα. Δεν πιστεύω ότι το downloading μας κατέστρεψε σαν επιχειρήσεις. Η πελατεία έχει πέσει, όπως παντού, λόγω οικονομικής κρίσης, όμως η πρώτη πτώση ήρθε με την ιδιωτική τηλεόραση και το δεύτερο και σημαντικότερο κύμα της, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά που άρχισαν να δίνουν, δύο και τρεις ταινίες δώρο. Αυτός που θέλει να νοικιάσει όμως, θα νοικιάσει», δηλώνει κάθετα ο Πάνος και όση ώρα συζητάμε, έχουν μπει μέσα στο κατάστημά του τουλάχιστον δέκα πελάτες.
Άλλοι κοιτάζουν σχολαστικά τις νέες κυκλοφορίες, μια κυρία τείνει μπροστά από τη μύτη του Πάνου τρία DVD και τον ρωτά χαριτωμένα «Για πες μου, αυτή την έχω δει; Καθόλου δε θυμάμαι…», επιβεβαιώνοντας ίσως πως υπάρχει ακόμα μια μεγάλη μερίδα κόσμου, που θέλει απλώς να βάλει μια ταινία στο DVD και να ξεχαστεί. Ένα ζευγάρι ζητά να τους προτείνει ο Πάνος μια καλή κωμωδία. «Με τίποτα, δεν προτείνω κωμωδίες! Να, πάρτε αυτό, σας πάω στο άλλο άκρο τώρα, αλλά…». Με μεγάλη απορία τον ρωτάω γιατί τέτοια άρνηση να συστήσει μια κωμωδία. «Το γέλιο είναι πολύ υποκειμενικό, άσε που δε βγαίνουν πια καλές κωμωδίες», λέει.
Η Υμηττού ανήκει στους σινεφίλ
Παραπλήσια του πιο cult, μα και αειθαλούς κινηματογράφου της Αθήνας, του Πάλας στην Υμηττού, βρίσκεται από τα μέσα του ’80, το Video Club Salina, που μέχρι πριν τρία χρόνια διέθετε και section μουσικής. Ο Γιώργος Αντωνάτος βρίσκεται πίσω και μπροστά από τον πάγκο του από το 1989 και θυμάται πώς την εποχή της έκρηξης του VHS, δεν προλάβαινε να εξυπηρετήσει τους πελάτες του. «Η δουλειά έχει πέσει 50 με 60 τοις εκατό», μας λέει και συμφωνεί πως οι εφημερίδες ήταν εκείνες που έδωσαν το πρώτο χτύπημα στις επιχειρήσεις αυτές, αλλά και το κόστος που πουλάνε οι εταιρίες διανομής τις ταινίες, είναι ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας.
Ωστόσο, επειδή ανάμεσα στους 18. 408 τίτλους που διαθέτει το Salina – «Με τη σημερινή παραλαβή!», μου τονίζει ο Γιώργος – θα βρει κανείς πολύ σπάνιες ταινίες, το video club της Υμηττού δικαίως παίρνει τον τίτλο «Στέκι για σινεφίλ». «Είμαι junkie! Θα δω τουλάχιστον μία ταινία την ημέρα. Άλλωστε δεν μπορώ να προτείνω κάτι στον πελάτη μου, αν δε το έχω δει ο ίδιος πρώτα. Εδώ θα βρεις σπάνιες ταινίες που δεν βρίσκεις ούτε στο Διαδίκτυο. Ταινίες του Γιοντορόφσκι, του Ρομέρ .Το 90% των πελατών μας, βασίζεται σε εμάς για την ταινία που θα επιλέξει να δει. Είναι συναισθηματική η σχέση του βιντεοκλαμπά με τον πελάτη του. Με τα χρόνια μαθαίνει τα γούστα του, ξέρει τι να προτείνει στον καθένα. Θα σου επιστρέψει ο άλλος την ταινία και θα τη συζητήσετε λίγο… Το βίντεο κλαμπ είναι ιεροτελεστία». Δοκιμάστε να νοικιάσετε από το Salina το «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων» και ο Γιώργος, αν βρίσκεται εκείνη την ώρα στο πόστο του, ίσως να έχει να σας πει και μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Τα Εξάρχεια αγαπούν τον Γούντι Άλεν
Η εξέλιξη του βίντεο κλαμπ και – εν τέλει – η επιβίωσή του, βασίστηκε στην σχέση πελάτη – «βιντεοκλαμπά». Οι φήμες θέλουν τον Λευτέρη Τζώρτζη ιδιοκτήτη του «Movie Galaxy» στο 91 της οδού Ιπποκράτους στα Εξάρχεια να είναι καλύτερος από κάθε online μηχανή αναζήτησης. «Του λες απλά πάνω – κάτω τι συμβαίνει στην ταινία και εκείνος σου βρίσκει ποια είναι!», γράφει ένα ενθουσιώδες σχόλιο σε κάποιο forum για βίντεο κλαμπ. Ο ίδιος, επιβεβαιώνει με ένα ταπεινό χαμόγελο και συμπληρώνει «Είναι η δουλειά των ονείρων μου».
Το Movie Galaxy, δεν ανήκει στη λίγκα των βίντεο κλαμπ που βίωσαν τη μανία με το VHS και τη σωρηδόν κατανάλωση αμφιβόλου ποιότητας ταινιών, καθώς, φέτος, κλείνει μόλις δέκα χρόνια. Ο Λευτέρης, ξεκίνησε ως συλλέκτης ταινιών, δούλεψε κάποια χρόνια ως υπάλληλος βίντεο κλαμπ και το 2006 αποφάσισε να ανοίξει το δικό του μαγαζί απευθείας με DVD. Τότε ήταν το πέμπτο κατάστημα στην περιοχή, σήμερα ίσως το μοναδικό. «Η αγάπη των πελατών μας, που μας προτιμούν και εξακολουθούν να νοικιάζουν ταινίες, είναι η επιβράβευσή μας. Κάνουν και downloading, αλλά έρχονται και στο βίντεο κλαμπ γιατί τους αρέσει», εξηγεί ο Λευτέρης και τα λεγόμενά του μαζί με όσα συμβαίνουν στο κατάστημα επιβεβαιώνουν τους λόγους που τα βίντεο κλαμπ «τραγουδούν» ακόμα. Ένα αγόρι γύρω στα 27, ρωτά με δισταγμό αν υπάρχει δεύτερη κόπια από τον «Αστακό» και στο άκουσμα της θετικής απάντησης τη νοικιάζει αμέσως, ενώ ένας κύριος που πιθανότατα διανύει την τέταρτη δεκαετία της ζωής του και μπαίνει στο μαγαζί με το κράνος του να επιστρέψει μια ταινία, ρωτά τον Λευτέρη με αγωνία, αν γνωρίζει «πότε θα βγει “O Τελευταίος Ιππότης”;».
Ο Λευτέρης , δεν είναι σίγουρος για το πόσο αισιόδοξο είναι το μέλλον για τα βίντεο κλαμπ, ωστόσο δίνει βάση στον παράγοντα που ευνοεί μέχρι και σήμερα την ύπαρξη τους. «Η έκρηξη που έγινε στα 80’s και άρχισαν να ξεφυτρώνουν βίντεο κλαμπ σαν τα μανιτάρια – ίσως περισσότερα από όσα μπορούσε να αντέξει η αγορά – και η επιβίωσή μερικών από αυτά μέχρι σήμερα, έπειτα από τόσες διακυμάνσεις, ίσως να δικαιολογείται και με τη σύνδεση που έχει ο Έλληνας με το “μικρό μαγαζί”, το ότι μπορεί να συνομιλήσει με τον ιδιοκτήτη ή τον υπάλληλο».
Η αγάπη του Λευτέρη για το επάγγελμά του είναι έκδηλη ακόμα και στον τόνο της φωνής του. «Φροντίζω να μη μου λείπει τίποτα από το μαγαζί. Ο επάνω όροφος που σε άλλα καταστήματα χρησιμοποιείται για τις ερωτικές ταινίες, είναι γεμάτος με πολύ παλιές, σπάνιες και κλασικές ταινίες. Ακόμα κι αν μου ζητήσει κανείς κάτι που δεν το έχω, θα φροντίσω να το βρω και να το φέρω. Όταν άνοιξα, είδα ότι ο κόσμος εδώ μου ζητούσε πολύ Γούντι Αλεν, έτσι από τα πρώτα χρόνια έφερα όλες τις ταινίες του».
Ακόμη μερικά ευρήματα του ρεπορτάζ, είναι ότι, κλασικά αριστουργήματα όπως η «Καζαμπλάνκα» και η «Τζίλντα» οδηγούν ακόμα τον κόσμο στο κοντινότερο βίντεο κλαμπ, καθώς και οι τιμές ενοικίασης, που κυμαίνονται από τα 1,70 έως και 2,30 ευρώ για τις ημερήσιες ταινίες και από 1,20 έως και 2 ευρώ για τις εβδομαδιαίες.
Η σύνδεση με το μαγαζί και τον άνθρωπο που πιθανόν σε μύησε στον αγαπημένο σου σκηνοθέτη, που έπαιξε κι αυτός τον ρόλο του στο να βιώσεις στιγμές συγκίνησης ή γέλιου, είτε είχαν κακό ήχο και holographic γραμμές στα μέσα των 80’s, είτε κρυστάλλινη εικόνα στο νεοαποκτηθέν σου Blue Ray DVD player στα μέσα των 00’s, δεν μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από τον υπολογιστή σου. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το μέλλον των βίντεο κλαμπ, όλοι όμως είμαστε σίγουροι για την αγάπη μας στον «βιντεοκλαμπά» της γειτονιάς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News