«Ι» όπως Ίνγκβαρ, «Κ» όπως Κάμπαρντ, «Ε» όπως Ελμταρίντ, το όνομα της οικογενειακής επιχείρησης και «Α» όπως Αγκουναρίντ, το χωριό όπου γεννήθηκε. Ο άνθρωπος που όταν ήταν πέντε χρονών πουλούσε σπίρτα ενώ στα 17 του ίδρυσε μια εταιρεία με το όνομα IKEA, εγκατέλειψε την Κυριακή τα εγκόσμια πλήρης ημερών στη ηλικία των 91 ετών. Αλλά για να αντιληφθούμε ποιος πραγματικά υπήρξε ο Ίνγκβαρ Κάμπραντ, σίγουρα δεν αρκεί να συμβουλευτούμε τη λίστα του Bloomberg με τους σύγχρονους Κροίσους όλου του κόσμου. Την ημέρα του θανάτου του ο Mr. Ikea ήταν ο όγδοος πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο με την περιουσία του να ανέρχεται στα 47,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά πολύ πιο αποκαλυπτική για τη ζωή και, κυρίως, για τη μετέπειτα πορεία του ανθρώπου που επίπλωσε τα σπίτια όλου του κόσμου είμαι μια φωτογραφία ενός φθαρμένου ξύλινου κουτιού πάνω στο οποίο υπάρχει γραμμένη με το χέρι η φράση «Fiskekassa», κάσα των ψαριών στα ελληνικά, ενώ στο εσωτερικό του διακρίνεται μια χούφτα κέρματα.
Η εν λόγω φωτογραφία εντοπίζεται σήμερα στην ιστοσελίδα της IKEA ενώ εκείνα τα κέρματα ήταν τα χρήματα που έβγαζε, παιδί ακόμα, ο Κάμπραντ, περιφερόμενος με το ποδήλατο της μητέρας του στη γειτονιά τους και πουλώντας στις γειτόνισσες, πέρα από σπίρτα, φρέσκους σολομούς που ψάρευε μόνος του. Στη συνέχεια, ξεκίνησε να πουλά μολύβια, νάιλον κάλτσες και, σταδιακά, οτιδήποτε άλλο μπορούσε να πωληθεί και να του αποφέρει κέρδος.
Και έτσι, σιγά σιγά, κατέληξε να δημιουργήσει έναν επιχειρηματικό κολοσσό, την μεγαλύτερη αλυσίδα λιανικής πώλησης επίπλων στην παγκόσμια ιστορία του εμπορίου. Τα νούμερα είναι ενδεικτικά: τζίρος περί τα 38 δισεκατομμύρια ευρώ, 340 σημεία πώλησης ανά την υφήλιο, 212 εκατομμύρια αντίτυπα ενός καταλόγου που μεταφράστηκε σε 29 γλώσσες το 2013, το πιο διαδεδομένο και διαβασμένο «βιβλίο» στον κόσμο μετά τη Βίβλο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Corriere della Sera
Ο Ίνγκβαρ Κάμπραντ, παρότι υπήρξε ένας εσωστρεφής και κλειστός άνθρωπος ήταν αδιαμφισβήτητα μια επιχειρηματική ιδιοφυΐα καθώς μπόρεσε να μαντέψει τις επιθυμίες των «απλών» ανθρώπων μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και να αντιληφθεί τη δυναμική της μαζικής κατανάλωσης στη Σουηδία και τον υπόλοιπο κόσμο.
Το πρώτο συναρμολογούμενο έπιπλο ο Ίνγκβαρ θα το σχεδιάσει και θα το κατασκευάσει μόνο του το 1956, αφότου είδε έναν υπάλληλο της οικογενειακής επιχείρησης να αφαιρεί τα πόδια ενός τραπεζιού ώστε να χωρέσει αυτό στο αυτοκίνητο ενός πελάτη. Στη συνέχεια υπόσχεται αμέσως «ένα ονειρικό σπίτι σε ονειρικές τιμές» και έως το τέλος της ζωής του δεν θα αθετήσει ποτέ την υπόσχεσή του.
Σύντομα απέκτησε πλούτο για να καταλήξει στη συνέχεια δισεκατομμυριούχος, διάγοντας, ωστόσο, βίο λιτό. Σε τέτοιο βαθμό που για πολλούς ο Ίνγκβαρ Κάμπραντ ήταν η προσωποποίηση της φιλαργυρίας, ένας σύγχρονος Σκανδιναβός Εμπενίζερ Σκρουτζ, παρόλο που πρόσφερε πολλά χρήματα σε φιλανθρωπίες.
Γεννημένος την 30η Μαρτίου του 1926 σε ένα χωριό της Σμάλαντ, της πιο φτωχής περιφέρειας της Σουηδίας, ο Κάμπραντ προτιμούσε να ντύνεται με μεταχειρισμένα ρούχα ενώ προέτρεπε τους υπαλλήλους του να γράφουν σε αμφότερες τις πλευρές του χαρτιού. Σύμφωνα με κάποιους βιογράφους του, είχε τη συνήθεια να αναπληρώνει ό,τι κατανάλωνε από τα μίνι μπαρ των ξενοδοχείων όπου διέμενε, με προϊόντα που αγόραζε ο ίδιος από το κοντινότερο σουπερμάρκετ.
Αλλά αυτός ο ιδιοφυής και λιτός άνθρωπος, πέρα από εκκεντρικός υπήρξε και αμφιλεγόμενος: για το γεγονός ότι στα νιάτα του είχε ισχυρούς δεσμούς με το νεοναζιστικό κόμμα της Σουηδίας, γιατί κατηγορήθηκε για εργασιακή εκμετάλλευση ανηλίκων σε εργοστάσια της ΙΚΕΑ σε χώρες όπως το Βιετνάμ και η Ινδία, όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι στην καλύτερη περίπτωση ρευστά και γιατί επί πολλά χρόνια η φορολογική του έδρα ήταν στην Ελβετία.
Επέλεξε, ωστόσο, να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του κοντά στο Αγκουναρίντ, το χωριό όπου γεννήθηκε, εκεί όπου ο πατέρας του έβγαζε τα προς το ζην ως ξυλουργός. Γνωρίζοντας ότι συνέβαλε εξαιρετικά στην «δημοκρατικοποίηση», τρόπον τινά, της αγοράς επίπλων, αλλά και του καταναλωτισμού, γενικότερα.
Η δυνατότητα που παρείχε ο Ίνγκβαρ Κάμπραντ σε εκατομμύρια ανθρώπους να αγοράζουν και να συναρμολογούν οι ίδιοι στο σπίτι τους τα έπιπλά τους, αποτέλεσε μια επανάσταση τα θεμέλια της οποίας αρχικά ήταν οικονομικά. Αλλά τελικά μετεξελίχθηκε σε μια επανάσταση πολιτισμικού χαρακτήρα που δεν είχε να κάνει μόνον με την εξοικονόμηση χρημάτων. Γιατί η ΙΚΕΑ κατέληξε να αποτελεί μια κατεξοχήν διαταξική επιχείρηση. Με την πάροδο του χρόνου στα εκατοντάδες καταστήματά της ανά τον κόσμο κατέληξαν να κάνουν τις αγορές τους, πέρα από φοιτητές και νεαρά ζευγάρια με περιορισμένα εισοδήματα, άνθρωποι περισσότερο ευκατάστατοι που καταδέχονται καλύψουν τις όποιες αισθητικές ανάγκες τους με έπιπλα απλά, καθημερινά, λειτουργικά που δεν κοστίζουν μια περιουσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News