Το σπίτι του σερ Αντονι Χόπκινς βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά της Σάντα Μόνικα και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Του αρέσει να μπαίνει στο Google Maps και να περιηγείται στους δρόμους του Μάργκαμ, της χαλυβουργικής πόλης στη νότια Ουαλία όπου γεννήθηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, πριν από 83 χρόνια: «Θα ξεκινήσω από το σπίτι του παππού μου, θα ανέβω στην οδό Καρνάρφον, και μετά θα ταξιδέψω σε όλο το Πορτ Τάλμποτ. Είναι απλά ένα παιχνίδι», λέει στην Κάρολαϊν Σκοτ της βρετανικής εφημερίδας The Times.
Οταν ήταν παιδί του άρεσε να κρέμεται στο πίσω μέρος των λεωφορείων που πήγαιναν στο Πορτ Τάλμποτ, ανυπόμονος για τα πράγματα που επρόκειτο να συμβούν. Και εξακολουθεί να είναι ανυπόμονος, τόσο με τη ζωή όσο και με τον εαυτό του. Οταν έφτασε στη Νέα Υόρκη, πριν από τέσσερις δεκαετίες ήταν ένας ανήσυχος νεαρός με σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθε ότι δεν ταίριαζε πουθενά και με τίποτα. Τώρα, είναι ένας από τους πιο σεβαστούς και διάσημους ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Με την τελευταία ταινία του «Ο Πατέρας» ήταν υποψήφιος για τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Aνδρα Ηθοποιού σε Δραματική Ταινία, (η οποία πήγε τελικά στον Τσάντγουικ Μπόουζμαν), και το Variety στοιχηματίζει πώς έχει σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει το δεύτερο Οσκαρ του τον Απρίλιο.
Η ταινία αναφέρεται στη δύσκολη σχέση ενός πατέρα, που βυθίζεται στην άνοια, με την κόρη του, την οποία υποδύεται η Ολίβια Κόλμαν. Το σενάριο του βραβευμένου με Οσκαρ Κρίστοφερ Χάμπτον («Επικίνδυνες σχέσεις») βασίζεται στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Φλοριάν Ζελέρ (στην Ελλάδα το έχει ανεβάσει ο Σταμάτης Φασουλής), ο οποίος κάνει τώρα και το σκηνοθετικό του ντεμπούτο. Και το μοντάζ έχει ελληνική υπογραφή: «Η επιτυχία της ταινίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο μοντάζ της και αυτό που επιτυγχάνει ο Γιώργος Λαμπρίνος πρέπει να τον κρατήσει στη συζήτηση», γράφει επαινετικά για τον γιο του Φώτου Λαμπρινού, το Variety.
Από την πρώτη στιγμή, ο «Πατέρας» αρχίζει να ανατρέπει υπόγεια όλα τα πράγματα που πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε. Μέσα ένα απόγευμα, στο ασφυκτικό πλαίσιο ενός κομψού διαμερίσματος, απλώνεται ένας ατελείωτος κύκλος σύγχυσης και αμηχανίας. Ο Αντονι -ο Ζελέρ έχει δώσει στον χαρακτήρα του όχι μόνο το όνομα αλλά και την ηλικία του Χόπκινς- προσπαθεί σκληρά να παραμείνει σε κάτι πραγματικό, το έδαφος, όμως, αλλάζει συνεχώς κάτω από τα πόδια του. Και το ίδιο συμβαίνει στον θεατή, ο οποίος ζει τον αποπροσανατολισμό και τη σύγχυση του πρωταγωνιστή, καθώς γλιστράει από την έξαλλη περιφρόνηση στην αδυναμία.
Ο γάλλος συγγραφέας μεγάλωσε με τη γιαγιά του, που άρχισε να εμφανίζει σημάδια άνοιας όταν ο Ζελέρ ήταν 15 ετών, και ο στόχος του δεν ήταν να πει απλά μια ιστορία αλλά να κάνει το κοινό να την βιώσει την κατάσταση από μέσα. Δεν υπάρχουν λυτρωτικά συναισθήματα. Η άνοια αλλάζει τον Αντονι: τη μια στιγμή είναι γοητευτικός και πολιτισμένος, και αμέσως μετά αφόρητα σκληρός. Πρόκειται για μια ταινία που δεν αφορά μόνο τα όρια της αγάπης καθώς η σχέση γονέα-παιδιού ανατρέπεται, αλλά και τη φρικτή αλήθεια ότι η υπομονή και η ανεκτικότητα δεν είναι ατελείωτες.
Η ερμηνεία του Χόπκινς είναι -για ακόμα μα φορά- εκπληκτική. Του ήταν εύκολο να παίξει τον ρόλο «γιατί είμαι μεγάλος», λέει. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι ενώ βγαίνει από έναν ρόλο μόλις τελειώσουν τα γυρίσματα, αυτός του έμεινε. «Με έκανε να γνωρίσω περισσότερο τη θνητότητα και την ευθραυστότητα της ζωής και να κρίνω τους ανθρώπους λιγότερο. Είμαστε όλοι ευάλωτοι, όλοι είμαστε τσακισμένοι. Μπορούμε να δείξουμε με το δάχτυλο και να καταδικάσουμε άλλους ανθρώπους. Είναι πολύ εύκολο γιατί ο κόσμος είναι ένα τρελοκομείο, αλλά προσπαθώ να κρατάω το στόμα μου κλειστό και να απολαμβάνω τη ζωή όσο καλύτερα μπορώ», λέει.
Οταν γύριζε τις τελευταίες σκηνές, στη μνήμη του ήρθε ξαφνικά ο αρτοποιός πατέρας του, στο νοσοκομείο όταν πέθαινε. «Θυμάμαι αυτόν τον κάποτε ισχυρό, στιβαρό άντρα, σε παρακμή και κατάθλιψη, γεμάτο φόβο. Ηταν ευερέθιστος και οξύθυμος, δεν ήθελε να τον ενοχλείς και εγώ είμαι κάπως έτσι. Κοίταξα τη φωτογραφία μου με τις δύο κόρες μου στο κομοδίνο, στο πλατό, και το ραδιόφωνο και το μικρό σημειωματάριο και ήξερα τι ένιωθε στο τέλος. Φόβο. Βαθιά μελαγχολία και θλίψη και μοναξιά. Ολοι προσποιούμαστε ότι δεν είμαστε, αλλά τελικά όλοι είμαστε μοναχικοί. Η επιτυχία είναι μια χαρά, είναι ένας τρόπος να επιβιώνουμε, αλλά στο τέλος, είμαστε όλοι απελπιστικά μόνοι. Και αυτό είναι το πιο οδυνηρό και πιο εύγλωττο πράγμα για μένα».
Στην πραγματική ζωή ο Αντονι Χόπκινς έχει μόνο μια κόρη, την 53χρονη ηθοποιό και μουσικό Αμπιγκεϊλ Χόπκινς -από τον πρώτο του γάμο με την ηθοποιό Πετρονέλα Μπάρκερ- από την οποία φέρεται να είναι αποξενωμένος. «Ταμπού!», γρυλίζει όταν τον ρωτάει σχετικά η δημοσιογράφος. «Δεν θέλω κουβέντα γι’ αυτό».
Αργότερα, συζητώντας το πέρασμα του χρόνου, θα της πει: «Το παρελθόν είναι σφραγισμένο. Εχω λύπη. Δεν θα ήθελα να επιστρέψω εκεί, αλλά δεν μπορείς να αναιρέσεις τα πράγματα. Πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή, να τη ζεις χωρίς να κοιτάς πίσω».
«Στο σχολείο; Απελπισία…»
Μεγαλώνοντας, ο Χόπκινς ήταν ένα μοναχικό, δύσπιστο μοναχοπαιδί, που δυσκολευόταν να κάνει φίλους: «Ημουν αργός στα μαθήματα, κακός στον αθλητισμό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε κάποιος όταν μιλούσε. Πριν από μερικά χρόνια, η γυναίκα μου ρώτησε έναν παλιό δάσκαλό μου, πάνω από 90 ετών πια, “Πώς ήταν ο Τόνι στο σχολείο;” Και εκείνος είπε, ”Απελπισία!”», λέει. Η καρδιά σου δεν μπορεί παρά να ραγίσει στη σκέψη εκείνου του μικρού αγοριού, που στεκόταν στην άκρη του δρόμου, μασώντας το μανίκι του, ενώ όλα τα άλλα παιδιά έπαιζαν στην άλλη άκρη. Οι γονείς του δεν ήξεραν τι να κάνουν για να το βοηθήσουν: «Δεν είχα καθόλου εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ημουν απολύτως πεπεισμένος ότι ήμουν ηλίθιος», λέει ο 83χρονος ηθοποιός.
Η μητέρα του τον έστειλε να κάνει μαθήματα ζωγραφικής με μια κοπέλα, που είχε το ατελιέ της πάνω από το ταχυδρομείο του Πορτ Τάλμποτ. «Μια μέρα σχεδίαζα έναν πειρατή όταν μπήκε ο φίλος της, κοίταξε πάνω από τον ώμο μου και είπε, “Μου αρέσουν οι μπότες του”», θυμάται ο Χόπκινς. Ηταν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ένας νεαρός, που φιλοδοξούσε να γίνει ηθοποιός. Χρόνια αργότερα, ο Μπάρτον ήταν πλέον μεγάλος σταρ και ο Χόπκινς περίμενε έξω από το σπίτι του στην οδό Κάραντογκ για να του ζητήσει αυτόγραφο: «Καθώς έφυγε με τη γκρι Jag του, σκέφτηκα, αυτό θέλω να γίνω μια μέρα».
Και έγινε σπουδαίος με μέντορά του τον σερ Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος τον κάλεσε στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο. Ο Χόπκινς δούλεψε απίστευτα σκληρά για να πετύχει και εξακολουθεί να το κάνει: περνάει κάθε σκηνή ακριβώς 250 φορές, εκπαιδεύοντας τον εγκέφαλό του σαν αθλητής, έως ότου νιώσει το σενάριο εντελώς δικό του. «Είμαι εμμονικός. Και ποτέ δεν ήμουν ομαδικός παίκτης. Δεν υπήρξα ποτέ καλό μέλος μιας ομάδας, επειδή δεν ταίριαζα. Δεν ανήκα πουθενά».
Η μάχη με το αλκοόλ
Ο Ολίβιε είδε επίσης την αυτοκαταστροφική του πορεία και ανήσυχος για τη μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, τον έστειλε σε έναν ψυχίατρο. Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, ο Χόπκινς χαρακτήρισε τον αλκοολισμό του «υπέροχο δώρο», «γιατί οπουδήποτε πηγαίνω, η άβυσσος με ακολουθεί», είπε σε μια συνέντευξή του το 2018, περιγράφοντας αυτό το κενό ως κίνητρο. «Κοιτάζοντας πίσω, δεν νιώθω καμία υπερηφάνεια για τον εαυτό μου γιατί προκάλεσα πολλές ζημιές», λέει, «Είναι θανατηφόρο να είσαι με μεθυσμένους και εγώ ήμουν ένας από αυτούς. Ωστόσο, ενώ δεν θα ήθελα να επαναλάβω εκείνα τα χρόνια, επειδή πλήγωσα ανθρώπους, η ανησυχία και ο θυμός ήταν η κινητήρια δύναμη στη ζωή μου. Πήρα μερικές τρελές αποφάσεις, οι οποίες αποδείχτηκαν ευεργετικές».
Λέει ακόμη ότι «το μεθύσι είναι ένας θαυμάσιος τρόπος για να κάνεις “check out”». «Εχει άμεσο αποτέλεσμα, γι’ αυτό το κάνουμε. Στην περίπτωσή μου είχα αυτές τις περίεργες εσωτερικές συγκρούσεις, δεν αισθανομουν ότι ταιριάζω στο πετσί μου. Ενιωθα βαθιά ενοχή και ντροπή και ότι δεν άξιζα την τύχη που είχα ως ηθοποιός». Το παράξενο είναι ότι και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, που τον ενέπνευσε, έπινε μέχρι θανάτου και είχε παρόμοια αμφιλεγόμενα συναισθήματα για το ταλέντο του. Προς το τέλος της ζωής του, ο Μπάρτον αποκάλυψε ότι ντρεπόταν να είναι ηθοποιός.
Ο Χόπκινς, ωστόσο, είναι νηφάλιος από την 29η Δεκεμβρίου 1975, όταν ξύπνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Αριζόνα χωρίς να έχει ιδέα πώς θα βρέθηκε εκεί. Πήγε σε μια συνάντηση ΑΑ και έκτοτε δεν άγγιξε ξανά αλκοόλ «ούτε ένιωσα την παρόρμηση. Οταν ζήτησα βοήθεια και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνος, ότι υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι σαν κι εμένα, όλοι οι φόβοι μου άρχισαν να διαλύονται», αποκαλύπτει. Στις 29 Δεκεμβρίου 2020, μάλιστα, έστειλε ένα μήνυμα στους εκατοντάδες χιλιάδες ακολούθους του στα social media γιορτάζοντας 45 χρόνια αποχής από το αλκοόλ, και το βίντεο έγινε αμέσως viral.
Η επιτυχία της «Σιωπής των Αμνών» και το Οσκαρ, που του χάρισε η συγκλονιστική ερμηνεία του Χάνιμπαλ Λέκτερ το 1991 (η συμπρωταγωνίστριά του Τζόντι Φόστερ βραβεύτηκε επίσης με Οσκαρ), του επέτρεψε τελικά να βάλει στην άκρη μερικές από τις φωνές στο κεφάλι του που έλεγαν: «Είσαι ηλίθιος, δεν είσαι καλός, δεν το αξίζεις». Ως ψυχίατρος και κατά συρροή δολοφόνος με τη συνήθεια του κανιβαλισμού, ο Χόπκινς απέδειξε ότι κανείς άλλος ηθοποιός δεν μπορεί να υποδυθεί έναν χαρακτήρα αινιγματικά κακό, τόσο καλά όσο αυτός.
Εκτοτε ακολούθησαν πολλές διακρίσεις. Εγινε Ιππότης του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας -με άλλα λόγια σερ-, επίτιμο μέλος του Πανεπιστημίου της Ουαλίας, στην απονομή των Χρυσών Σφαιρών του 2006 τιμήθηκε με το Βραβείο Σεσίλ ντε Μιλ για την δια βίου προσφορά του στον κινηματογράφο, και δύο χρόνια αργότερα έγινε μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (Bafta Fellowship Award).
Το 2003 παντρεύτηκε την τρίτη σύζυγό του, την Στέλλα Αρόγιαβε. Η 64χρονη Κολομβιανή, «είναι φανατική με τις μάσκες και το πλύσιμο των χεριών, πραγματικά με φροντίζει και δεν επιτρέπει την αρνητικότητα. Αν πω κάτι αυτοκαταστροφικό όπως “είμαι ηλίθιος”», λέει, “Ακυρο. Δεν είσαι ηλίθιος, είσαι διαφορετικός”», λέει.
«Είναι απλώς ετικέτες…»
Η δημοσιογράφος της εφημερίδας The Times τον ρωτάει ακόμα αν έχει -όπως φέρεται- αξιολογηθεί για ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας (διεθνώς ADHD) ή για Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, αλλά δεν του αρέσει η ιδέα. «Είναι απλώς ετικέτες, έτσι δεν είναι;», απαντάει. Ο χρόνος τον έχει διδάξει να αυτοκαταστρέφεται λιγότερο, και η Στέλλα του έδωσε την αυτοπεποίθηση, που χρειαζόταν για να ζωγραφίσει. Τα μεγάλα τοπία, τα σουρεαλιστικά πορτρέτα και τα αφηρημένα έργα του αξίζουν χιλιάδες δολάρια. Η Στέλλα είναι ηθοποιός, σκηνοθέτρια, παραγωγός, διευθύνει την εταιρεία τους, Margam Fine Art, και επιβλέπει τους λογαριασμούς του στα social media: «Εχει το πιο εξαιρετικό επιχειρηματικό μυαλό. Εγώ δεν έχω την επιθυμία να κάνω ούτε τα μισά από αυτά που κάνει», λέει ο Χόπκινς για τη σύζυγό του.
Δεν κάνει παρέα με άλλους ηθοποιούς. Παλιά του άρεσε να πηγαίνει σε πάρτι και σε μπαρ. Οχι πια. Εκανε το εμβόλιό του για τον κορονοϊό και ανυπομονεί να βγει, αλλά το lockdown με τη Στέλλα, τις γάτες και τα σκυλιά τους δεν τον έχει δυσκολέψει. «Σηκώνομαι κάθε πρωί, τρώω τη βρώμη μου, πηγαίνω στο γυμναστήριο, η γυναίκα μου πηγαίνει για μπάνιο. Ζωγραφίζω, διαβάζω, παίζω πολύπλοκα κομμάτια στο πιάνο γιατί θέλω να κρατήσω τον εγκέφαλό μου ενεργό. Παίζω με τη γάτα μου. Δεν με ενδιαφέρει τι συμβαίνει έξω».
Θα μπορούσε να εξηγήσει στον νεότερο, ταραγμένο εαυτό του ότι θα έβρισκε κάποτε τέτοια ικανοποίηση; «Αχ, όχι, αυτό έρχεται με την ηλικία», λέει, χαμογελώντας, «Τακτοποιήθηκε πραγματικά στους κόκκους του DNA μου μόλις τα τελευταία δέκα χρόνια».
O ίδιος βέβαια έδειξε ότι παραμένει ένας υπέροχος και υπέροχα τρελός 83άρης. Το παρακάτω tweet την Τρίτη, έγινε viral, με τον κόσμο να υποκλίνεται στην αξιοζήλευτη νεότητα του σερ Αντονι.
Tuesday Tunes ? pic.twitter.com/kAFFh4cEZG
— Anthony Hopkins (@AnthonyHopkins) March 2, 2021
Σκέφτεται τον θάνατο; Ναι. «Αλλά όχι νοσηρά, απλά ελπίζω να έχω ειρήνη με τα πάντα όταν έρθει η ώρα». Παραδόξως, νιώθει εντελώς άνετα με τη δική του ασημαντότητα. Αναφέρεται στη φιλοσοφία του Σωκράτη, που ήταν στηριγμένη στην λογική του «ένα ξέρω ότι τίποτα δεν ξέρω»: «Κανένας από εμάς δεν έχει σημασία. Σε αυτό το απέραντο σύμπαν όπου όλοι υπάρχουμε, δεν είμαστε τίποτα», λέει και αποκαλύπτει ότι όταν του ήρθε αυτή σκέψη στο μυαλό για πρώτη φορά -την πρώτη ημέρα που έμεινε ξεμέθυστος- «ήταν και η μοναδική στιγμή που ένιωσα πραγματικά ελεύθερος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News