2009
Οι πρωταγωνιστές του «Μην Κοιτάτε Πάνω» Τζόνα Χιλ, Μέριλ Στριπ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Τζένιφερ Λόρενς | Netflix

«Μην Κοιτάτε Πάνω»: Η πραγματική ιστορία πίσω από την ταινία

Οι πρωταγωνιστές του «Μην Κοιτάτε Πάνω» Τζόνα Χιλ, Μέριλ Στριπ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Τζένιφερ Λόρενς
|Netflix

«Μην Κοιτάτε Πάνω»: Η πραγματική ιστορία πίσω από την ταινία

Μήπως η κοινωνία μας είναι πολύ γελοία για να λύσει τα προβλήματά της; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο της επιτυχημένης ταινίας  του Netflix «Μην Κοιτάτε Πάνω», η οποία είναι φέτος υποψήφια για τέσσερα Οσκαρ.

Η νέα σάτιρα του Ανταμ ΜακΚέι («Το Μεγάλο Σορτάρισμα») αναφέρεται (για όσους δεν την έχουν δει) σε έναν καθηγητή αστρονομίας και την μεταπτυχιακή φοιτήτριά του, οι οποίοι ανακαλύπτουν έναν μετεωρίτη, ικανό να καταστρέψει την ανθρωπότητα, που κινείται προς τη Γη. Προσπαθώντας να προειδοποιήσουν τον κόσμο, συνειδητοποιούν ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται. Η κυβέρνηση αναλώνεται σε βραχυπρόθεσμες και τιποτένιες φιλοδοξίες, τα ΜΜΕ σε επιπολαιότητες και ο κόσμος σε ψυχαγωγία και πολιτικό διχασμό.

Από κάθε άποψη, η ταινία είχε τεράστια επιτυχία. Οπως αναφέρει το Deadline, είναι η δεύτερη πιο επιτυχημένη ταινία στην ιστορία του Netflix με 321.520.000 ώρες θέασης τις πρώτες 17 ημέρες της προβολής της, μετά το «Red Notice», που κατέχει την πρώτη θέση με 364.020.000 ώρες θέασης τις πρώτες 28 ημέρες προβολής στην πλατφόρμα ροής. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να βρεθεί στην πρώτη θέση όταν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των 28 ημερών. Επίσης μόλις κέρδισε τέσσερις υποψηφιότητες για Οσκαρ, μεταξύ άλλων και για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Οι κριτικές ωστόσο είναι ανάμεικτες. Μερικοί λένε ότι είναι πολύ σκοτεινή και μοιρολατρική, άλλοι ότι το παρακάνει στο κήρυγμα και κάποιοι ότι χάνει τον στόχο της. (Δείτε το trailer της ταινίας)

Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια ταινία που δεν την ξεχνάς εύκολα. Η σάτιρα μπορεί να πλατειάζει και να είναι χοντροκομμένη κάποιες στιγμές, αλλά η κριτική που κάνει αφήνει ένα μεγάλο αποτύπωμα. Δεν λέει ότι οι Αμερικάνοι είναι πολύ χαζοί για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής ή οποιαδήποτε άλλη υπαρξιακή κρίση. Στην ουσία πρόκειται για ένα δριμύ κατηγορώ κατά των ελίτ και των διεφθαρμένων θεσμών, γράφει ο Σον Ιλινγκ στο Vox.

Ο Ιλινγκ κουβέντιασε στο podcast Vox Conversations με τον Ντέιβιντ Σιρότα, δημοσιογράφο και συν-σεναριογράφο του «Μην Κοιτάτε Πάνω» για την κριτική που δέχτηκε το «Μην Κοιτάτε Πάνω», τι πιστεύει εκείνος ότι προσπάθησε στην πραγματικότητα να πει η ταινία, και αν νιώθει αισιόδοξος μαθαίνοντας πόσος κόσμος την έχει δει μέχρι στιγμής.

Ο Σιρότα είναι ίσως ένας από τους ελάχιστους δημοσιογράφους –αν υπάρχουν άλλοι- που είχαν την τιμή να είναι υποψήφιοι για Οσκαρ, και δηλώνει ενθουσιασμένος με την υποψηφιότητά του αλλά και με την υποδοχή της ταινίας, που «έχει προκαλέσει τόση συζήτηση» και την «παθιασμένη ανταπόκριση του κοινού».

«Οταν κάναμε αυτή την ταινία, ξέραμε ότι θα προκαλούσε πραγματικά έντονα συναισθήματα, επειδή αγγίζει τόσα πολλά διαφορετικά θέματα. Αγγίζει την κλιματική κρίση, τον σεβασμό μας για την επιστήμη, την ηθική και την ευθύνη των μέσων ενημέρωσης. Αφορά το αν η κυβέρνησή μας λειτουργεί, αν μπορεί να λειτουργήσει. Αγγίζει τη δημοκρατία μας. Ξέραμε λοιπόν ότι θα είχε μεγάλη ανταπόκριση, αλλά ομολογώ ότι δεν ξέραμε ότι θα ήταν τόσο μεγάλη», λέει ο αμερικανός δημοσιογράφος και σεναριογράφος του «Μην Κοιτάτε Επάνω», στον Σον Ιλινγκ.

Οι επιστήμονες είναι δύσκολο να πείσουν τους πολιτικούς ακόμα και για ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα

Μήπως νευρίασε νομίζοντας ότι πολλοί άνθρωποι έχασαν το νόημα της ταινίας; «Οχι», απαντάει ο Σιρότα, «Ημουν λίγο μπερδεμένος με τη σκέψη ότι το μήνυμα της ταινίας ήταν λιγότερο σημαντικό για μερικούς ανθρώπους από ό,τι άλλα μέρη της ταινίας. Και θέλω να είμαι πολύ σαφής σχετικά με αυτό: Δεν χρειάζεται να σας αρέσει αυτή η ταινία. Μπορείτε να τη μισήσετε. Μπορείτε να την αγαπήσετε.  Αυτό δεν αντανακλά τις πολιτικές σας αξίες. Δεν είναι ένας προβληματισμός για το αν πιστεύετε ή όχι στην επιστήμη του κλίματος. Νομίζω ότι αυτό, που με μπέρδεψε ήταν ότι το μήνυμα αυτής της ταινίας είναι αρκετά σαφές και είναι ένα σημαντικό μήνυμα. Και νομίζω ότι αυτό τελικά προκύπτει». Ο Σιρότα προσθέτει «ότι υπάρχουν πολλά σε αυτή την ταινία που το κοινό μπορεί να γνωρίζει σιωπηρά, αλλά δεν τα έχει σκεφτεί πραγματικά ή δεν έχει γελάσει με αυτά».

Πιστεύει,  ακόμα, ότι «χρειαζόμαστε περισσότερες ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές και άλλα παρόμοια που αφορούν στο εδώ και τώρα. Η ανταπόκριση [του κοινού] μου λέει ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ταινίες και σειρές που πραγματικά παλεύουν με τα τρομακτικά πράγματα τα οποία συμβαίνουν στον κόσμο μας. Αυτή η ταινία βγαίνει και το λέει και μας αφήνει να το παλέψουμε και να παλέψουμε μαζί της. Δεν ξεφεύγει. Και νομίζω ότι αυτό είναι που χρειαζόμαστε περισσότερο».

Ο Σιρότα χαίρεται όταν ο Ιλινγκ του λέει την άποψή του για την ταινία: Ο δημοσιογράφος του Vox ένιωσε ότι το «Μην Κοιτάτε Πάνω» αφορά κυρίως τα συστήματα και την απώλεια της εξουσίας, η οποία γίνεται αντιληπτή, όταν μπορούμε να δούμε τι πάει στραβά με τον κόσμο και ταυτόχρονα νιώθουμε εντελώς αδύναμοι να τον αλλάξουμε, κάτι που δεν είναι ακριβώς το ίδιο με το να λέμε ότι είμαστε όλοι σε συλλογική άρνηση. Ούτε είναι το ίδιο πράγμα με το να αποκαλείς τους Αμερικανούς ηλίθιους, όπως το ερμήνευσαν πολλοί άνθρωποι.

«Στην πραγματικότητα» τον συμπληρώνει ο Σιρότα, «δεν νομίζω ότι η ταινία περιφρονεί τους ανθρώπους. Αν μη τι άλλο, ασκεί κριτική στις ελίτ, στους ανθρώπους με μεγάλη δύναμη. Οι απλοί άνθρωποι είναι στην πραγματικότητα τα θύματά τους. Εχουμε διάφορες σκηνές όπου απλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει και ξέρουν ότι τους λένε ψέματα, ξέρουν ότι τους παραπλανούν», επισημαίνει, «Ακουσα κάποιον να λέει ότι ένα από τα πιο αισιόδοξα μέρη της ταινίας ήταν η σκηνή όπου ένας τύπος στη συγκέντρωση της προέδρου, όταν λέει “Μην Κοιτάτε Πάνω”, εκείνος κοιτάζει ψηλά, βλέπει τον κομήτη και λέει, “Για μια στιγμή, μας λένε ψέματα”».

Η Κέιτ Μπλάνσετ και ο Τάιλερ Πέρι ερμηνεύουν υποδειγματικά τους παρουσιαστές της ανάλαφρης τηλεοπτικής εκπομπής που δεν θέλουν με κανένα τρόπο να χαλάσουν την διάθεση των θεατών τους

Και προσθέτει πως «προκαλεί αισιοδοξία η ιδέα ότι στην φυλετικοποιημένη πολιτική μας κάποιος θα έλεγε: “Για στάσου, μου λένε ψέματα και αυτό δεν είναι αποδεκτό”. Αυτή τη στιγμή νιώθουμε σαν να είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο αντίπαλες ομάδες πολιτικών και των οπαδών τους, που παλεύουν συνεχώς μεταξύ τους. Και κανείς δεν θέλει να δει άβολες αλήθειες που μπορεί να διαλύσουν ή να απομυθοποιήσουν αυτά που λέει ο ηγέτης», λέει και συμπληρώνει «Νομίζω, λοιπόν, ότι είναι θλιβερή η σκέψη πως υπάρχει ένα αίσθημα αδυναμίας κάτω από αυτό, μια αίσθηση ότι είμαστε παγιδευμένοι μέσα σε ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να μετατρέπει τις πληροφορίες σε ψυχαγωγία ή να μας αποσπά την προσοχή, προκειμένου να μας κάνει να νιώθουμε ανίσχυροι».

Ο Ντέιβιντ Σιρότα συμπληρώνει ακόμα ότι «δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σε αυτό το συναίσθημα ανικανότητας και απελπισίας» και παραδέχεται ότι «το στόρι της ταινίας είναι πραγματικά για αυτούς τους επιστήμονες που προσπαθούν να περάσουν το μήνυμα και αισθάνονται αβοήθητοι».

«Μπορείτε να πάρετε τους δύο βασικούς χαρακτήρες, τον Λίο Ντι Κάπριο και την Τζένιφερ Λόρενς, και να τους κάνετε φωνές στο μυαλό σας. Ο Λίο λέει, “άκου, τα πράγματα είναι άσχημα, αλλά μπορώ να κάνω το σύστημα να λειτουργήσει για να λύσει το πρόβλημα”. Και μετά έχεις την Λόρενς που λέει, “τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να λειτουργήσει το σύστημα, αλλά τη στιγμή που θα αποτύχει, θα μου σπάσει το ηθικό. Και θα μου αποδείξει ότι δεν υπάρχει ελπίδα”».

Αυτές τις δύο φωνές πιθανότατα ακούει στο μυαλό του κάθε λογικό άτομο όταν κοιτάζει τον κόσμο γύρω μας. «Νομίζω ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση, εκτός από το ότι όλοι πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε, αυτό που ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε στη ζωή μας. Εάν μπορούμε να ορίσουμε ότι δεν υπάρχει ατομική λύση σε προβλήματα που απαιτούν συλλογική δράση, τότε ορίζουμε επίσης ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρουμε την άμεση, ατομική ικανοποίηση να κάνουμε ένα πράγμα και να νιώθουμε ότι τα λύσαμε όλα», λέει.

Εξάλλου, ποτέ δεν πρόκειται να νιώσουμε ότι κάναμε κάτι σπουδαίο γιατί αυτά τα τεράστια προβλήματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη: «Και ειλικρινά, τα social media και η κουλτούρα των μέσων ενημέρωσης γενικά, εθίζοντας μας, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι αν κάτι δεν μου δίνει άμεση ικανοποίηση, πρέπει να είναι άχρηστο. Σημαίνει ότι δεν λύνουμε το πρόβλημα, ωστόσο πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να επανασυνδεθούμε και να αποδεχτούμε ότι όταν πρόκειται για κάτι όπως η κλιματική αλλαγή, θα πρέπει εργαζόμαστε για το υπόλοιπο της ζωής μας».

Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς πρέπει να ανακτηθεί

Ο Σον Ιλινγκ θίγει το τεράστιο θέμα της εμπιστοσύνης καθώς η αμερικανική κυβέρνηση έχει απονομιμοποιηθεί κατ’  επανάληψη, από το σκάνδαλο Enron και την οικονομική κρίση μέχρι την Covid. Και επομένως δεν πρόκειται μόνο για την αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Πρόκειται για τη δημιουργία θεσμών, που αξίζουν την εμπιστοσύνη μας. Και το ίδιο ισχύει επίσης για τις ελίτ, επισημαίνει ο δημοσιογράφος του Vox.

Η Μέριλ Στριπ υποδύεται με μοναδικό τρόπο μια φανταστική πρόεδρο των ΗΠΑ, ακροδεξιά, εγωκεντρική και ανίκανη να σκεφτεί πέρα από το προσωπικό της συμφέρον

Ο Ντέιβιντ Σιρότα το διευρύνει: «Ο τεμαχισμός του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ του κοινού και της κυβέρνησής του είναι προϊόν μιας δεξιάς ιδεολογίας, που έχει δείξει πόσο εγγενώς κακή είναι η κυβέρνηση τουλάχιστον από την εποχή του Ρέιγκαν και ταυτόχρονα προϊόν κρίσεων στις οποίες η κυβέρνηση έχει αποτύχει εντελώς  και, μερικές φορές, έχει πει ψέματα».

Ο μέσος Αμερικανός στην ηλικία των 25 ετών, λέει ο Σιρότα, έχει ζήσει με ψέματα για τον πόλεμο του Ιράκ. Τα μέσα ενημέρωσης και οι πολιτικοί του έχουν πει ψέματα  για την οικονομική απορρύθμιση, που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση. Και  στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, εκείνοι που τη δημιούργησαν διασώθηκαν ενώ 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Εχει ζήσει την πανδημία, για την οποία σε πολλές περιπτώσεις, η κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει κάνει καλή δουλειά. Και μερικές φορές, η κυβέρνηση είναι σε συμπαιγνία με τα μέσα ενημέρωσης για να καλύψει κάποια από τα χειρότερα σημεία.

«Και τώρα οι άνθρωποι αναρωτιούνται: “Γιατί κανείς δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση; Γιατί υπάρχει τόση παραπληροφόρηση; Γιατί δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα μέσα ενημέρωσης; Γιατί ακολουθούν ανθρώπους που σπρώχνουν κάθε είδους άγρια ​​παραπληροφόρηση, έξω από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης του κατεστημένου;”», λέει ο Σιρότα για να προσθέσει: «Δεν μπορούμε να καθόμαστε και να αναρωτιόμαστε γιατί οι άνθρωποι έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτούς τους θεσμούς. Η ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης είναι απαραίτητη εάν πρόκειται να αντιμετωπίσουμε όλες αυτές τις κρίσεις. Χρειάζεται να οικοδομήσουμε ξανά την εμπιστοσύνη μεταξύ της κυβέρνησης, των μέσων ενημέρωσης και του κοινού, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι η επιστήμη, ειδικά η κλιματική επιστήμη, θα υποκινήσει πραγματικά τις σωστές πολιτικές. Το πρόβλημα είναι ότι μερικές φορές η επιστήμη δεν μας δίνει μαύρες ή άσπρες απαντήσεις, δεν υπάρχουν ναι ή όχι», λέει ο σεναριογράφος του «Μην Κοιτάτε Επάνω» στο podcast Vox Conversations.

Βλέποντας την αντίδραση του κοινού στην ταινία ο Ντέιβιντ Σιρότα παραδέχεται ακόμα ότι νιώθει αισιοδοξία για το γεγονός «ότι υπάρχει η απαιτούμενη ενέργεια για να αρχίσουμε να λύνουμε προβλήματα». Αλλά ανησυχεί βαθύτατα επίσης «ότι η ενέργεια αυτή μπορεί να διοχετευθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, λόγω των πολλών διαφορετικών ευκαιριών που δίνονται σε κακόβουλους οπορτουνιστές». Αυτό το θέμα τον έχει απασχολήσει πολλά χρόνια στη δουλειά του, έχει μάλιστα γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «The Uprising», «για όλη αυτή την πολιτική ενέργεια που υπήρχε το 2008 και ήταν απρόβλεπτο προς τα πού θα πήγαινε».

Στις εκλογές του 2008 «πήγε πραγματικά σε μια παραγωγική κατεύθυνση», λέει θυμίζοντας ότι «ο κόσμος είχε βαρεθεί την κυβέρνηση Μπους, η οποία ήταν πραγματικά φρικτή, και στην πραγματικότητα ψήφισαν υπέρ της αλλαγής. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία, την οποία δεν αναγνωρίζουμε απαραίτητα ως μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία», επισημαίνει.

Προσθέτει ακόμη ότι «η κυβέρνηση Ομπάμα ήρθε με μια τεράστια εντολή και τη χρησιμοποίησε παίρνοντας μια σειρά αποφάσεων προσπαθώντας να στηρίξει το τρέχον σύστημα, και απλώς να το διατηρήσει για λίγο ακόμη, με προγράμματα διάσωσης από πάνω προς τα κάτω, και όχι τέτοια που θα βοηθούσαν τους ιδιοκτήτες των σπιτιών κλπ. Εάν δεν προσπαθείς να προσφέρεις πραγματικά στους εργαζόμενους, αν προσπαθείς μόνο να στηρίξεις το σύστημα, τελικά αυτό καταλήγει στο να βοηθάς τους οπορτουνιστές, τους δεξιούς αυταρχικούς οπορτουνιστές. Και νομίζω ότι υπάρχει μια άμεση σχέση της αντίδρασης σε εκείνη την οικονομική κρίση με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ», λέει ο Ντέιβιντ Σιρότα χωρίς να μασάει τα λόγια του.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...