Ο Ρώσος συμπέθερος, ο Τζάρτζανος και τα άδεια έδρανα!
Ο Ρώσος συμπέθερος, ο Τζάρτζανος και τα άδεια έδρανα!
«Εν οίδα ότι ουδέν οίδα», που έλεγε κι ο σπουδαίος μας πρόγονος. Αλλά επειδή οι επίγονοι «φιλοκαλούμε μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμε άνευ (;) μαλακίας» πιάσαμε τα χαρακώματα άλλη μια φορά για το θέμα των Αρχαίων. Η Ατζέντα φιλοξενεί σήμερα και προσυπογράφει ένα προσωπικό κείμενο, που ανέβασε στη σελίδα του στο facebook ο συγγραφέας Χρήστος Αγγελάκος…
«Ο κολλητός Γεράσιμος, γαλήνιος τοπικιστής, βρέθηκε στις αρχές του μήνα στη Ρωσία για να παντρέψει τον παιδικό του φίλο με νύφη μοσχοβίτισσα. Στο τραπέζι του γάμου, τα ελληνικά σόγια γνώρισαν τον πεθερό: καλοστεκούμενο εβδομηντάρη, πρώην πολεμικό ανταποκριτή, που επέλεξε να ζει μόνος σ’ ένα σπίτι στην εξοχή. Ο συμπέθερος, λοιπόν, κάθε πρωί καλλιεργεί τον κήπο του και κάθε απόγευμα διαβάζει έξι ώρες, ανελλιπώς, αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και ιστορικούς. Τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τους παίζει στα δάχτυλα. Ισοκράτη, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Ηρόδοτο και Επίκουρο, τους περνάει για δεύτερη και τρίτη φορά. Στην κουβέντα που πιάσανε για τις Βάκχες κινήθηκε με ευχέρεια στο μυθολογικό υπόβαθρο και στα θρησκειολογικά ζητήματα που ανοίγει η τραγωδία. Αλλά το αποκορύφωμα ήρθε όταν ο Ρώσος που δεν ήξερε αρχαία ελληνικά απήγγειλε στη γλώσσα του ένα μεγάλο απόσπασμα της Ιλιάδας. Η απαγγελία του κράτησε ένα τέταρτο.
Πόσες σελίδες του ομηρικού έπους αντιστοιχούν σε απαγγελία δεκαπέντε λεπτών; Πόσοι μπορούμε να απαγγείλουμε έστω και δυο σελίδες του σε όποια μετάφραση θέλουμε; Πόσοι αρχαιομαθείς και αρχαιολάτρες νεοέλληνες μπορούν να πάνε παρακάτω από τους δυο τρεις πρώτους στίχους; Γιατί εγώ το ομολογώ: μετά το “Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος οὐλομένην”, σταματάω. Το μυαλό μου εξακολουθεί να σκαλώνει και να επαναλαμβάνει σαν μάντρα “πέπονθα-επεπόνθην” και “λέληθα-ελελήθην”. Πασχίζω ακόμη να θυμηθώ τι σημαίνει προληπτικό κατηγορούμενο, τι σχήμα συμφύρσεως και τι υπερβατόν. Ιδρώνω στην ανάμνηση των μαθητικών μου ονείρων, όπου ο συμπαθέστατος Τζάρτζανος με κυνηγούσε να μου πάρει το κεφάλι με τα δύο “τζ” του ονόματός του.
Τα αρχαία ελληνικά τα ερωτεύθηκα, χρόνια μετά, στο πανεπιστήμιο. Τότε που ήμουνα έτοιμος και ώριμος να ερωτευθώ τον ήχο, τον ρυθμό, την οικονομία της γλώσσας. Τα έμαθα για να μπορώ να αποστηθίζω από το πρωτότυπο φράσεις από τον Οιδίποδα, τις Βάκχες, τον Φιλοκτήτη. Τα έμαθα για τον έρωτα που μου ενέπνευσε για τους αρχαίους λυρικούς ο Αριστόξενος Σκιαδάς. “Φιλόλογοι, γαϊδούρια!” φώναζε ο καθηγητής στο κατάμεστο αμιφιθέατρο, και σκάγαμε στα γέλια. Κι ύστερα άνοιγε μπροστά μας, σαν θαύμα, τους στίχους του Αρχίλοχου και της Σαπφούς. Μετά ο Σκιαδάς χάθηκε. Οι φοιτητές λέγαμε μεταξύ μας πως τρελάθηκε και τον κλείσανε στο ψυχιατρείο. Αλήθεια, ψέματα, δεν ξέρω. Ένα πρωί, καιρό μετά, ανοίξαμε μ’ ένα συμφοιτητή την πόρτα ενός αμφιθεάτρου. Στην έδρα, ο εξαφανισμένος Σκιαδάς, καθισμένος σε αναπηρικό κάθισμα. Και δίπλα του μια νοσοκόμα με τη στολή της. Ο Σκιαδάς μίλαγε δυνατά. Δίδασκε αρχαίους λυρικούς. Το αμφιθέατρο ήταν άδειο. Ο Σκαδάς δίδασκε στα έδρανα.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η εικόνα παραμένει -για μένα- μια εμβληματική αποτύπωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, που το μεταρρυθμίζουν κάθε τόσο τα γινάτια των αρμοδίων υπουργών και οι ιδεοληψίες των πολιτικών τους προϊσταμένων. Αυτό το σύμφυρμα εθνικισμού και λαϊκισμού που επαναλαμβάνει αυτάρεσκα την οιδιπόδεια συντριβή: Τις πράξεις μας τις πάθαμε, δεν τις κάναμε».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News