Εξαιρετικής σημασίας για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης κρίνονται οι ημέρες που ακολουθούν, καθώς οι Βρυξέλλες κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με ένα διπλό και δραματικό «no deal»: με τη Βρετανία από τη μία πλευρά, όσον αφορά τις εμπορικές σχέσεις στη μετά-Brexit εποχή, και με την Ουγγαρία και την Πολωνία από την άλλη πλευρά, δύο κράτη – μέλη της ΕΕ που προέβαλαν βέτο στον επταετή προϋπολογισμό της Ενωσης και, κατ’ επέκταση, στο Ταμείο Ανάκαμψης, επειδή δεν αποδέχονται τον σεβασμό του κράτους δικαίου ως προϋπόθεση για την εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων.
Τα δύο ζητήματα δεν συμπεριλαμβάνονται στην ατζέντα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα συνέλθει την Πέμπτη και την Παρασκευή στις Βρυξέλλες αλλά θεωρείται βέβαιο πως θα συζητηθούν ιδιαίτερα στο περιθώριο της συνάντησης. Εννοείται πως κανένας ευρωπαίος ηγέτης δεν επιθυμεί να έρθει σε ρήξη η ΕΕ, ούτε με τη Βρετανία ούτε με την Πολωνία και την Ουγγαρία, δεδομένου ότι το κόστος θα είναι μεγάλο.
Ωστόσο η Ενωση θεωρεί πως είναι προτιμότερο να επισημοποιήσει δύο ηχηρές διαφωνίες παρά να αρκεστεί σε δύο κακές συμφωνίες. Κυρίως γιατί δύο κακές συμφωνίες θα μπορούσαν να θέσουν μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο και τα συμφέροντά της και τις (όποιες) αξίες της. Εντύπωση προκαλεί πως δίκιο στην ΕΕ για αυτήν την επιλογή της δίνει και ένας κορυφαίος βρετανός δημοσιογράφος, ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times.
Ο επικεφαλής αρθρογράφος επί εξωτερικών ζητημάτων της λονδρέζικης εφημερίδας καταπιάνεται πρώτα με το Brexit. Τα κύρια ζητήματα που χωρίζουν τις δύο πλευρές είναι οι κανόνες ανταγωνισμού των επιχειρήσεων, τα δικαιώματα αλιείας και το πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη η όποια συμφωνία στην περίπτωση που επιτευχθεί κάποια.
Μια κακή συμφωνία για την ΕΕ θα προσέφερε στους Βρετανούς τη δυνατότητα απρόσκοπτης πρόσβασης στην ευρωπαϊκή αγορά, επιτρέποντας, ωστόσο, συγχρόνως στις επιχειρήσεις που εδρεύουν στη Βρετανία, να μην υπόκεινται στους ίδιους (αυστηρούς) κανόνες με τους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους. Για αυτόν τον λόγο οι Ευρωπαίοι θέτουν ως προϋπόθεση για την επίτευξη μιας συμφωνίας τη θέσπιση ίσων όρων ανταγωνισμού(level-playing field) όσον αφορά τους κανονισμούς.
Ο Μπόρις Τζόνσον υποστηρίζει πως η Βρετανία δεν ζητά τίποτα παραπάνω από όσα παραχώρησε η ΕΕ στον Καναδά κατά τη σύναψη της μεταξύ τους εμπορικής συμφωνίας. Ο Ράχμαν, ωστόσο, υπενθυμίζει ότι ο Καναδάς δεν έχει απόλυτα απρόσκοπτη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά καθώς προβλέπονται μερικώς δασμοί και ποσοστώσεις και επισημαίνει πως όντας δίπλα στην Ευρώπη, η Βρετανία αποτελεί δυνητικά «κατά πολύ μεγαλύτερη ανταγωνιστική απειλή».
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γνωρίζουν πως μια κακή συμφωνία με τη Βρετανία θα μπορούσε να έχει άκρως αρνητικές συνέπειες τόσο στην οικονομία όσο και στην πολιτική, συμβάλλοντας, για παράδειγμα, στην άνοδο του ευρωσκεπτικισμού εντός της ΕΕ.
Το ενδεχόμενο να αποξενωθούν περαιτέρω οι ευρωπαίοι πολίτες από την ΕΕ στην περίπτωση μιας κακής συμφωνίας με το Λονδίνο εξηγεί και τη σκληρή στάση της Γαλλίας όσον αφορά τα δικαιώματα αλιείας με τον Ράχμαν σημειώνει πως το τελευταίο που χρειάζεται ο Εμανουέλ Μακρόν ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2022 είναι να πληγούν οι κοινότητες των γάλλων αλιέων σε μια περιοχή η οποία ήδη τείνει προς την ακροδεξιά.
Η Βρετανία επιδιώκει συγχρόνως να εξασφαλίσει τα πλεονεκτήματά της ΕΕ αλλά και να απαλλαγεί από τα μειονεκτήματά της και οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν πως αυτό θα έχει καταστροφικές συνέπειες για τη συνοχή της ΕΕ, οπότε καλύτερα οι δασμολογικοί φραγμοί, οι τεράστιες ουρές φορτηγών στο Ντόβερ και στο Καλέ και το ενδεχόμενο αντιπαράθεσης μεταξύ βρετανικών και γαλλικών αλιευτικών στόλων.
Οσον αφορά τη σύγκρουση με την Πολωνία και την Ουγγαρία, στην περίπτωση που δεν επιτευχθεί μια συμφωνία, η ΕΕ δεν θα μπορέσει να εγκρίνει, για πρώτη φορά έπειτα από πολλές δεκαετίες, έναν προϋπολογισμό της, και αυτό θα επηρεάσει αρνητικά τις χρηματοοικονομικές ροές ενώ η όλη αντιπαράθεση θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην αποχώρηση ακόμη δύο χωρών από την ΕΕ, αναφέρει ο Ράχμαν.
Ομως μία κακή συμφωνία, με τους όρους των Ούγγρων και των Πολωνών, θα μπορούσε να έχει ακόμη πιο δραματικές συνέπειες. Τόσο η Ουγγαρία όσο και η Πολωνία τείνουν εδώ και αρκετά χρόνια να καταστούν δύο αυταρχικές δημοκρατίες και η πρόταση της ΕΕ περί σύνδεσης της εκταμίευσης των ευρωπαϊκών πόρων με τον σεβασμό του κράτους δικαίου, ενδέχεται να αποτελεί την τελευταία ευκαιρία των Βρυξελλών να πείσουν τις κυβερνήσεις των δύο χωρών να αλλάξουν πορεία.
Στην απίθανη περίπτωση που οι Βρυξέλλες κάνουν πίσω, τότε θα πρέπει να παραδεχτούν πως η ΕΕ δεν αποτελεί πλέον μια ομάδα δημοκρατιών βάση των οποίων αποτελεί το κράτος δικαίου. Και αυτό θα είναι κατά πάσα πιθανότητα ακόμη πιο ενοχλητικό και ταπεινωτικό για την ΕΕ, γιατί η Βουδαπέστη και η Βαρσοβία θα συνεχίσουν να λαμβάνουν πόρους από τα ταμεία της Ενωσης, αδιαφορώντας, όμως, για τις όποιες αξίες της.
Κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε την προηγούμενη εβδομάδα στον ευρωπαϊκό τηλεοπτικό σταθμό Arte, ο υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας Κλεμάν Μπον εξήγησε πως η ΕΕ επιθυμεί να καταλήξει σε συμφωνία και με τους Ούγγρους και τους Πολωνούς και με τους Βρετανούς. Τόνισε, ωστόσο, πως αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε βάρος των θεμελιωδών συμφερόντων της.
Βρετανοί, Ούγγροι και Πολωνοί υποστηρίζουν πως «επηρμένοι ευρωπαίοι γραφειοκράτες, ωθούμενοι από τους Γάλλους, προσπαθούν να εκφοβίσουν τα τρία κυρίαρχα κράτη», σημειώνει ο Ράχμαν. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η επίτευξη συμφωνιών με τους όρους των Βρυξελλών σε γενικές γραμμές είναι προς όφελος των λαών της Βρετανίας, της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.
Ειδικά όσον αφορά τους Ούγγρους και τους Πολωνούς, ο Ράχμαν αναφέρει πως «τα ανεξάρτητα δικαστήρια προκαλούν αμηχανία στους αυταρχικούς ηγέτες. Αλλά το να υπάρχουν είναι προφανώς προς όφελος των απλών πολιτών» καθώς τους προστατεύουν από την διαφθορά και τις όποιες αυθαιρεσίες. Επιπρόσθετα, Ούγγροι και Πολωνοί επωφελούνται σημαντικά από τη συμμετοχή τους στην ΕΕ, όχι μόνον λαμβάνοντας σημαντικούς πόρους αλλά και απολαμβάνοντας απόλυτη ελευθερία μετακίνησης και εργασίας σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.
Εάν δεν επιτευχθεί μια συμφωνία σε κανένα από τα δύο μέτωπα, η ΕΕ θα αναγκαστεί να αρχίσει τη νέα χρονιά με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Οι συνέπειες, ωστόσο, δύο κακών συμφωνιών ενδέχεται να ταλανίζουν την Ευρώπη επί δεκαετίες, καταλήγει ο Ράχμαν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News