«Είπαν ότι έμοιαζε με τον Χριστό. Οι άνθρωποι σήμερα εξακολουθούν να προσεύχονται στον Άγιο Ερνέστο. Λένε πως κάνει θαύματα». Αυτά δηλώνει, σήμερα, η Σουσάνα Οσινάγα, μια πρώην νοσοκόμα ηλικίας 87 ετών η οποία πριν από 50 χρόνια έπλυνε το άψυχο σώμα του κατεξοχήν επαναστάτη του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.
Τη Δευτέρα συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον θάνατο δι΄εκτελέσεως του Τσε που άφησε την τελευταία του πνοή στις 9 Οκτωβρίου του 1967 στα βουνά της Βολιβίας. Πρόκειται για μια ξεχωριστή επέτειο την οποία ο σημερινός αριστερός πρόεδρος της χώρας Έβο Μοράλες πρόκειται να τιμήσει με πλήθος εκδηλώσεων μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και μία «Επανεκκίνηση του Αντι-Ιμπεριαλιστικού Αγώνα». Την ίδια ώρα, ωστόσο, το κλίμα είναι κάθε άλλο παρά θριαμβευτικό όσον αφορά την πολιτική και επαναστατική κληρονομιά του Αργεντινού επαναστάτη, καθώς είναι αναντίρρητο πως η αριστερά στη Λατινική Αμερική το μόνον που δεν εμπνέει είναι αισιοδοξία για το μέλλον.
Την 3η Νοεμβρίου του 1966, ο Αδόλφο Μένια Γκονζάλες, ένας μεσήλικας επιχειρηματίας από την Ουρουγουάη έφτασε στην Λα Παζ της Βολιβίας. Νοίκιασε μια σουίτα στο ξενοδοχείο Copacabana με θέα προς τις χιονισμένες πλαγιές του όρους Ιλιμάνι και απαθανάτισε το είδωλό του στον καθρέφτη: ήταν υπέρβαρος, σχεδόν φαλακρός και με ένα αναμμένο πούρο ανάμεσα στα χείλη του. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο άνδρας αυτός δεν ήταν άλλος από Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που συνέβαλε σημαντικά στην απομάκρυνση από την Κούβα του υποστηριζόμενου από τις ΗΠΑ δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα, έδωσε μαθήματα στους ηγέτες όλου του κόσμου από το βήμα του ΟΗΕ, έγραψε δοκίμια πάνω στον μαρξισμό και τον ανταρτοπόλεμο και αποπειράθηκε να εξάγει τον επαναστατικό σοσιαλισμό ανά την υφήλιο. Αλλά έπειτα από μόλις 11 μήνες, μια άλλη φωτογραφία του Γκεβάρα επρόκειτο να κάνει τον γύρο του κόσμου, μια φωτογραφία που ανήκει από τότε στην παγκόσμια Ιστορία καθώς απεικονίζει το λιπόσαρκο, άψυχο σώμα του πάνω σε ένα φορείο, με τα μούσια του και τα μαλλιά του ατημέλητα και τα μάτια του ορθάνοιχτα.
«Μην πυροβολείτε. Για σας αξίζω περισσότερο ζωντανός»
Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στο Κονγκό το 1965, ο Γκεβάρα μετέβη στη Βολιβία, η οποία επρόκειτο να αποτελέσει τη βάση για το ξέσπασμα της επανάστασης σε περιφερειακό, αρχικά, και σε παγκόσμιο, στη συνέχεια, επίπεδο. «Εκ των υστέρων, μπορεί να διακρίνει κανείς μια ορισμένη αφέλεια, έναν σχεδόν ακατέργαστο ιδεαλισμό», δήλωσε στον Guardian o Τζον Λι Άντερσον, συγγραφέας της απόλυτης βιογραφίας για τον λατινοαμερικανό επαναστάτη Che Guevara: A RevolutionaryLife. Αλλά στο τεταμένο κλίμα της πολυκύμαντης δεκαετίας του 1960 όλα ήταν ή μάλλον φάνταζαν δυνατά και εάν υπήρξε μια περίοδος στη σύγχρονη ιστορία που θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ήταν τότε. Η πραγματικότητα, ωστόσο, αποδείχτηκε ισχυρότερη της ιδεολογίας. Λίγο μετά την άφιξη του Τσε και των 47 ανταρτών του στην ορεινή και άγονη περιοχή Νιανκαουασού, η επικοινωνία με την Κούβα χάθηκε, οι προμήθειες άρχισαν να λιγοστεύουν ενώ αρκετοί ήταν εκείνοι που νόσησαν.
Ταυτόχρονα, οι Βολιβιανοί μαχητές απεχθάνονταν να παίρνουν εντολές από τους σκληροτράχηλους Κουβανούς ενώ η κυβερνητική προπαγάνδα είχε καταφέρει να ενσταλάξει τον φόβο στους «καμπεσίνος», τους αγρότες της Βολιβίας που ζουν από την παραγωγή τους, όσον αφορά τη δράση παρείσακτων από το εξωτερικό. Σύντομα στο παιχνίδι μπήκαν και οι ΗΠΑ. Αφότου ανακάλυψαν την παρουσία του Τσε στη Βολιβία έστειλαν πράκτορες της CIA και στρατιωτικούς συμβούλους για να συνδράμουν το καθεστώς του Ρενέ Μπαριέντος. Την 31η Αυγούστου του 1967, οι μισοί από τους άνδρες του Τσε θα πέσουν νεκροί σε ενέδρα.
Οι επιζήσαντες αντάρτες κατέφυγαν στα βουνά σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφύγουν. Ο Τσε που υπέφερε από άσθμα βρισκόταν πάνω σ’ ένα μουλάρι και κατευθυνόταν προς το χωριό Λα Ιγκέρα. Αλλά ένας αγρότης μαρτύρησε την παρουσία τους και ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών. Πληγωμένος ο Τσε, παραδόθηκε σε ένα τάγμα βολιβιανών καταδρομών –που εκπαιδεύτηκαν από αμερικανούς λοκατζήδες– διοικητής του οποίου ήταν ο 28χρονος, τότε, Γκάρι Πράδο.
«Μην πυροβολείτε. Για σας αξίζω περισσότερο ζωντανός», φέρεται να είπε ο Τσε. «Ένιωσα οίκτο γιατί φαινόταν τόσο φτωχός, τόσο βρώμικος. Δεν μπορούσες να αισθανθείς ότι ήταν ένας ήρωας, με τίποτα», είχε αποκαλύψει στο παρελθόν ο Πράδο. Ο Γκεβάρα και ο σύντροφός του Σιμόν «Γουίλι» Κούμπα, ένας Βολιβιανός μεταλλωρύχος αντάρτης, μεταφέρθηκαν στην Ιγκέρα και κρατήθηκαν σε διαφορετικές αίθουσες στο σχολείο του χωριού. Ο Πράδο συνομίλησε αρκετές φορές με τον Τσε ενώ του πρόσφερε επίσης φαγητό, τσιγάρα και καφέ. «Του φερθήκαμε με σεβασμό. Δεν είχαμε τίποτα εναντίον του παρότι χάσαμε στρατιώτες μας», υποστήριξε. Όταν ο Γκεβάρα τον ρώτησε τι επρόκειτο να του συμβεί, εκείνος απάντησε στον επαναστάτη ότι θα τον μετέφεραν στην Λα Παζ όπου θα εμφανιζόταν ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου. «Του προξένησε το ενδιαφέρον η ιδέα μιας ευκαιρίας στο δικαστήριο», προσδιόρισε. Αλλά η δίκη δεν έγινε ποτέ καθώς την επομένη οι εντολές που έφτασαν ήταν ξεκάθαρες: «Απαλλαγείτε απ’ αυτόν».
Πρακτικός αυτουργός της εκτέλεσης του Τσε υπήρξε ο Μάριο Τεράν, ένας 27χρονος λοχίας του βολιβιανού στρατού. Δυο ριπές του πυροβόλου του ήταν αρκετές για να αφαιρέσουν τη ζωή του Τσε στην ηλικία των 39 ετών. Αφότου μεταφέρθηκε με ελικόπτερο στην γειτονική κωμόπολη Βαλεγκράντε και εκτέθηκε σε δημοσιογράφους από όλον τον κόσμο, το άψυχο σώμα του Γκεβάρα (πλην των χεριών του τα οποία ακρωτηριάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως πειστήρια του θανάτου του) ενταφιάστηκε, μαζί με τους τελευταίους συντρόφους του, σε ανώνυμους τάφους που θα εντοπιστούν, τελικά, έπειτα από μία τριακονταετία. Παρότι ο Πράδο δεν αποδέχτηκε ποτέ τη συμμετοχή του στην εκτέλεση του Τσε, είχε υποστηρίξει ότι ανάλογες πρακτικές ήταν συνήθεις εκείνη την περίοδο, επικαλούμενος, μάλιστα, τις εκτελέσεις έπειτα από δικαστικές αποφάσεις που έλαβαν χώρα στην Κούβα μετά την επανάσταση, παρουσία του Τσε.
Το τέλος (;) του επαναστατικού αγώνα στη Λατινική Αμερική
Η 50η επέτειος της εκτέλεσης του Τσε συμπίπτει με μια δύσκολη, αν όχι θλιβερή, περίοδο για τους πολλούς κληρονόμους του. Τα τελευταία πέντε χρόνια πολλές αριστερές κυβερνήσεις αντικαταστάθηκαν από σχήματα της κεντροδεξιάς – στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, το Περού και την Παραγουάη. Όσον αφορά τη Βενεζουέλα –από όπου ο Ούγκο Τσάβες αποπειράθηκε να αναβιώσει το όνειρο του Γκεβάρα για μια ενωμένη, σοσιαλιστική Λατινική Αμερική- μαστίζεται σήμερα, υπό την ηγεσία του Νικολάς Μαδούρο, από ελλείψεις σε τρόφιμα και βασικά αγαθά, έναν καλπάζοντα πληθωρισμό και την υψηλότατη εγκληματικότητα, βιώνοντας, ταυτόχρονα, εδώ και πολλούς μήνες, μια πολιτική κρίση που έχει διχάσει στα δύο τη χώρα.
Αλλά και ο δρόμος της ένοπλης πάλης για την κοινωνική δικαιοσύνη που άνοιξε ο Τσε φαίνεται πως είναι ξεπερασμένος. Μετά από 53 χρόνια ενόπλου αγώνα και λοιπών, λιγότερο «ευγενών, δραστηριοτήτων, οι Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις της Κολομβίας (FARC) – ήτοι ο μεγαλύτερος επαναστατικός στρατός στη Λατινική Αμερική – παρέδωσαν πριν από λίγους μήνες τα όπλα τους. Οι μαχητές του Στρατού των Ζαπατίστας αποκήρυξαν τη βία τον περασμένο Αύγουστο ενώ οι μαοϊκοί ηγέτες του Φωτεινού Μονοπατιού στο Περού βρίσκονται στη φυλακή. Όσον αφορά τους πρώην συντρόφους του Τσε, παρότι κατάφεραν να αντισταθούν στους «γιάνκηδες» της Ουάσινγκτον, υπέκυψαν, τελικά, στο χρόνο. Ο Φιντέλ απεβίωσε πέρυσι τον Νοέμβριο ενώ ο 89χρονος αδελφός και διάδοχός του, Ραούλ Κάστρο, υποσχέθηκε να παραιτηθεί στις αρχές του επόμενου έτους.
Σε σημείο καμπής βρίσκεται και η Βολιβία. Μετά από μια δεκαετία ανάπτυξης και δραστικής μείωσης της φτώχειας, η πτώση της τιμής του πετρελαίου και διάφορα πολιτικά ατοπήματα έπληξαν τον Μοράλες. Και πριν από λίγες ημέρες μέλη του στρατού της Βολιβίας διαμαρτυρήθηκαν για το γεγονός ότι εξαναγκάζονται να αποτίσουν φόρο τιμής στους αντάρτες που κάποτε ήταν θανάσιμοι εχθροί τους. Για κάποιους, ωστόσο, ο μύθος του Τσε παραμένει ζωντανός ενώ ο αγώνας του στη Βολιβία δεν ήταν μάταιος. «Εξαρτάται από το πως αποτιμάται η επιτυχία. Δεν αποκλείουμε το ενδεχόμενο ένοπλου αγώνα στο μέλλον», επισήμανε στην βρετανική εφημερίδα o Έκτορ Ουρνταέτα, ηγέτης του Γκεβαρικού Κινήματος της Βολιβίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News