Το ωραίο αγόρι με την κιθάρα στις ελληνικές ταινίες. Τα καλοσχηματισμένα χείλη και το χαμόγελό του. Η τρυφερή φωνή που ήταν «σαν πλασμένη για να υμνεί τον έρωτα».
Δεν ξέρω πως θυμάται ο καθένας μας το Γιάννη Πουλόπουλο. Εγώ τον θυμάμαι από τις ιστορίες του πατέρα μου. Εκεί ο Γιάννης Πουλόπουλος ήταν «το παιδί της γειτονιάς». Ή, ο μπογιατζής της γειτονιάς. Ένα παιδί που έκανε, με χαμόγελο πάντα, όλες τις δουλειές για το μεροκάματο. Κι είχε να μοιραστεί την πίκρα της ορφάνιας από τη μάνα του.
Ένα παιδί που τραγουδούσε, «τόσο γλυκά, τόσο τρυφερά», στις σκαλωσιές και προσπαθούσε, από τη γειτονιά του Περιστερίου, όπου ζούσε τότε, για ένα καλύτερο μέλλον, σπουδάζοντας σε νυχτερινό ηλεκτρολόγος.
Ένα παιδί που είδε όλη την ζωή του σ’ αυτή τη γειτονιά να γίνεται τραγούδι στα χείλη του, στο πλέον θρυλικό βινύλιο της ελληνικής δισκογραφίας: τον «Δρόμο» των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, που κυκλοφόρησε το 1969. Δίσκος – σταθμός, που φέρεται να έχει ξεπεράσει τα 1.800.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Είχε δε να αντιπαραταχθεί μόνον στα «Νησιώτικα» του Γιάννη Πάριου. Μόνον που εκείνος ο δίσκος ήταν διπλός και άρα μετρούσε διπλά «κομμάτια» ως το ρεκόρ.
Κι ας μην μιλούσε για τη δική του γειτονιά εκείνος ο πολυτραγουδισμένος «Δρόμος». Ή για τη δική του εποχή. Όπως έγραφε και στο οπισθόφυλλο: «Στα παιδιά της Κατοχής, που μεγάλωσαν στο δρόμο, στο Θησείο, στο Πολύγωνο, στη Βάθη, στα Σεπόλια, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, παντού, παντού στην Αθήνα και στην Ελλάδα, αφιερώνεται αυτός ο δίσκος. Αλλά και στους πιο νέους απευθύνεται. Για να τους σεργιανίσει στα τοπία της γειτονιάς – μιας εποχής που δεν γνώρισαν – μ’ ένα τραγούδι ζωής, έρωτα και θανάτου.
»Ο Γιάννης Πουλόπουλος, πολύ νέος, δεν γνώρισε ο ίδιος αυτά τα χρόνια, αλλά με την ευαισθησία του και την ωριμότητα του αισθάνεται και ερμηνεύει το τραγούδι αυτό του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μίμη Πλέσσα, το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου, το τραγούδι της ζωής».
Το «Άγαλμα» και το «Μέθυσ’ απόψε το κορίτσι μου» μιλούσαν και για τα δικά του εφηβικά ξενύχτια και τους έρωτες. Το «Πήρα σύννεφο δυο τόπια» εκείνος το μετέφραζε σε… μπάλα, για τις ποδοσφαιρικές του ημέρες, πρώτα στην ερασιτεχνική ομάδα του Αγίου Ιερόθεου κι έπειτα στο θρυλικό Ατρόμητο Περιστερίου. Τα «Δώδεκα μαντολίνα» για τις στιγμές που ξέκλεβε τα βράδια, κρυφοκοιτώντας και κρυφακούγοντας σε νυχτερινά κέντρα, όπως ο θρυλικός «Μαχαραγιάς», διαγώνια απέναντι από το μαγαζί του πατέρα μου (εκεί που σήμερα είναι ο Σταθμός Ανθούπολη). Το «Γέλαγε η Μαρία» και ο «Τρελός» για τους ανθρώπους της δικής του γειτονιάς.
Ακόμη και τραγούδια που είπε στο δίσκο η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ρένα Κουμιώτη στον «Δρόμο» (ή η Πόπη Αστεριάδη του Νέου Κύματος), απογειωμένα με την δεξιοτεχνία των μετρ του μπουζουκιού Στέλιου Ζαφειρίου και Θανάση Πολυκανδριώτη, για κείνον μιλούσαν. Σαν το «Δώσε μου το στόμα σου». Για κείνα τα καλογραμμένα χείλη του, στάμπα ανεξίτηλη στα φετίχ της χρυσής εποχής του ελληνικού σινεμά. Ή το «Πρώτη φορά» που ακουγόταν σαν τα πρώτα δικά του ερωτικά σκιρτήματα.
«Με την ανδρική φωνή του συνεργάτη μας της εποχής εκείνης Γιάννη Πουλόπουλου, μια καινούρια γυναικεία φωνή που πρότεινε ο Λευτέρης, την Ρένα Κουμιώτη, και την Πόπη Αστεριάδη ξεκινήσαμε να φτιάξουμε έναν δίσκο που είχε κι άλλα παράξενα: ηχογραφήθηκε στο στούντιο της Κολούμπια σε δέκα ώρες παρά ένα τέταρτο! Λες κι οι μουσικοί που ήρθαν για να παίξουν ήξεραν από πριν το έργο», παρατηρούσε στην αυτοβιογραφία του ο Μίμης Πλέσσας.
«Δύο μέρες μετά οι τραγουδιστές είπαν μία κι έξω τα τραγούδια! Έτσι αποκτήσαμε ένα δίσκο που για μας ήταν ακριβή στιγμή κατάθεσης ψυχής και που έγινε ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία».
Την ίδια χρονιά, το 1969, ο Γιάννης Πουλόπουλος είχε ήδη τραγουδήσει μαζί με τη Ρένα Βλαχοπούλου το «Τρεχαντήρι θ’ αρματώσω» του Πλέσσα, για την ταινία «Η Παριζιάνα». Και την επόμενη το τελευταίο κοινό κινηματογραφικό τους τραγούδι. «Στη φτωχιά μας την αυλή», σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, για την ταινία «Η θεία μου η χίπισσα». Μέχρι τότε είχαν ενώσει τον ήχο τους σε θρυλικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, όπως το «Γοργόνες και μάγκες» με το «Θα πιω απόψε το φεγγάρι», το «Μια κυρία στα μπουζούκια» με το «Κλαίει απόψε ο ουρανός» ή τις «Θαλασσιές τις χάντρες» με το «Έκλαψα χτες», μαζί με τη Μαίρη Χρονοπούλου.
Η τεράστια επιτυχία του «Δρόμου», όμως, που έγινε… πρωτοπόρος χρυσός δίσκος, πλατινένιος, αδαμάντινος και πάει λέγοντας, έβαλε στα σκαριά έναν ακόμη δίσκο και μία παράσταση. Ο Μίμης Πλέσσας και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος υπέγραφαν μαζί και πάλι τις «Μέρες του καλοκαιριού», με μια επίσης μεγάλη επιτυχία. Το «Ποια νύχτα σ’ έκλεψε». Παράλληλα, όμως δεν… ευτύχησε από τη λογοκρισία της Χούντας η θεατρική, παραστασιακή, εκδοχή του «Δρόμου», για την οποία κυκλοφόρησαν το 1970 σε 45αράκι τα «Απόψε αντάμωσα το χάρο» και «Χαλάζι έφερε η ψιχάλα».
«Η παράσταση, στο «Σινεάκ», που χάλασε κόσμο στην εποχή της», θυμόταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος (στο βιβλίο του «Τα τραγούδια γράφουν την ιστορία τους»), «έκανε τον Απόστολο Κακλαμάνη να φωνάζει μέσα στην κατάμεστη αίθουσα: “Μα αυτό το έργο είναι αντιστασιακή πράξη”. Με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσε και ο Αναστάσιος Πεπονής. Άλλα και όλος ο κόσμος. Οφείλω να προσθέσω ότι η Κουμιώτη και ο Πουλόπουλος έλεγαν τα “Μίλα μου για τη Λευτεριά” και “Έξι άντρες” σε μια κρίσιμη στιγμή του έργου, χωρίς μικρόφωνο, και τους αποθέωνε το κοινό.
»Οι παραστάσεις παίζονταν Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή, που είχαν ρεπό η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής, με το έργο “Η Ήρα και το παγώνι”. Στις παραστάσεις του “Δρόμου” σχηματίζονταν ουρές, που έφταναν ως τη Χαριλάου Τρικούπη! Στις κανονικές παραστάσεις όμως, (Παξινού-Μινωτή), οι θεατές ήταν ελάχιστοι. Αυτό ενόχλησε σφόδρα τον Μινωτή, που έδωσε μια συνέντευξη, μίλαγε για “μπουζουκτσήδες” και μας έβριζε! Καταλαβαίνω όμως την πικρία του. Το άδειο θέατρο είναι πάντα πικρός σύμβουλος.
»Ο “Δρόμος”, αφού παίχτηκε με θριαμβευτική επιτυχία επί τέσσερις μήνες, αιφνιδίως κατέβηκε. Ο Πλέσσας λέει ότι η χούντα εξεβίασε τον θεατρώνη (Τάκης Μακρίδης). Είναι πολύ πιθανόν, γιατί η παράσταση αυτή “ταρακούνησε” τον κόσμο. Πάντως, ουδείς από μας συνελήφθη. Τη νύφη την πλήρωσε μόνον η Μαίρη Χρονοπούλου που σε διάφορες μουσικές παραστάσεις τραγουδούσε το “Έξι άντρες”. Κάποιο βράδυ, εκπρόσωπος του συνταγματάρχη Ασλανίδη της είπε ότι, αν δεν κόψει το τραγούδι από το πρόγραμμά της, το καθεστώς θα της κόψει τα μαλλιά».
Το επόμενο κοινό εγχείρημα Πλέσσα-Παπαδόπουλου-Πουλόπουλου, ο δίσκος «Μίλα μου για τη λευτεριά» ανακόπηκε και κυκλοφόρησε τελικά μετά τη Χούντα, το 1974. Με τραγούδια και από την θεατρική απόπειρα του «Δρόμου». Ήταν η τελευταία δουλειά του Γιάννη Πουλόπουλου στη δισκογραφική «Λύρα» του εμβληματικού για την ελληνική δισκογραφία Αλέκου Πατσιφά.
Αν και, εν πολλοίς, έχουμε συνδέσει τη φωνή του Γιάννη Πουλόπουλου με το Μίμη Πλέσσα (και με το Λευτέρη Παπαδόπουλο, βέβαια), λιγότεροι θυμούνται τις συμμετοχές του στο… νεοκυματικό τότε έργο (το Νέο Κύμα άλλωστε εκείνος το έστησε στην Ελλάδα, εμπνευσμένος από τη γαλλική Nouvelle Vague) του μεγάλου Γιάννη Σπανού. Στην «Ανθολογία» του και στην «Ανθολογία Β’», με μελοποιημένα ποιήματα. Εκεί απογείωνε, το 1967, τους στίχους του Γεώργιου Βιζυηνού στο συγκινητικό «Παιδί μου, ώρα σου καλή».
Ο Γιάννης Σπανός τον είχε ακούσει, να τραγουδάει, μόνον με την κιθάρα του, στην μπουάτ (άλλο ένα μουσικό στοιχείο που χρωστάμε στο Γιάννη Σπανό, άμα τη επιστροφή του από το Παρίσι) «Εννέα Μούσες», στην Πλάκα. «Ένα πράγμα μοναδικό», θυμόταν χρόνια μετά ο συνθέτης. «Δεν είχα ξανακούσει τέτοια φωνή. Όταν τον ζήτησα για δίσκο και είχα έτοιμο τραγούδι το «Μια φορά μονάχα φτάνει», μου λέει ο Αλέκος Πατσιφάς «αυτός είναι ωραία φωνή, αλλά δεν θα πουλήσει ποτέ». Βέβαια, μετά τον ανέβασε εκεί που τον ανέβασε».
Πολύ απλός, ωραίος, αυθόρμητος και μία κι έξω ήταν οι χαρακτηρισμοί του Γιάννη Σπανού για το Γιάννη Πουλόπουλο. «Δεν ξαναμπαίναμε στο στούντιο να διορθώσουμε τίποτα. Έπειτα κάναμε στον Μάτσα (σ.σ.: στη δισκογραφική «Μίνως Μάτσας & Υιός», όπου πήγε μετά τη «Λύρα» ο Πουλόπουλος) και έναν ολόκληρο δίσκο. Τις «Χάρτινες καρδιές», που μου έδωσαν και χρυσό δίσκο. Δεν είχα άλλον χρυσό δίσκο όλα αυτά τα χρόνια, μόνον αυτόν».
Ο Γιάννης Πουλόπουλος είχε το «ύφος» και τη φωνή που ταίριαζε στο αγαπητό, τότε, στο κοινό Νέο Κύμα. Ίσως γι’ αυτό νίκησε στα… σημεία την πρώτη εκτέλεση, λαϊκή και δωρική από το Δημήτρη Μητροπάνο, ενός τραγουδιού που έγραψε ιστορία: «Καμαρούλα μια σταλιά». Ο αξέχαστος Μητροπάνος το ηχογράφησε, σε μουσική Μίμη Πλέσσα και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, σε 45αράκι το 1967. Όμως, μεγάλη επιτυχία έγινε στην εκδοχή, ένα χρόνο μετά, του Γιάννη Πουλόπουλου, με σεκόντο από τη Μαίρη Χρονοπούλου, στο μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη «Γοργόνες και μάγκες». Κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και με τη «διπλή» ηχογράφηση ενός άλλου εμβληματικού τραγουδιού, από το Δημήτρη Μητροπάνο και το Γιώργο Νταλάρα: «Να ‘τανε το ‘21» των Σταύρου Κουγιουμτζή – Σώτιας Τσώτου…
Κυκλοφορούν και αναπαράγονται δύο «μύθοι» (που δεν έχουν εξακριβωθεί τελικά) για το Γιάννη Πουλόπουλο. Ένας περιλαμβάνει τη φράση του Μίκη Θεοδωράκη «Αυτόν εγώ θα τον κάνω τραγουδιστή», στην ακρόαση που έστησε η δισκογραφική Columbia για να ξεσκαρτάρει το ερμηνευτικό δυναμικό της. Με μέλη της επιτροπής επιλογής το Μίκη, το Βασίλη Τσιτσάνη, τον Απόστολο Καλδάρα και το Γιάννη Παπαϊωάννου, κατά μία επίσης ανεξακρίβωτη εκδοχή. Σε κάθε περίπτωση ο Μίκης μπορεί να μην τον έκανε τελικά τραγουδιστή, τον κάλεσε όμως – το 1963 – στη θεατρική «Γειτονιά των αγγέλων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, από το θίασο Τζένης Καρέζη και Νίκου Κούρκουλου. Για τα τραγούδια «Στρώσε το στρώμα σου για δυο», «Δόξα τω Θεώ» και «Το ψωμί είναι στο τραπέζι».
Τα τρία τραγούδια του Μίκη δισκογράφησε παράλληλα ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, που είχε κατά κάποιον τρόπο κοινές απαρχές με το Γιάννη Πουλόπουλο – και στο Περιστέρι και στις πρώτες δουλειές. Ο δεύτερος ανεξακρίβωτος «μύθος», λοιπόν, που αναπαράγεται ανεξέλεγκτα, θέλει την ίδια εποχή τον Μπιθικώτση να λέει στη δισκογραφική Columbia «ή εγώ ή αυτός», για τον Πουλόπουλο. Ας μην λυπήσουμε όσους το αναπαράγουν, αλλά φαίνεται πως η αλήθεια, για την αποχώρησή του, βρίσκεται απλώς στο… φανταριλίκι. Τι σημασία έχει; Έτσι κι αλλιώς, όλα είχαν πάρει τον «Δρόμο» τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News