• Το Nokia του φαντάρου
Οταν το βγάζω έξω στο Μετρό, με κοιτούν με αηδία. Οι μανάδες κλείνουν τα μάτια των παιδιών τους, προτού τις ρωτήσουν «μαμά, τι είναι αυτό;». Τα δεκαπεντάχρονα με περνούν για άστεγη. Και οι άστεγοι, που έχουν πολύ καλύτερο κινητό από το δικό μου, με περνούν για τρελή. Ε, ναι λοιπόν. Είμαι μια αντάρτισσα της τεχνολογικής επανάστασης, που έχει το θράσος να κυκλοφορεί σε μία πόλη όπου ΟΛΑ γίνονται μέσω smartphone, με το φτωχό, πλην τίμιο, «Nokia του φαντάρου». Το αποκαλώ έτσι χαϊδευτικά, γιατί θέλω να πιστεύω ότι ένα τέτοιο κινητό επιλέγει να πάρει μαζί του ένας νεοσύλλεκτος, φοβούμενος ότι αν έχει μαζί του το πανάκριβο smartphone, θα του το κλέψουν οι «παλιοί», ή έστω, θα του το κρύψουν για καψόνι. Ο μόνος τρόπος να μην σου κλέψουν το κινητό στην Αθήνα, είναι να πάρεις ένα τέτοιο. Μπορείς να το ξεχάσεις στο πιο πολυσύχναστο μέρος και να το βρεις ακριβώς εκεί όπου το άφησες.
Ακολουθούν δύο αληθινά περιστατικά που συνέβησαν σε φίλους, με τους οποίους ανήκουμε στην ίδια μειονότητα, των αρνητών της οθόνης επαφής και της διαρκούς δικτύωσης.
Φίλος περπατούσε βράδυ σε κακόφημο σοκάκι της Ομόνοιας, μετά την πρόβα του στο Εθνικό Θέατρο. Ξαφνικά, νιώθει ένα αιχμηρό αντικείμενο στην περιοχή του νεφρού του και μία απειλητική φωνή να του λέει τρεις λέξεις: «Το κινητό σου». Εκείνος παγώνει και βγάζει από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν του το παλαίμαχο Nokia, δίνοντάς το με τρεμάμενο χέρι. Ο επίδοξος ληστής το κοιτάει, κάνει μία απορημένη παύση και αμέσως μετά λέει: «Πλάκα μου κάνεις ρε φίλε;». Και χάθηκε στο επόμενο στενό, ηττημένος από τη vintage νοσταλγία των 90s.
Φίλη-κάτοχος Nokia βρισκόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ μιλούσε μαζί μου στο κινητό. Κάποια στιγμή, ακούω ένα ηχητικό μπουρδούκλωμα, εκείνη να φωνάζει «βοήθεια, το κινητό…το πήρε» κι εγώ (σωστά) υπέθεσα από την άλλη άκρη της γραμμής, ότι κάποιος καβάλα σε μηχανή, της άρπαξε το τηλέφωνο μέσα από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου, ενώ εκείνη το είχε στο αυτί της. Δευτερόλεπτα μετά, με ξαναπαίρνει από τον ίδιο αριθμό. «Δεν σου το έκλεψαν τελικά;» τη ρώτησα. «Μου το ξαναπέταξαν μέσα» μου απάντησε.
• Η μπάντα που παίζει τα πάντα
Ο Σίμος Κακάλας είναι από τους ελάχιστους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, που ΔΕΝ παίρνουν τον εαυτό τους στα σοβαρά. Κι αυτό μόνο σε καλό μπορεί να σου βγει, καθώς ξεχωρίζεις σαν πορτοκαλί σημαδούρα μέσα σε έναν απογοητευτικό ωκεανό μιζέριας και σοβαροφάνειας. Αυτή την εποχή λοιπόν, εμφανίζεται κάθε Τρίτη στον χώρο του «Faust» επί της γοητευτικής οδού Καλαμιώτου μαζί με τέσσερις εξίσου ακομπλεξάριστους και πολύ ταλαντούχους μουσικούς (Ρόλη Γιαμοπούλου-κρουστά, ντραμς, Αγγελική Ποτήρη-βιολί, Πέτρος Κρεμυζάκης-μπάσο, Χρίστος Θεοδώρου-πιάνο, ενορχηστρώσεις). Με τον τίτλο που σου ανοίγει την όρεξη «Λίγο γλάσο ακόμα», το μόνο σίγουρο είναι ότι θα βιώσεις κάτι που συναντάς όλο και πιο σπάνια στα τυποποιημένα μουσικά προγράμματα. Μπορεί να καταλήξεις επί σκηνής να τραγουδάς το αγαπημένο σου τραγούδι, ή να χορεύεις ξέφρενα στους πιο απρόβλεπτους ρυθμούς κι ας είναι εργάσιμη η Τετάρτη που ξημερώνει. Ενα πρόγραμμα που θυμίζει αυτοσχέδιο πάρτι. Από εκείνα που κανονίζονται την τελευταία στιγμή, και γι’ αυτό ακριβώς, είναι τα καλύτερα!
• Τα μνημεία των σκύλων
Οποιος έχει σκύλο στην πόλη, είναι σίγουρα εκπαιδευμένος στο να τσακώνεται με όσους δεν έχουν. Αν ο τετράποδος φίλος σου κάνει την ανάγκη του στη μέση του δρόμου, τότε «λερώνει την πόλη» – κι ας μαζεύεις ό,τι αφήνει πίσω του χάρη στις σακούλες που κουβαλάς μαζί σου. Κι αν την κάνει σε κάποιο πάρκο, δίπλα στα χορταράκια, τότε «λερώνει το χώμα». Και στις δύο περιπτώσεις, είσαι καταδικασμένος να λογοδοτήσεις, καθώς ο σκυλάκος σου, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
Υπάρχουν όμως και δύο «dog friendly» μνημεία σε ισάριθμες πλατείες της Αθήνας, που είναι σα να σου δίνουν το πράσινο φως να χαρείς το πάρκο ελεύθερα, μαζί με το πιστό σου κατοικίδιο. Το εντυπωσιακό άγαλμα «Σκύλος» βρίσκεται στην πλατεία Κυψέλης από το 1940. Το φιλοτέχνησε ο γλύπτης Ευριπίδης Βαβούρης ύστερα από ανάθεση του Δήμου Αθηναίων. Ο φιλόζωος καλλιτέχνης είχε χρησιμοποιήσει ένα αληθινό κυνηγετικό σκυλί ως μοντέλο για το γλυπτό του. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, θα συναντήσεις σκύλους κάθε είδους να τρέχουν ανέμελα στο παρτέρι με φόντο τη συγκεκριμένη δημιουργία, με κρυφή υπερηφάνεια για τον μακρινό πρόγονό τους, που πέρασε στην αιωνιότητα.
Εντελώς τυχαία, είχα ανακαλύψει στην πλατεία Πίνδου στο Μαρούσι, πολύ κοντά στον σταθμό του ΗΣΑΠ, το γλυπτό με τίτλο «Συντροφιά». Βρίσκεται εκεί από το 2009, είναι έργο του Γιώργου Γεωργιάδη και αναπαριστά έναν σκύλο που κοιτά με απόλυτη αφοσίωση έναν άνθρωπο. Υπάρχει μάλιστα και μία ταμπελίτσα που σε βοηθά να διαβάσεις τη σκέψη του σκύλου: «Χαϊδέψτε για γούρι τη μουσούδα μου. Μην φοβάστε, δεν δαγκώνω».
• «Απανεμιά» ετών 55
Η πιο ιστορική μπουάτ της Αθήνας υπάρχει στην οδό Θόλου στην Πλάκα από το 1964. Ο Πάνος Δημητρόπουλος, στιχουργός και ιδιοκτήτης της «Απανεμιάς» από το 2010, μας μίλησε για τη μουσική σκηνή που αντέχει θεαματικά στον χρόνο.
-«Ημουν θαμώνας της “Απανεμιάς” από μικρός. Εδώ και 22 χρόνια μένω εκεί δίπλα, στην Πλάκα. Το να μένεις σε μια τέτοια γειτονιά, είναι ποιητικό και επικίνδυνο. Από τη μια σταματά ο χρόνος, από την άλλη περνάει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβεις. Σε ρουφάει σαν Παραμυθούπολη. Μου το είχε πει ένας γέροντας ζωγράφος: “Να το προσέξεις αυτό. Εγώ ήρθα στην Πλάκα στα 20, είμαι 80 κι ούτε κατάλαβα πότε πέρασαν τόσα χρόνια».
-«Είναι η παλιότερη μουσική σκηνή της Ελλάδας με συνεχή λειτουργία και η μοναδική αυθεντική μπουάτ που έχει απομείνει. Ενα ζωντανό μουσείο, ένας ναΐσκος της ελληνικής μουσικής. Το 1965 έπαιζε εδώ ο Μάρκος Βαμβακάρης, για κάποιες Τρίτες. Πήγαινε ο Νίκος Καββαδίας με τη Φλέρυ Νταντωνάκη να τον ακούσουν. Για τέτοια μεγέθη μιλάμε».
-«Από εδώ έχουν περάσει όλοι. Νταλάρας, Αλεξίου, Γαλάνη, Μητσιάς, Μητροπάνος… Κάποιοι έκαναν το πρώτο τους μεροκάματο εδώ, κράτησαν για πρώτη φορά μικρόφωνο. Κι όταν έρχονται μετά από χρόνια, κλαίνε σαν μωρά παιδιά απ’ τη συγκίνηση».
-«Οι τουρίστες την ανακαλύπτουν τυχαία. Μπαίνουν μέσα και τρελαίνονται! Τώρα τελευταία μαθαίνω ότι πολλοί την αναφέρουν και σε ταξιδιωτικά σάιτ. Οι ξένοι που έρχονται, κρατούν επαφή μαζί μας. Μας στέλνουν κάρτες χάρτινες, μας ευχαριστούν για τη φιλοξενία».
-«Η μπουάτ έχει μασίφ κοινό. Από 16 ως 80 ετών. Μπορεί να δεις έναν παππού με την εγγονή του να της λέει “να εδώ έφερνα ραντεβού τη μακαρίτισσα τη γιαγιά σου”. Εχουν μεγαλώσει πολλές γενιές εδώ μέσα».
-«Μόνο το καλοκαίρι κλείνουμε, για διακοπές. Μαζί με τα σχολεία. Και λέμε: “Ραντεβού τον Σεπτέμβρη”».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News