• Ρετιρέ και ταρατσόκηπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες
Πολλά μπράβο έχω να πω στον ιδιοκτήτη του ρετιρέ και του «ταρατσόκηπου» (μα πόσο υπέροχη λέξη) στη Θεσσαλονίκη που αναφέρει στο πωλητήριο ότι τα συγκεκριμένα τετραγωνικά μέτρα είναι κατάλληλα για «σκηνοθέτες, ζωγράφους, συγγραφείς». Αμέσως το έκανα εικόνα. Ενας σκηνοθέτης, ή ένας ζωγράφος, ή ένας συγγραφέας, να είναι καθισμένος αναπαυτικά σε μία κουνιστή πολυθρόνα και να αγναντεύει το γαλάζιο του ουρανού από το ρετιρέ και το καταπράσινο του ταρατσόκηπου και να εμπνέεται για την επόμενη παράσταση, πίνακα, βιβλίο του. Φυσικά, όλα αυτά μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, με μία βασική προϋπόθεση. Οτι ο επίδοξος αγοραστής, εκτός από καλλιτέχνης, είναι και εισοδηματίας. Γιατί αλλιώς, το κλισέ που δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, έχει ως εξής: αν κάνεις τέχνη στην Ελλάδα, κάνεις ταυτόχρονα άλλες δέκα δουλειές για να ζήσεις. Τα λεφτά που βγάζεις, φτάνουν – δεν φτάνουν για να πληρώσεις το ενοίκιο ενός διαμερίσματος με απεριόριστη θέα στον φωταγωγό. Ερχονται όμως κάπου κάπου κάτι τόσο ρομαντικά «ΠΩΛΕΙΤΑΙ», που κάνουν ακόμη και έναν καλλιτέχνη να ονειρεύεται το σπίτι των ονείρων του. Οχι ότι αν σήμερα κάνεις μία πιο συμβατή δουλειά είσαι σε θέση να αγοράσεις σπίτι. Το πολύ πολύ, να μπορείς να πάρεις -με δόσεις- το σύστημα αυτόματου ποτίσματος για τον ταρατσόκηπο.
• Οπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και τσίκνα
Πριν από λίγες ημέρες, στις 28 Φεβρουαρίου 2019 συγκεκριμένα, γιορτάσαμε μία από τις σημαντικότερες εθνικές μας γιορτές, αυτή της Τσικνοπέμπτης. Σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο της πόλης, όπου και αν έστρεφες το βλέμμα, πυκνά σύννεφα καπνού κάλυπταν την αστική καθημερινότητα. Περπατώντας μεσημέρι στην κεντρική και πολύβουη Μιχαλακοπούλου, είδα ένα τέτοιο σύννεφο να βγαίνει μπροστά από ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Πάνω από το σύννεφο, τρεις-τέσσερις άνδρες, με πολύ αφοσιωμένο ύφος, μου έδωσαν την εντύπωση ότι πάσχιζαν να επαναφέρουν κάποιο αυτοκίνητο που χαροπάλευε. Ομως όχι. Η προσήλωση και η αυταπάρνησή τους, είχε να κάνει με το άγχος μήπως παραψηθούν τα σουβλάκια, η μυρωδιά των οποίων σου έσπαγε τη μύτη, και ας στεκόσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Εν τω μεταξύ στη Βαρβάκειο Αγορά, μάχιμοι vegans πέταξαν χαρτάκια αντί για σερπαντίνες, με την προτροπή «ΝΑ ΦΑΤΕ ΦΑΚΕΣ». Ο,τι πείτε. Και για επιδόρπιο, θα φάμε παντεσπάνι όλοι εμείς οι σαρκοφάγοι.
• Ενα dog friendly καφέ για κουνιστές ουρές
Στο ούτως ή άλλως καλαίσθητο καφέ «Medez» στο Παγκράτι, υπάρχει ένας τοίχος, πάνω στον οποίο κυριαρχούν τα πορτραίτα όλων των διάσημων θαμώνων του. Δεν πρόκειται για ηθοποιούς και τραγουδιστές που πίνουν εκεί τη ζεστή τους σοκολάτα, αλλά για τα σκυλάκια που είναι ευπρόσδεκτα να περάσουν το κατώφλι μαζί με τα αφεντικά τους. Παραταγμένα σε φορμάτ φωτογραφίας polaroid, τα συγκεκριμένα σκυλοπορτραίτα κάνουν κάτι παραπάνω από σαφές, ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα.
Η «Νέρα», η «Τάρα», ο «Ιζι», ο «Γουόλφι» και άλλες φωτογενείς μουσούδες, κοιτούν με απορία τον φακό, περνώντας εν αγνοία τους στην αιωνιότητα. Κάτω από κάθε φωτογραφία, υπάρχει και το όνομα του κάθε σκύλου, απαραίτητο στοιχείο σε κάθε wall of fame που σέβεται τον εαυτό του και την φιλόζωη πλευρά του.
• «Με λένε Ειρήνη. Μου δίνεις τα σκουπίδια σου;»
Ζώντας σε μία τόσο παρατημένη περιοχή της Αθήνας όπως τα Κάτω Πατήσια, πίστευα ότι πάνω κάτω τα είχα δει όλα. Ως το πρωί που με σταμάτησε στον δρόμο ένα κοριτσάκι εννιά χρονών περίπου, από εκείνα που συχνά αποκαλούμε έστω από μέσα μας «γυφτάκια» και πάμε στις δουλειές μας. Και εγώ στη δουλειά μου πήγαινα, κρατώντας στο δεξί χέρι μία γεμάτη σακούλα σκουπιδιών για να την πετάξω λίγο παρακάτω και στο αριστερό μία χάρτινη με το τάπερ και το φρούτο για το γραφείο. Οταν με σταμάτησε αυτό το κορίτσι, για να με ρωτήσει αρχικά αν είχα λεφτά να του δώσω. Του αρνήθηκα, λίγο από καχυποψία, λίγο από βιασύνη, και τότε σκύβει και κοιτάζει την παραγεμισμένη σακούλα σκουπιδιών. «Αυτά τι είναι;» με ρώτησε. «Τα σκουπίδια μου» της απάντησα, νιώθοντας ήδη ντροπή. Πριν καλά-καλά το καταλάβω, είχε σκίσει με τα νύχια της σε δύο σημεία τη σακούλα και είχε βγάλει από μέσα μία χάρτινη συσκευασία τσαγιού που είχε κάτι ζωγραφισμένο πάνω και μάλλον ήταν ό,τι πιο όμορφο πρόλαβε να βρει εκεί μέσα.
«Με λένε Ειρήνη. Αν με ξαναδείς εδώ γύρω, φέρε μου ένα δώρο, ό,τι έχεις. Μου αρέσουν οι τσάντες» μου είπε με ευγένεια που δεν συναντάς συχνά σε αυτή την πόλη. Φεύγοντας, δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε μόλις συμβεί. Ντράπηκα και επειδή δεν είχα κάτι πιο χρήσιμο για την Ειρήνη μέσα στα σκουπίδια μου, και επειδή δεν της έδωσα την άλλη σακούλα που κρατούσα, με τα φαγώσιμα, και που προτίμησα να τα κρατήσω για τον εαυτό μου.
Από εκείνη την ημέρα πάντως, κυκλοφορώ με ένα μικρό τσαντάκι μέσα στο σακίδιό μου, μήπως την ξανασυναντήσω και της το χαρίσω. Και κάθε φορά που πετάω κάτι στα σκουπίδια, σκέφτομαι πόσο πολύτιμο θα μπορούσε να είναι για κάποιον, αυτό που για εμάς έχει ήδη παλιώσει. Σε μία πόλη στην οποία όλοι ανεξαιρέτως οι επίδοξοι δήμαρχοι φωτογραφίζονται σε πλατείες στα Κάτω Πατήσια αλλά δεν θα μπουν ποτέ στον κόπο να στρίψουν για να δουν τι υπάρχει στα στενά δρομάκια τους, έχουμε δυστυχώς συνηθίσει ακόμη και την εικόνα των ανθρώπων που είναι σκυμμένοι πάνω από τους κάδους σκουπιδιών αναζητώντας ρούχα και φαγώσιμα.
Είναι άνθρωποι που προσπερνάμε βιαστικά, για να μην μολύνουμε και άλλο την καθημερινότητά μας, με ακόμα μία στενάχωρη εικόνα. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν όνομα, δεν έχουν καν πρόσωπο για σένα. Μια πλάτη βλέπεις με την άκρη του ματιού σου και ένα χέρι να ψαχουλεύει. Αν όμως μάθεις εντελώς τυχαία ότι ένας από αυτούς λέγεται «Ειρήνη» και έχει κάπου στολίσει ένα χάρτινο κουτάκι τσαγιού;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News