Το διαβάσατε εδώ. Ο Ευάγγελος Βενιζέλος επιστρέφει στο ΑΠΘ και στη Νομική Σχολή, για να διδάξει το πιο πολιτικό Δίκαιο: Συνταγματικό Δίκαιο. Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά την αλλοτινή του αποχώρηση, και με σκευή Πολιτικής, ο συνταγματολόγος Βενιζέλος αναλαμβάνει να μυήσει εκ νέου τους φοιτητές του Αριστοτελείου στις έννοιες της Συνταγματικής επιστήμης, να τους συστήσει το Σύνταγμα ως μήτρα της έννομης τάξης · ο ίδιος ετοιμάζεται να πάρει γεύση από την ανώτατη εκπαίδευση του 21ου αιώνα, να συγχρωτισθεί με παλαιούς φοιτητές του – καθηγητές σήμερα στο ΑΠΘ, όπως η Λίνα Παπαδοπούλου και ο Παναγιώτης Μαντζούφας. Τα γνωστά ονόματα που έχουν περάσει από τα χέρια του πολλά, από τον Επίτροπο Μαργαρίτη Σχοινά και τον καθηγητή, πρώην ευρωβουλευτή Κώστα Χρυσόγονο, ως τον βουλευτή – καθηγητή Δημήτρη Καιρίδη, τον καθηγητή Ευάνθη Χατζηβασιλείου και τη δημοσιογράφο Μαρία Χούκλη.
Το Protagon σκιαγραφεί την εποχή εκείνη, με τον ίδιο να δηλώνει εμφατικά ότι στην πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ από το Πανεπιστήμιο, διατηρώντας επαφή τόσο με το ερευνητικό έργο, όσο και με τις επιστημονικές δημοσιεύσεις – ήταν εξάλλου εισηγητής της Αναθεώρησης του 2001.
Υφηγητής (σσ: τίτλος που ήταν σε ισχύ βάσει παλαιού νόμου, ο οποίος καταργήθηκε) πρώτη φορά το 1984 στο ΑΠΘ, καθηγητής εν συνεχεία. Νομικός σύμβουλος του Πανεπιστημίου, στενός συνεργάτης πρυτάνεων, όπως ο Μίμης Φατούρος, με δικηγορική παρουσία στο ΣτΕ και τον Άρειο Πάγο. Η ενεργός δικηγορία συγκαταλέγεται και στα σημερινά του σχέδια – τον γοητεύει εξίσου, όπως λέει.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος εκτιμά ότι το Πανεπιστήμιο δεν έχει αλλάξει, αυτό που έχει αλλάξει είναι το ζήτημα της ελευθερίας στους κόλπους του. Αναφέρεται στο ζήτημα του ασύλου · για «παρεξήγηση πρόκειται, για εσφαλμένη αντίληψη». Τώρα, βλέπουμε το Πανεπιστήμιο να πηγαίνει αλλού για να προστατεύσει τις ελευθερίες του – αλλιώς το ΕΜΠ δε θα γιόρταζε την επέτειο της ίδρυσής του στο Μέτσοβο, ούτε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ θα αναγορευόταν επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Πηγές που επιθυμούν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, αναφέρουν ότι ο ίδιος, σοσιαλδημοκράτης από τα πρώτα φοιτητικά βήματά του, παρότι είχε ενεργό δράση στα συνδικαλιστικά (σσ: κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην ίδια αυτή Νομική Σχολή, αρχίζοντας αμέσως μετά την Μεταπολίτευση, συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα, διετέλεσε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Φοιτητικής Ένωσης του ΑΠΘ και της Εθνικής Φοιτητικής Ένωσης Ελλάδος), ουδέποτε υπήρξε φοιτητοπατέρας, οπαδός της παραταξιακής λογικής, και διατηρούσε αγαστές σχέσεις με πρόσωπα – φοιτητές ευρέος πολιτικού φάσματος.
Απόδειξη, επιμένουν οι ίδιοι άνθρωποι, η σχέση του με τον Μαργαρίτη Σχοινά, ο οποίος τότε ήταν πρόεδρος της ΔΑΠ στο Αριστοτέλειο και τρόπον τινά ιδεολογικός αντίπαλος: «Κατάφεραν και διατήρησαν καλή σχέση, κρατώντας ευρυγώνια εικόνα απέναντι στα πολιτικά τεκταινόμενα, σε μια εποχή κατά την οποία το Πανεπιστήμιο ήταν άγριο σκηνικό, την εποχή του περίφημου Νόμου- Πλαισίου. Η μόνη διένεξη που έχει καταγραφεί ανάμεσα τους ήταν παρουσία Γιούνκερ, με τον Βενιζέλο να ενημερώνει τον πρόεδρο της Κομισιόν: «του Σχοινά, του έχω μάθει Νομικά», και τον τελευταίο να τον πειράζει απαντώντας: «μόνο στο Συνταγματικό Δίκαιο ήσουν καθηγητής μου».
Δυο ώρες χωρίς χειρόγραφο
Το πορτρέτο Βενιζέλου επί της έδρας φωτίζει ο Δημήτρης Καιρίδης, νεοεκλεγείς βουλευτής με τη Νέα Δημοκρατία, γνωστός και με την ιδιότητα του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
«Μπήκα το φθινόπωρο του ’87 στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ. Η πρώτη μου εικόνα, όταν βρέθηκα σε κείνο το τεράστιο αμφιθέατρο, ήταν ένας παχουλός νέος, στο βάθος της αίθουσας, να διδάσκει «Συνταγματικές Ελευθερίες». Στα πρώτα πέντε λεπτά, είχα γοητευθεί. Ο Βενιζέλος ήταν χαρισματικός – από αυτούς τους καθηγητές, που όταν τους έχεις μπροστά σου, σταματάς να μιλάς, να ρουφάς τον φραπέ, να κάνεις ο,τιδήποτε δεν έχει σχέση με τη διαδικασία του μαθήματος. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που μιλούσε χωρίς χειρόγραφο επί δυο ώρες, με λόγο δομημένο, ανοίγοντας παρενθέσεις χωρίς απώλεια του ειρμού, επιστρέφοντας πάντα στον πυρήνα της πρότασης. Δεν κοιτούσε καθόλου αφ’ υψηλού. Καθόταν πολλές φορές στα έδρανα των φοιτητών κατά τη διάρκεια του μαθήματος, «καβαλώντας» τα – ξέρετε, του άρεσε να κουβεντιάζει μαζί μας στα διαλείμματα, είχε χιούμορ, μας ήξερε με τα μικρά μας ονόματα, όσους τουλάχιστον παρακολουθούσαμε συστηματικά. Πρέπει να προσθέσω και κάτι ακόμη: προκαλούσε εμφανή φθόνο σε συναδέλφους του – δεν ήταν μόνο πολύ διαβασμένος και πολύ «παρών», ήταν και πάρα πολύ νέος, μόλις 30 ετών, σε έδρα από την οποία είχαν περάσει μεγάλα μεγέθη, όπως ο Ιωάννης Μανωλεδάκης».
Είναι εναργής ακόμη, πάντα κατά τον Δημήτρη Καιρίδη, η παρέα – τα πηγαδάκια Βενιζέλου με συγκεκριμένους καθηγητές, όπως ο Παύλος Πετρίδης (δίδασκε Πολιτική Ιστορία), ο Μανωλεδάκης, ο Βασίλης Σκουρής (μετέπειτα πρόεδρος του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων). «Να σημειώσω ότι την πολύ ευαίσθητη εποχή εκείνη, υπήρχαν δυο «σχολές», του Αντώνη Μανιτάκη και του Δημήτρη Τσάτσου-«μέντορα» του Βενιζέλου · ο «πόλεμος» είχε μάλιστα μεταφερθεί και στην Αθήνα. Η ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, μετά τη Χούντα, ήθελε τον συνταγματολόγο επιδιαιτητή της πολιτικής διαμάχης. Και τα θέματα, τότε, ήταν καυτά – από την προεδρική εκλογή του ’85 ως τον Νόμο – Πλαίσιο».
Όντως, η δεκαετία του 1980 βρίθει πολιτικών ζητημάτων που προκαλούν θύελλες. Ο Βενιζέλος είχε παρέμβει επιστημονικά στη συζήτηση για τον Νόμο-Πλαίσιο, με άξονα την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας, είχε πάρει θέση στη σύγκρουση με την Εκκλησία, στην υπόθεση του Πρίνου με τα πετρέλαια, στην Αναθεώρηση του ’86, στον πόλεμο για την ψήφο Αλευρά – απόψεις για τις οποίες ο ίδιος εκτιμά ότι εν πολλοίς έχει δικαιωθεί με την πάροδο του χρόνου.
Το παράδοξο και τα προφορικά
Η Λίνα Παπαδοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια σήμερα στο Αριστοτέλειο, θυμάται το «πληθωρικό», «υψηλού επιπέδου», μάθημά του. «Το Συνταγματικό Δίκαιο διδάσκεται στους πρωτοετείς φοιτητές και δη στο πρώτο εξάμηνο, και θεωρείται δύσκολο, διόλου εύπεπτο μάθημα», εξηγεί η ίδια. «Με τον Ευάγγελο Βενιζέλο συνέβαινε το εξής παράδοξο: ενώ ήταν επίπονη, αυξημένης δυσκολίας η παρακολούθηση του μαθήματός του, βγαίναμε σαν τα κοτόπουλα στο διάλειμμα, εντούτοις το αμφιθέατρο ήταν πάντα γεμάτο».
Η ίδια αποδομεί τη φήμη που έχει κυκλοφορήσει περί αυστηρότητας του καθηγητή Βενιζέλου. «Δεν είναι αλήθεια. Ίσως να έδινε την εντύπωση του αυστηρού, επειδή δε λαϊκιζε και έκανε μάθημα απαιτήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι προφορικές εξετάσεις που είχα δώσει κάποτε στο μάθημά του. Μαζί με μένα και άλλοι τρεις τολμηροί – σε άλλα μαθήματα έβλεπες 40-50 άτομα να επιλέγουν τη λύση των προφορικών. Προτού αρχίσει η εξέταση, βγήκε – με παιγνιώδες ύφος – και μας το έπαιξε δύσκολος, ρωτώντας αν θέλουμε πραγματικά να μπούμε · ερώτηση με χιούμορ, του τύπου «καλά, είστε ακόμη εδώ;». Σας πληροφορώ ότι όχι μόνο περάσαμε όλοι, ακόμη και κάποιος που προσωπικά θα τον έκοβα, αλλά και ότι η εξέτασή του απέδειξε μεγάλη ευρύτητα πνεύματος. Ο Βενιζέλος δεν ήταν από τους καθηγητές που περίμενε να ακούσει τα δικά του λόγια στο στόμα σου, για να σε περάσει.
«Ήταν εξαιρετικά δίκαιος, και ανοικτός ως άνθρωπος και ως καθηγητής, ως επιστήμονας».
Τουτέστιν, η όποια αυστηρότητα δεν ήταν, και ίσως δεν θα είναι και στο μέλλον, βαθμολογική, θα είναι γνωσιολογική, επί της διδακτικής και ερευνητικής διαδικασίας. Οι φοιτητές του ΑΠΘ αναμένουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News