«Διερωτηθείτε: Σας μοιάζω για ριζοσπάστη σοσιαλιστή; Αλήθεια;». Πέρυσι το καλοκαίρι, όντας κλεισμένος στο υπόγειο του σπιτιού του στο Ντέλαγουερ εξαιτίας της πανδημίας, με αυτό το ρητορικό ερώτημα ο Τζο Μπάιντεν διαβεβαίωνε τους αμερικανούς ψηφοφόρους για τη μετριοπάθεια του.
Το επιτελείο του Ντόναλντ Τραμπ τον παρουσίαζε ως έναν υπέργηρο πολιτικό που έχανε τα λόγια του και βρισκόταν στα πρόθυρα της άνοιας και ήταν, κατά συνέπεια, έρμαιο μίας ακροαριστερής φράξιας που ήθελε να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε μία τεράστια Βενεζουέλα, πυρπολώντας, συγχρόνως, τις αμερικανικές μητροπόλεις.
Σήμερα, όμως, ένα από τα μακροβιότερα μέλη του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, κρατώντας πλέον τα ηνία της χώρας, αποδεικνύεται πολύ πιο ριζοσπάστης από τους περισσότερους (εάν όχι από όλους) τους προκατόχους του, προωθώντας πραγματικά ριζικές μεταρρυθμίσεις, σχεδόν αδιανόητες έως πρόσφατα, και δαπανώντας πάρα πολλά δισεκατομμύρια δολάρια με στόχο να αλλάξει την Αμερική. Και κάνει ό,τι κάνει, δίχως να προκαλεί έντονες αντιδράσεις ή να παρεμποδίζεται στο έργο του.
Πριν από περισσότερο από μία δεκαετία οι Ρεπουμπλικάνοι επέκριναν τον Μπαράκ Ομπάμα ως σπάταλο ριζοσπάστη μολονότι έκανε χαμηλότερες δαπάνες. Σήμερα, όμως, παρόμοιες αιτιάσεις εναντίον του Μπάιντεν δεν εκφράζονται. Εχοντας αυτά κατά νου ο Τζανάν Γκανές των Financial Times, υποστηρίζει σε άρθρο του πως η περίπτωση του νυν αμερικανού προέδρου αποδεικνύει πως «μόνον ένας δηλωμένος μετριοπαθής» μπορεί να κερδίσει την εξουσία με μία αριστερή (ΣΣ: διάβαζε σοσιαλδημοκρατική για τις ΗΠΑ) πλατφόρμα και να κυβερνήσει στη συνέχεια με αυτήν. Οι δηλωμένοι ριζοσπάστες είτε δεν εκλέγονται είτε παρεμποδίζονται από τους αντιπάλους τους.
Κανένας δεν περίμενε από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ το New Deal, ούτε τα πολιτικά δικαιώματα από τον Λίντον Τζόνσον. Αντιθέτως ο Τζον Κένεντι και ο Μπαράκ Ομπάμα, ήταν νέοι, πομπώδεις και φιλόδοξοι και επιδίωκαν να παρουσιάζονται ως φορείς αλλαγής. Ωστόσο πλήρωσαν αμφότεροι (ο Κένεντι με τραγικό τρόπο) το τίμημα της υπερβολικής τους προβολής.
Χάρη στη φαινομενική μετριοπάθειά του ο Τζο Μπάιντεν κυβερνά σήμερα πιο ριζοσπαστικά από όσο θα μπορούσε να κυβερνήσει ο δηλωμένος ριζοσπάστης και σοσιαλιστής Μπέρνι Σάντερς, επισημαίνει ο αρθρογράφος των Financial Times και η επιχειρηματολογία του δεν στερείται συνοχής.
Το ότι ο Τζο Μπάιντεν ήταν, έως την εκλογή του στην προεδρία, ένας κατεξοχήν μετριοπαθής πολιτικός, υποστηρίζει και ο Εζρα Κλάιν, αρθρογράφος των New York Times. «Τον κάλυψα στη Γερουσία, στον Λευκό Οίκο του Ομπάμα, στον απολογισμό της ήττας του Δημοκρατικού Κόμματος από τον Τραμπ. Ο Μπάιντεν σπάνια ήταν, εάν όχι ποτέ, η φωνή που ζητούσε μετασχηματιστικές αλλαγές», αναφέρει καταρχάς σε εκτενές δημοσίευμά του. Κρατώντας, ωστόσο, τα ηνία των ΗΠΑ, ο 46ος πρόεδρος των ΗΠΑ, μέσα σε λιγότερο από τρεις μήνες που ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του, αποδεικνύεται εξόχως μεταρρυθμιστικός και ριζοσπάστης.
Οφείλεται αυτό στο γεγονός πως οι ΗΠΑ, όπως όλος ο κόσμος, βρίσκονται αντιμέτωπες με μία πρωτόγνωρη απειλή, οπότε ο ηγέτης τους καλείται να κυβερνήσει εξίσου πρωτόγνωρα; «Η χώρα βρίσκεται σε κρίση και ο Μπάιντεν κάνει ό,τι πρέπει να κάνει», αναφέρει ο Κλάιν.
Ωστόσο ο μεταρρυθμιστικός οίστρος του γηραιού προέδρου δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τον κορονοïό. Την πανδημία αφορά το American Rescue Plan, το πρόγραμμα ανάκαμψης ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων. Tο American Jobs Plan και το επικείμενο American Family Plan ξεπερνούν την πανδημία.
Μάλιστα, σύμφωνα με τον Εζρα Κλάιν, τα εν λόγω πακέτα Μπάιντεν αποτελούν στο σύνολό τους «ένα δριμύ κατηγορώ εναντίον του προ της πανδημίας στάτους κβο» που συνέβαλε στην καταστροφή και των ανθρώπων και του πλανήτη, «ενός στάτους κβο στην οικοδόμηση του οποίου σε πολλές περιπτώσεις βοήθησε και ο Μπάιντεν και σίγουρα δεν έδειχνε πρόθυμος να ανατρέψει».
Θέλοντας να κατανοήσει γιατί ο πρόεδρος Μπάιντεν αποστασιοποιείται με τον πλέον ηχηρό τρόπο από τον Μπάιντεν των προηγούμενων πολλών δεκαετιών, ο Εζρα Κλάιν, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων μηνών, συνομίλησε με μέλη του πολιτικού προσωπικού του Λευκού Οίκου, με Δημοκρατικούς γερουσιαστές και βουλευτές, με πολιτικούς επιστήμονες αλλά και με επικριτές του. Πλέον θεωρεί ότι ο αναπάντεχος και πρωτοφανής ριζοσπαστισμός του αμερικανού προέδρου μπορεί να ερμηνευθεί με τέσσερις τρόπους τους οποίους απαριθμεί στην ανάλυσή του.
Η ριζοσπαστικότητα του Τζο Μπάιντεν εξηγείται καταρχάς μέσα από το πρίσμα της θεσμικής κατάρρευσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και της αμερικανικής Δεξιάς. Πριν από τον Μπάιντεν, όλοι οι Δημοκρατικοί χάρασσαν τις πολιτικές τους πάνω σε δικομματική βάση, επιδιώκοντας να προσελκύσουν ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων ή, έστω, να κατευνάσουν τους επικριτές τους.
Για αυτόν τον λόγο στον πρώτο προϋπολογισμό του Μπιλ Κλίντον προβλεπόταν μείωση των δαπανών και ο Μπαράκ Ομπάμα συμπεριέλαβε στην υγειονομική του μεταρρύθμιση (Obamacare) κάποιες από τις προτάσεις του Μιτ Ρόμνεï, του ρεπουμπλικάνου αντιπάλου του στις προεδρικές εκλογές του 2012. «Και ως γερουσιαστής και ως αντιπρόεδρος ο Μπάιντεν στήριζε αυτήν την προσέγγιση. Πάντα πίστευε πως μία δικομματική συμφωνία μπορούσε να επιτευχθεί και συνήθως θεωρούσε πως ήταν αυτός ο άνθρωπος που μπορούσε να το κάνει», γράφει ο Κλάιν.
Ωστόσο εξαιτίας του ανηλεούς πολέμου που διεξήγαγαν συστηματικά οι Ρεπουμπλικάνοι κατά του Μπαράκ Ομπάμα και της σχεδόν πλήρους υποταγής τους, στη συνέχεια, στις όποιες βουλές του Ντόναλντ Τραμπ, τόσο ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν όσο και οι κύριοι σύμβουλοι του νυν αμερικανού προέδρου και η πλειονότητα των Δημοκρατικών βουλευτών και γερουσιαστών, έπαψαν να πιστεύουν πως οι Ρεπουμπλικάνοι θα μπορούσαν (έστω υπό προϋποθέσεις) να στηρίζουν κάποιες από τις βασικές πολιτικές των Δημοκρατικών Αλλαξαν, οπότε, άρδην τη στρατηγική τους.
Σήμερα, γνώμονα του Μπάιντεν αποτελούν «ιδεολογικές τάσεις» που εντοπίζονται στην Αριστερά ενώ οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν να συνθέσουν πολιτικές που θα μπορούσαν να στηρίξουν κάποιοι από τους συντηρητικούς ψηφοφόρους, ακόμη και εάν οι ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και γερουσιαστές διαφωνούν. Οι Δημοκρατικοί εξακολουθούν να θεωρούν πως η συναίνεση στο Κογκρέσο είναι εφικτή. Η κυβέρνηση Μπάιντεν, ωστόσο, ζητάει εμμέσως, μέσω των πολιτικών της, από τους Ρεπουμπλικάνους να το αποδείξουν.
Στην ανάδειξη του πρωτόγνωρου ριζοσπαστισμού του Μπάιντεν συνέβαλε σημαντικά και το γεγονός πως μία σειρά από κρίσεις δημιούργησε μία νέα γενιά πολιτικών στελεχών στους κόλπους των Δημοκρατικών. Σήμερα στην Ουάσιγκτον εικοσάρηδες και τριαντάρηδες καταπιάνονται με τους αριθμούς, γράφουν τους λόγους, καταρτίζουν τα νομοσχέδια και ενημερώνουν τα επιτελικά στελέχη. «Και υφίσταται μία αισθητή διαφορά μεταξύ των πολιτικών στελεχών που διαπλάστηκαν κατά τα χρόνια του στασιμοπληθωρισμού, της ανόδου του ριγκανισμού και της οικονομικής άνθησης του Κλίντον, και εκείνων που ενηλικιώθηκαν κατά τη διάρκεια των χρηματοπιστωτικών κρίσεων, της εκτίναξης του ιδιωτικού χρέους, της διευθέτησης των φυλετικών διαφορών και της κλιματικής κρίσης».
Ο Εζρα Κλάιν συνομίλησε, μεταξύ άλλων, με τον 43χρονο Μπράιαν Ντις, πρώην οικονομικό σύμβουλο στον Λευκό Οίκο του Μπαράκ Ομπάμα και νυν επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου των ΗΠΑ, o οποίος σημείωσε τα εξής: «Εργαστήκαμε πολύ κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας για να κατανοήσουμε ποιες είναι οι ρίζες της οικονομικής ανισότητας». «Η επόμενη γενιά οικονομολόγων επαναστατεί κατά της προηγούμενης, εστιάζοντας στην ανισότητα, όπως η δική μου γενιά επαναστάτησε κατά της προηγούμενης, εστιάζοντας στα κίνητρα, και αυτό είναι κάτι καλό», επισήμανε από την πλευρά του ο Λάρι Σάμερς, υπουργός Οικονομικών επί Κλίντον και επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου επί Ομπάμα.
Στο να καταστεί ένας ριζοσπάστης πρόεδρος o Μπάιντεν συνέβαλε και το ότι εμπιστεύεται λιγότερο, τουλάχιστον σε σχέση με τους προηγούμενους Δημοκρατικούς προέδρους, τους οικονομολόγους. «Η διαρκής απογοήτευση του Ομπάμα ήταν ότι οι πολιτικοί δεν αντιλαμβάνονταν την οικονομία. Η διαρκής απογοήτευση του Μπάιντεν είναι ότι οι οικονομολόγοι δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική. Πολλοί οικονομολόγοι, εντός και εκτός της κυβέρνησης Μπάιντεν, μου είπαν ότι σε αυτήν την κυβέρνηση, οι οικονομικοί και οι χρηματοπιστωτικοί σύμβουλοι απλά ασκούν πολύ μικρότερη επίδραση σε σχέση με προηγούμενες κυβερνήσεις», εξηγεί ο Εζρα Κλάιν.
Φυσικά και ο λόγος της Τζάνετ Γέλεν, της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, έχει βαρύνουσα σημασία αλλά οι φωνές των οικονομολόγων δεν είναι οι κυρίαρχες εντός της κυβέρνησης Μπάιντεν. «Το υπόβαθρο αυτής της κυβέρνησης είναι οι αποτυχίες της προηγούμενης γενιάς οικονομικών συμβούλων. Δεκαπέντε χρόνια χρηματοπιστωτικών κρίσεων, καλπάζουσας ανισότητας και αλλεπάλληλων πανικών χρέους, αμαύρωσαν την οικονομική ειδημοσύνη. Αλλά ο πυρήνας του ζητήματος είναι το κλίμα».
Ο Κλάιν επικαλείται την Φελίσια Γουόνγκ, πρόεδρο του Ινστιτούτου Ρούσβελτ, η οποία δήλωσε πως η κλιματική κρίση «δεν αποτελεί μία αποτυχία της αγοράς αλλά συνέπεια μιας αγοράς που ενθάρρυνε την καταστροφή». Σήμερα, δεδομένων των τρομακτικών διαστάσεων που έχει λάβει το πρόβλημα και της επιτακτικής ανάγκης να αντιμετωπιστεί άμεσα, η κυβέρνηση Μπάιντεν είναι έτοιμη να διαδραματίσει καίριο ρόλο, προσεγγίζοντας την κλιματική κρίση ως πρόβλημα που αφορά περισσότερο την πολιτική παρά την οικονομία.
Ειδικά όσον αφορά τους πολιτικούς κινδύνους, ο Μπάιντεν και οι σύμβουλοί του έλαβαν σοβαρά υπόψη τα διδάγματα της προεδρίας Ομπάμα. Ο πρώτος αφροαμερικανός πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ και το επιτελείο σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες: απέτρεψαν μία νέα μεγάλη ύφεση, προέβησαν στην αναρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, προσέφεραν ιατροφαρμακευτική κάλυψη σε περισσότερους από είκοσι εκατομμύρια πολίτες.
Αλλά οι Δημοκρατικοί έχασαν τη Βουλή το 2010, τερματίζοντας πρακτικά το νομοθετικό έργο του Ομπάμα, το 2014 έχασαν και τη Γερουσία, το 2016 κέρδισε ο Ντόναλντ Τραμπ την προεδρία και στη συνέχεια οι Δημοκρατικοί απώλεσαν και τον έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για μία γενιά. «Πολλοί που υπηρέτησαν υπό τον Ομπάμα και τώρα συμμετέχουν στην κυβέρνηση Μπάιντεν, θεωρούν πως εστίασαν ιδιαίτερα στους οικονομικούς κινδύνους και αμέλησαν τους πολιτικούς κινδύνους – και δεν μπορείς να ασκήσεις σωστή οικονομική πολιτική εάν χάσεις την πολιτική ισχύ», υπενθυμίζει ο Κλάιν.
Ο Μπάιντεν και οι συνεργάτες του φοβούνται πως εάν αποτύχουν, ένας νέος Τραμπ (εάν όχι ο ίδιος) θα μπορούσε να ανακαταλάβει την εξουσία. Για αυτό έσπευσε η κυβέρνησή του να προσφέρει σε όλους σχεδόν τους Αμερικανούς επίδομα ύψους 1.400 δολαρίων, αγνοώντας τις όποιες, ακόμα και τις φίλιες, επικρίσεις. «Εάν δεν δείξουμε στους ανθρώπους ότι βοηθάμε τους αδύναμους, αυτή η χώρα θα μπορούσε να επιστρέψει στον Τραμπ πολύ γρήγορα», ανέφερε ένας από τους οικονομικούς συμβούλους τουν.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του Εζρα Κλάιν αναφέρει πως ο νέος πρόεδρος μπορεί όντως να αλλάξει εκ βάθρων την Αμερική επειδή «είναι ένας πολιτικός με την πιο καθαρή σημασία της λέξης». Θεωρεί πως ο ρόλος του έγκειται, εν μέρει, στο να διαισθάνεται τι χρειάζεται και τι θέλει η χώρα και τι θα μπορούσαν να αποδεχτούν ή να απορρίψουν οι πολίτες, και στη συνέχεια να εργάζεται εντός του πλαισίου που προκύπτει. Χάρη στην εν λόγω ευελιξία του, ο Μπάιντεν είχε και εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να αλλάζει συγχρόνως με τη χώρα του.
Οταν το κλίμα ήταν πιο συντηρητικό, όταν ιδέα του κρατικού παρεμβατισμού τρόμαζε τους πολίτες και «οι αρετές της ιδιωτικής πρωτοβουλίες άστραφταν», ο Μπάιντεν ζητούσε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και προειδοποιούσε για τις μητέρες που λάμβαναν κρατικά επιδόματα ενώ οδηγούσαν πολυτελή αυτοκίνητα.
Στη συνέχεια, όμως, άλλαξε η χώρα και άλλαξε και ο Μπάιντεν. Χάρη σε μία νέα γενιά που αναζωογόνησε την αμερικανική Αριστερά αλλά και στον αεικίνητο Μπέρνι Σάντερς ο οποίος απέδειξε μέσω δύο προεκλογικών εκστρατειών την ισχύ των πολιτικών που προωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες. «Οι στάσιμοι μισθοί και ο κόσμος που υπερθερμαίνεται και ο Τυφώνας Κατρίνα και ένας πανδημικός ιός απέδειξαν ότι υπάρχουν πιο τρομακτικές φράσεις στην αγγλική γλώσσα από την “Είμαι από την κυβέρνηση και βρίσκομαι εδώ για να βοηθήσω”, όπως το έθεσε ο Ρόναλντ Ρίγκαν», καταλήγει ο Κλάιν.
Ακόμα και όταν ο Μπάιντεν συμμετείχε στην κούρσα για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών ως ένας μετριοπαθής υποψήφιος, είχε ήδη μετατοπιστεί προς την Αριστερά, σε σχέση με όλα όσα υποστήριζε κατά το παρελθόν. Στη συνέχεια, ωστόσο, κατά το τελικό στάδιο της προεκλογικής εκστρατείας, αντί να επιστρέψει προς το Κέντρο, κινήθηκε ακόμη πιο αριστερά, ενώ το ίδιο έκανε και αφότου ανέλαβε την εξουσία.
Πλέον ο Τζο Μπάιντεν αποδεικνύει με τα λόγια και, κυρίως, με τις πράξεις του πως ανευθυνότητα δεν είναι να δαπανώνται χρήματα για την αντιμετώπιση των όποιων κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων, ανευθυνότητα είναι να αφήνονται στην τύχη τους τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και να διογκώνονται. Το βασικό χαρακτηριστικό της νέας αμερικανικής κυβέρνησης είναι ο φόβος ότι δεν κάνει αρκετά, όχι ότι κάνει πάρα πολλά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News