Μεγάλη υπόθεση κάθε ταξίδι που αξιώνεσαι και απίστευτα ενδιαφέρον το τι κρατάει η μνήμη σου από το ταξίδι. Με μαγεύει το casting τού νου. Ποια θεωρεί σημαντικά για να κρατήσει και ποια όχι. Να! Κοίτα πώς έμεινε εκείνη η νύφη με το κατακόκκινο νυφικό και τα χρυσαφικά της, μικρό κορίτσι και ο γαμπρός δίπλα της, παιδί κι αυτός, κι έβγαζαν γαμήλιες φωτογραφίες μέσα στο δάσος. Πόσο αθώα ήταν τα βλέμματά τους! Παιδιά σε μια σκηνή σαν από παραμύθι. Και εκείνη η γιαγιά με τη φορεσιά της, που μας κέρασε το πιο μυρωδάτο τσάι και μας ποζάρισε δίπλα στη σόμπα της και τη ρωτήσαμε «πόσων χρόνων είστε;» και είπε την ίδια ηλικία με τη δικιά μας και μουγγαθήκαμε. Και εκείνα τα παπούτσια στη σειρά, έξω από τις πόρτες τους και οι παντόφλες που αυτόματα σου προσφέρουν τόσο φιλόξενα. Και τα χεράκια τους, όπως τα σταυρώνουν στωικά, παλιομοδίτικα και σε κοιτάζουν σαν να είναι από ένα τόσο μακρινό «κάποτε» ή σαν να βγήκαν από ταινία που είδες στο Netflix. Οι Πομάκες στάθηκαν στη μνήμη μου.
Οι Πομάκοι είναι μια ξεχωριστή σελίδα στην ιστορία της Θράκης. Πώς να καταφέρει κανείς σε ένα χρονογράφημα να μεταφέρει τις τόσο πολλές εκδοχές για την καταγωγή τους, για την ονομασία τους; Πώς να μεταφέρει τη μακρά Ιστορία τους; «Οι Βούλγαροι προσπαθούσαν να τους εκβουλγαρίσουν. Το μπόρεσαν μόνο γλωσσικά, καθώς η συνείδηση των Πομάκων παρέμεινε ελληνική. Στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας εξαναγκάσθηκαν σε εξισλαμισμό». Ομως ο Π. Παπαχριστοδούλου σημειώνει «Οι Τούρκοι τους θεωρούν Τούρκους, ενώ είναι απλώς Μωαμεθανοί εξισλαμισθέντες τον 17ο αιώνα. Τούτο το βεβαιώνει και η φυσιογνωμία τους η ελληνικότατη. Το βεβαιώνουν τα πανάρχαια ελληνικά ήθη και έθιμα και η ανάμνηση που έχουν για την ελληνική καταγωγή τους, πράγμα που είναι και η αιτία να συμπαθούν τους Έλληνας, ώστε να εκδηλώνουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο την προτίμησή τους προς την Ελλάδα αντί προς τη Βουλγαρία».
Η ιστορία των Πομάκων και της σχέσης τους μαζί μας μετράει και πολλά λάθη από μεριάς μας. Όπως, για παράδειγμα, την αποδοχή της ίδρυσης τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή το 1930 επί Ελ. Βενιζέλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. «Ο σκοτεινός και ανθελληνικός ρόλος του προξενείου μέχρι τις μέρες μας είναι πανθομολογούμενος», αλλά και «Το μεγαλύτερο, ίσως, λάθος της Ελλάδας στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας έγινε το 1953 από την κυβέρνηση Παπάγου. Μετά από διάβημα του τούρκου πρεσβευτή στην Αθήνα, Τζεμίλ Χουσνί Ταράν, δόθηκε εντολή να χρησιμοποιείται για τη μειονότητα ο όρος “τουρκική” αντί του “μουσουλμανική”. Μάλιστα, διατάχθηκε αυτό να αναγράφεται και στις πινακίδες των σχολείων τους. Προς τιμήν τους, οι Πομάκοι αρνήθηκαν να εκτελέσουν τη διαταγή. Μόνο ένα (του Εχίνου) από τα 76 σχολεία του Νομού Ξάνθης άλλαξε την πινακίδα του».
Το σίγουρο είναι ότι η ανάλυση του DNA των Πομάκων επιβεβαιώνει ότι «βρίσκονται γενετικά πλησιέστερα προς τους Ευρωπαίους και τους Ελληνες», ότι η Συνθήκη της Λωζάνης καταστρατηγείται πολλάκις από την Τουρκιά και ότι, ευτυχώς στις μέρες μας, οι μπάρες που τους κρατούσαν απομονωμένους δεν υπάρχουν πια και οι ανεμπόδιστες σχέσεις των ανθρώπων μπορεί να φέρουν καλύτερα αποτελέσματα από την πολιτική.
Σας έγραψα ήδη ότι οι Πομάκες έμειναν στη σκέψη μου… Αυτές και η δύσκολη ακροβασία τους. Το ένα πόδι σε ένα «χθες» ασφυκτικό, υποταγμένο στην αδιαπραγμάτευτη ανδρική εξουσία, το άλλο πόδι σε ένα παρόν που επίσης πιέζει ασφυκτικά, με εκ διαμέτρου αντίθετες αρχές. Της παιδείας, της μόρφωσης, της οικονομικής αυτονόμησης, της ανεμπόδιστης επιλογής συντρόφου… Στοιχειώδη για «Μια» όλη κι όλη ζωή. Σε ποιον, αν όχι στον εαυτό σου, τη χρωστάς; «Με πάντρεψαν 13 ετών. Ο άνδρας μου ήταν 19. Ηθελα να ξεφύγω από τη γονεϊκή πίεση, τις βαριές δουλειές στο σπίτι και στο χωράφι. Αλλά μόλις παντρεύτηκα, διαπίστωσα ότι μου έμελλε να δουλέψω για μεγαλύτερο “χωράφι”», λέει η Εμινέ. Και σε μια άλλη στιγμή τής κουβέντας της, συμπλήρωσε «Πρέπει να αναγνωρίσω στον πρώην άνδρα μου ότι ήθελε μια γυναίκα ξύπνια. Ε, εγώ παραξύπνησα και τον χώρισα. Μετά από 20 χρόνια γάμου ελευθέρωσα κι εκείνον και εμένα. Αλλη ήθελε να παντρευτεί, αλλά έκανε ό,τι τον διέταξαν οι γονείς του».
Ακούω τη δυναμική Εμινέ να μιλάει και δεν με ξεγελάνε τα γέλια της. Μπορώ να αποκρυπτογραφήσω τη θλίψη για τα χρόνια που έχασε. Τρέχει να «τα πιάσει» τώρα. Μελετάει, επιμελέστατη μαθήτρια. Εκείνη στο σχολείο, τα παιδιά της στο πανεπιστήμιο. Ενα δυναμικό τετραπέρατο πλάσμα. Ομως… Μπορώ να αποκρυπτογραφήσω την πίκρα της γυναίκας που έσταζε μέσα της από κάποιον που «της» έκανε παιδιά, ενώ άλλη ποθούσε. Το γινάτι των χαμένων χρόνων τους. «Ελευθέρωσα κι εκείνον και εμένα».
Γεια σου βρε γυναίκα! Πώς τα κατάφερε ετούτο το πλάσμα και ξέφυγε από την πεπατημένη; Πώς γράπωσε το τιμόνι της ζωής της; Εύκολες τις έχετε τέτοιες συμπεριφορές σε τούτα τα χώματα; Μάχη! Αλλά πόσες και πόσες «Εμινέ»; Το ίδιο ακριβώς σκέφτηκα και σ’ εκείνο το κατάστημα που έστησε μια ομάδα γυναικών. Εργα των χεριών τους, με τόσο σύγχρονο σχεδιασμό και αδιανόητα τολμηρούς συνδυασμούς χρωμάτων. Λες και σ’ αυτά διοχετεύουν όλη την εσωτερική ορμή τους για ζωή. Βουρκώνω από συγκίνηση στη σκέψη ότι μόλις φύγαμε θα μετρούσαν τις εισπράξεις τους και θα πετούσαν από χαρά!.. Βήμα το βήμα σε έναν δρόμο απελευθέρωσης… Εύκολα τα έχετε τα βήματα;
Α ρε γυναίκες! Γυναίκα κι εκείνη που άνοιξε το παράθυρό της και μας κοίταξε με θυμό, ενώ μας έδειχνε το κεφάλι της για να μας νουθετήσει ότι κυκλοφορούμε χωρίς μαντίλα. Επρεπε να δείτε το βλέμμα της…Φωτιά! Γυναίκες και γυναίκες. Μη φανταστείτε γραφικότητα στα Πομακοχώρια. Αν το λέει η ψυχή σας, θα ακούσετε τον σιγανό αναστεναγμό ενός «πριν» που θέλει να κερδίσει όσα έχασε, ενώ πολλά τού ανθίστανται. Στα Πομακοχώρια μπορεί να νιώσει κάποιος τα ιερά μεσοδιαστήματα της Ιστορίας που δεν καταγράφονται στις σελίδες της αλλά στο πετσί των ανθρώπων και στις μάχες της μικροϊστορίας τους.
Ενα απόγευμα μας βρήκε στην Ξάνθη. Στην παλιά της πόλη…Ηταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Εκείνα τα μεγαλοπρεπή σπίτια της που προδίδουν ένα οικονομικά εύρωστο παρελθόν, κυρίως από τα καπνά, την καλλιέργεια, την επεξεργασία, τη διακίνησή τους. Μέγαρα πετάγονται απρόσμενα στις ανηφόρες και στις κατηφόρες της και κόβεται η ανάσα σου από την ομορφιά τους. Σε ποια χώρα βρίσκομαι; Πόσες χώρες έχει η χώρα μου! Να και «Το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι». Για την ακρίβεια, το σπίτι όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Ενα αριστούργημα αρχιτεκτονικής ενός ζάπλουτου εβραίου καπνέμπορα.
Ο ακριβός μου Μάνος Χατζιδάκις. Της Αθανασίας. Χαϊδεύει η μνήμη εκείνον και τη Φλέρυ «του». Σιγοτραγουδάω. Μου άρεσε ότι έζησε εκεί τα πρώτα χρόνια των παιδικών καταγραφών. Θα μου άρεσε περισσότερο αν η οδός έφερε το όνομά του, αν εκεί μπορούσα να ακούσω το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» κάθε στιγμή της ημέρας… Στον δρόμο «του», να παίζει τη μουσική του! Ξέρω, είναι τρελή ιδέα. Με ξεσήκωσε η αισθητική των ιδιωτών. Εκείνο το πανέμορφο, αμιγώς βιβλιοπωλείο, το Bookstore στον ίδιο δρόμο, δηλαδή στην Ελ. Βενιζέλου 29. Εκείνα τα καλαίσθητα μπαράκια. Εκείνο το «Σπίτι της σκιάς», που οπωσδήποτε να επισκεφτείτε, ενός ευρηματικού μυαλού του Τριαντάφυλλου Βαΐτση, που ξεκίνησε ως μηχανικός για να εξελιχθεί σε έναν τολμηρό καλλιτέχνη που στις σκιές φανερώνει «πράματα και θάματα ». Πώς από εκείνα τα ανακυκλώσιμα υλικά βγαίνουν στα σκοτάδια μας έργα τέχνης και σκέψης; Πώς μας συνδέει με την παιδική μας ηλικία σε εκείνα τα αξημέρωτα, εξαναγκαστικά «Κοιμήσου! Και μην ακούσω κιχ!». Κι εμείς; Τι να κάνουμε; Παίζαμε με το σκοτάδι!.. (Να είναι καλά ο Νίκος που «πίεσε» την επίσκεψή μου).
Το βράδυ μας βρήκε στο εστιατόριο «Παλαιά Πόλις» (εννοείται στην Παλιά Πόλη). Για το φαγητό τι να σας πω; Φτάνει αυτό που είπα στην αεικίνητη, φιλόξενη ιδιοκτήτριά, την Ελένη Κηπουρού. «Αν ξημερωθώ, θα είναι θαύμα, αλλά χαλάλι σας με τέτοιες νοστιμιές!». Δεν έμεινε τίποτα να μην το δοκιμάσουμε.
Στην Ξάνθη θα ευχαριστηθείτε την κουζίνα μιας Ανατολής που κλείνει το μάτι σε μια Δύση. Η Θράκη είναι ιδιαίτερος προορισμός. Είναι ένα αεράκι που φέρνει κάτι… Εκεί που δεν το περιμένεις… Να, όπως η επίσκεψη σε ένα κόσμημα μουσείο, το Αρχαιολογικό των Αβδήρων, που καμαρώνει την ευρωπαϊκή του διάκριση. Οπωσδήποτε να επισκεφτείτε «Τη Μέκκα των Ελλήνων διανοητών της αρχαιότητας». Και ας μελαγχολήσετε στο τέλος της επίσκεψης παρατηρώντας το «Πωλητήριό» του. Να δω πότε επιτέλους θα μάθουν τα Μουσεία μας να έχουν και εισπράξεις! Αλλά στα «οπωσδήποτε» και η επίσκεψή στο Οχυρό Νυμφαίας, το νεότερο Στρατιωτικό Μουσείο της «Γραμμής Μεταξά»… (Πώς και δεν το μετονομάσαμε «Γραμμής του Λαού»; Καθώς, όπως συχνά επικαλούμαστε, «το Οχι δεν το είπε ο Μεταξάς, αλλά ο Ελληνικός Λαός»; Αστειεύομαι, σατιρίζοντας τον τρόπο που μελετούσαμε την Ιστορία μας ανέκαθεν).
Σε κείνα τα χώματα ερχόμαστε σε επαφή με τις σελίδες της Ιστορίας μας που έτρεμαν και ετοιμάστηκαν για τον «Κίνδυνο εκ Βουλγαρίας». Τόσο που ο ύψιστος, «Ο κίνδυνος εκ Τουρκίας», έχει ξεθωριάσει όλες τις άλλες ματωμένες σελίδες μας. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα επίσκεψη, μια ευκαιρία που δεν θα έχετε άλλη στη ζωή σας. (Οσο βέβαια άντεξα ως κλειστοφοβική). Στη σιγαλιά του τοπίου, στο τέρμα Ελλάδα, έπιασα την κουβέντα με έναν στρατιώτη Πομάκο που υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του στη μητέρα Ελλάδα. Και ενώ ήμουν «πλήρης» ηρωικής πατρίδας, ξαφνικά ακούστηκε ο μουεζίνης για προσευχή από τον μιναρέ του.
Η Θράκη είναι ένας γοητευτικός, ιδιαίτερος προορισμός. Και όπως επιμένει η φίλη μου η Αννα, πρέπει κάθε χρόνο όλοι μας να τη βάζουμε στο πρόγραμμά μας. Τιμής ένεκεν. Στο άκρο της πατρίδας μας. Στις συνδέσεις των ανθρώπων. Στις ενώσεις τους. Στα μονοπάτια συνάντησης που ανακαλύπτουν και παλεύουν διχασμούς. Οι άνθρωποι βρίσκουν πάντα τον τρόπο. Θράκη… Εις το επανιδείν… Δίκιο έχει η Αννα.
ΥΓ. (Αφιερώσεις όπως στα παλιά ραδιόφωνα) Κορίτσια… Ολες σας «μία και μία» στη μνήμη ενός ταξιδιού. Τι ωραία που περάσαμε! Θα έχουμε να θυμόμαστε. Με έναν κωδικό… Τσουπ! Μια σταγόνα μνήμης. «Στροφή!». Αγαπητέ Αντώνη, η ξενάγησή σου ήταν η επιτομή της ξενάγησης. Νίκο, Κωνσταντίνε, αριστεύσατε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News