«Ο Δαλιανίδης ήταν άνθρωπος της επαφής, πώς να το πω, της ζωής. Δεν έκανε ταινίες διανοουμενίστικες. Οι ταινίες του αφορούσαν τον λαό, τον πολύ κόσμο. Ολοι είχαμε κάνει ταινίες πριν από τον Γιάννη που δεν πήγαν καλά. Οταν ξεκίνησε ο Γιάννης, η αιτία ήταν ο Φίνος βέβαια, το Α και το Ω του κινηματογράφου. Ημασταν όμως κι εμείς ωραίοι ηθοποιοί! Για καθέναν από εμάς ο Γιάννης έβρισκε τον ρόλο που του πήγαινε, τον χαρακτήρα του, κατάλαβες; Ο Ηλιόπουλος, η Βλαχοπούλου, ο Βουλγαρίδης, η Λάσκαρη, η Καραγιάννη, όλοι…»: αυτά είχε πει κάποτε για τον Γιάννη Δαλιανίδη ο Κώστας Βουτσάς, ένας από τους ηθοποιούς που αναδείχτηκαν σε μεγάλους αστέρες δίπλα του.
Ο Κώστας Βουτσάς έχει απόλυτο δίκιο. Ο Γιάννης Δαλιανίδης, ο οποίος έφυγε από τη ζωή μία μέρα σαν κι αυτή, στις 16 Οκτωβρίου 2010 σε ηλικία 87 ετών, δεν έκανε διανοουμενίστικες ταινίες. Οι ταινίες του αφορούσαν όντως τον λαό, τον πολύ κόσμο. Το πολύ ενδιαφέρον με την περίπτωση του συγκεκριμένου σκηνοθέτη των 71 ταινιών και των μεγάλων επιτυχιών, ήταν ότι όσο καλός ήταν στο να παραμένει στον αφρό, άλλο τόσο καλός ήταν στο να κάνει κατάδυση στον ελώδη βυθό της ελληνικής κοινωνίας.
Είχε το ταλέντο να αναδεικνύει τόσο την πολύχρωμη και ανάλαφρη πλευρά της ζωής μέσα από τα μιούζικαλ, όσο και τη ζοφερή ασπρόμαυρη, εστιάζοντας σε ακανθώδη κοινωνικά θέματα, όπως οι εκτρώσεις, ο τεντιμποϊσμός και οι συνθήκες ζωής στο αναμορφωτήριο. Τα happy end με τους ομαδικούς γάμους και τα άβολα φινάλε ήρωες τσακισμένους από τις προκαταλήψεις. Οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος σε μία Ελλάδα που ήθελε να μοιάζει τακτοποιημένη, είχε όμως (και εξακολουθεί να έχει), πολλά θέματα να λύσει.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 31 Δεκεμβρίου του 1923 και μεγάλωσε από θετούς γονείς. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως χορευτής και χορογράφος με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Γιάννης Νταλ». Η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε ήταν «Η Μουσίτσα» με μία άγουρη αλλά σκερτσόζα Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1959, ενώ την ίδια χρονιά βγήκε και μία ακόμη ταινία του, το «Λαός και Κολωνάκι».
Το 1961 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Φίνος Φιλμ, με τη δραματική ταινία «Ο κατήφορος». «Πάντα κάναμε πλάκα γι’ αυτό με τον Φίνο. Του έλεγα ότι ο “Κατήφορος” στην ουσία ήταν για μένα Ανήφορος. Με βοήθησε να πάρω τα πάνω μου και να γίνω αυτός που έγινα» είχε πει σε παλιότερη τηλεοπτική του συνέντευξη ο Γιάννης Δαλιανίδης.
Η σκηνή στην οποία ο Νίκος Κούρκουλος γδύνει και αφήνει γυμνή τη Ζωή Λάσκαρη μία νύχτα σε μία ερημιά, έμελλε να γράψει ιστορία και να προκαλέσει τη σεμνοτυφία της ελληνικής κοινωνίας. Η ταινία έκοψε πάνω από 161.000 εισιτήρια στους κινηματογράφους Α’ προβολής Αθήνας και Πειραιά και ήρθε πρώτη το 1961, που ήταν η χρονιά προβολής της. Με αυτή την επιτυχία ο Δαλιανίδης σφράγισε τη συνεργασία του με τον Φίνο και εκτόξευσε εκτός από τη δική του καριέρα και τη δημοτικότητα των πρωταγωνιστών του. Ηταν άλλωστε και το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Ζωής Λάσκαρη – της «Ζωίτσας», όπως την αποκαλούσε χαϊδευτικά ο ίδιος.
Εναν χρόνο μετά την επιτυχία του «Κατήφορου», ο Γιάννης Δαλιανίδης επανέρχεται στο κοινωνικό δράμα με τον «Νόμο 4000». Αυτή τη φορά θίγει την εύθραυστη σχέση των ατίθασων νέων με τους αυστηρούς καθηγητές και γονείς τους και αναφέρεται στον υπαρκτό Νόμο 4000 του 1958 περί τεντιμποϊσμού.
Παράλληλα με το κεντρικό θέμα, γίνεται αναφορά και στην πορνεία και την προκατάληψη που βίωναν από μία ολόκληρη κοινωνία οι ιερόδουλες της εποχής, αλλά και στο πώς αντιμετωπιζόταν μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη τη δεκαετία του ’60.
Ο Δαλιανίδης μέσα σε 93 λεπτά κατάφερε να σοκάρει, να προκαλέσει και να προβληματίσει τόσο τους νέους, όσο και τους μεγαλύτερους, που δεν τολμούσαν να συζητήσουν για τόσο σοβαρά ζητήματα μεταξύ τους.
«Στην πραγματικότητα, όταν επρόκειτο να βγάλω ρούχο ηθοποιού, πάθαινα τρομερό τρακ, βρισκόμουν σε φοβερή αμηχανία. Δεν ήξερα πού να στήσω την κάμερα. Με αποτέλεσμα να μην μου βγαίνουν καθόλου χυδαίες. Γιατί ακριβώς δεν κοιτούσα να ερεθίσω τον θεατή με το γυμνό» είχε εξομολογηθεί πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του.
Από την ταινία ξεχωρίζει η σκηνή της διαπόμπευσης ενός νέου (Θανάσης Παπαδόπουλος) που τιμωρήθηκε βάσει του Νόμου 4000 επειδή γιαούρτωσε έναν καθηγητή του. Ο νεαρός κουρεύτηκε δημόσια και διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Πρόκειται για μία από τις πιο δυνατές σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου, που εξακολουθεί να σοκάρει ως σήμερα.
Ισως γιατί, ο Νόμος 4000 μπορεί να έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια, όμως η κάθε είδους διαπόμπευση ανθρώπων που δεν χωρούν στις νόρμες, εξακολουθεί να είναι κάτι παραπάνω από ενεργή σε μία ελληνική κοινωνία που τελικά, δεν απέχει και πολύ από εκείνη του ’60.
Με την αγαπημένη του Λάσκαρη, μεταξύ πολλών άλλων, γύρισε το 1963 την ταινία «Ιλιγγος» και το 1966 τη «Στεφανία». Στην πρώτη η Λάσκαρη υποδυόταν μία όμορφη νεαρή γυναίκα που αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι όταν ο πατριός της (Αλέκος Αλεξανδράκης) αρχίζει να την βλέπει ερωτικά. Και στη δεύτερη, καταγράφεται η ζοφερή πραγματικότητα ενός αναμορφωτηρίου.
Στον αντίποδα αυτών των έντονων ασπρόμαυρων δραμάτων, έρχονταν τα πολύχρωμα, χαρούμενα μιούζικαλ – άλλωστε η προϋπηρεσία του Δαλιανίδη στον χορό, τον καθιστούσε ειδικό, φέρνοντας κάτι από τη λάμψη του Χόλιγουντ στις εγχώριες παραγωγές. Εδώ έχουμε το μπρίο της Ρένας Βλαχοπούλου και το ταλέντο του Ντίνου Ηλιόπουλου να συναντούν τις καυτές αναλογίες της Μάρθας Καραγιάννη, της Ελένης Προκοπίου και φυσικά της Ζωής Λάσκαρη, που καλύπτονται από πολύχρωμα φτερά και φαντεζί κοστούμια και προσφέρουν στο κοινό κάτι που εκείνη την εποχή ισοδυναμούσε με υπεθέαμα.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης ήταν παραγωγικότατος από την αρχή της καριέρας του, ως το τέλος της ζωής του. Στη χρυσή δεκαετία του ’60, μπορούσαν να βγουν ακόμη και τρεις ταινίες με την υπογραφή του μέσα στην ίδια χρονιά.
Οπως ήταν φυσικό, ένας άνθρωπος που αγαπούσε να βρίσκεται κοντά στις ανησυχίες του λαού, δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός τηλεόρασης. Το «Λούνα Παρκ» (1974) εισέβαλε στα ελληνικά σπίτια μαζί με την τηλεόραση, με πρωταγωνιστή τον γκρινιάρη κυρ Γιώργη (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος). Και ύστερα ήρθαν «Τα καθημερινά», «Τα λιονταράκια», η «Οδός Ανθέων» στην ΕΡΤ, αλλά και το «Ρετιρέ» του Mega, που μας στοιχειώνει μέσω των επαναλήψεων μέχρι σήμερα, κι ας πρωτοπροβλήθηκε το 1990.
Πολυγραφότατος και πολυσχιδής, ο Γιάννης Δαλιανίδης ήθελε να δοκιμάζει και να πειραματίζεται. Και όπως συνήθιζε να λέει: «Είναι σα να έχω κάμερες αντί για μάτια. Δεν μπορώ να δω τον κόσμο αλλιώς».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News