Τις προάλλες έβλεπα ξανά τη συγκλονιστική, πολυβραβευμένη σε ξένα φεστιβάλ και πολυεθνική κινηματογραφική συμπαραγωγή «Quo vadis, Aida?», της Γιασμίλα Σμπάνιτς. Για τη διαβόητη Σφαγή της Σρεμπρένιτσα, το βιαιότερο ίσως σκίρτημα της «εθνικής» ή εθνικιστικής κάθαρσης στον Πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, το 1995.
Σκεφτόμουν, λοιπόν, ότι αυτή η μαζικότατη εξόντωση του ανδρικού –και όχι μόνον– πληθυσμού μιας ολόκληρης πόλης, αυτή η αδιανόητη για τα ανθρώπινα βιαιότητα, μόλις έναν χρόνο από την επίσης πιο πρόσφατη «εθνική» γενοκτονία των Χούτου, από τη φυλή των Τούτσι στη Ρουάντα (1994), έχει ανεβάσει τον πήχη της, λεκτικά έστω, ως τη Σφαγή.
Και έχουμε εδώ, στην Ελλάδα, η οποία βίωσε και την Καταστροφή της Σμύρνης και τη Γενοκτονία των Ποντίων, ένα –τουλάχιστον– Ολοκαύτωμα (ναι, τη λέξη που χρησιμοποιήθηκε για την απόπειρα μαζικής εξάλειψης-«κάθαρσης» των Εβραίων από τους Ναζί), που γράφτηκε με τα πιο πορφυρά γράμματα στη νεότερη Ιστορία. Πορφυρά από το αίμα. Στα Καλάβρυτα. Με δράστες επίσης τους Ναζί. Με βιαιότητα ανάλογη.
Γράφω «ένα τουλάχιστον», διότι υπάρχουν πολλές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά στην Ελλάδα που βίωσαν Ολοκαυτώματα, κυρίως από τους Ναζί. Και έχουν συστήσει το Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών.
Από το πόρισμα του ΟΗΕ για τη γενοκτονία στη Ρουάντα έμεινε, εμβληματική, η φράση «Το μόνο πράγμα που χρειάζεται το κακό για να θριαμβεύσει είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί». Στην περίπτωση των Καλαβρύτων ίσως πρέπει να κρατήσουμε μόνον τη φράση «Το κακό θριαμβεύει». Τελεία.
Τόσο η Σρεμπρένιτσα, όσο και η Ρουάντα πέρασαν στο σινεμά. Σε μυθοπλασίες ολκής, βασισμένες στα ιστορικά γεγονότα. Κάποια ελληνικά ολοκαυτώματα –και των Καλαβρύτων– έχουν αποτυπωθεί σε ντοκιμαντέρ. Ομως, φαίνεται ήρθε η ώρα να δούμε, με νέο μάτι, και τη μυθοπλασία.
«Καλάβρυτα 1943» τιτλοφορείται η ταινία ενός Ελληνα της Διασποράς, του σπουδαγμένου στο UCL (το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου) Νικόλα Δημητρόπουλου, του οποίου η κινηματογραφική ματιά είχε αποδώσει μέχρι σήμερα ταινίες όπως τα «Been Here Before», «Το αλάτι της γης», «Υπέροχα πλάσματα», «Alter Ego». Σε σενάριο και παραγωγή του Δημήτρη Κατσαντώνη, που είναι και εκείνος ο οποίος εξασφάλισε μια μεγάλη συμμετοχή: την τελευταία επί της κινηματογραφικής οθόνης ερμηνεία του μεγάλου σουηδού ηθοποιού Μαξ φον Σίντοφ. Στον ρόλο του επιζώντος του Ολοκαυτώματος, στα 89-90 του χρόνια, με το όνομα Νικόλαος Ανδρέου, ο οποίος αντιπαρατίθεται στη δικηγόρο της γερμανικής πλευράς, Καρολάιν Μάρτιν (Αστριντ Ρος), για τις πολεμικές αποζημιώσεις και ξετυλίγει το κουβάρι του αίματος και της βαρβαρότητας.
Μιλάμε για τον Μαξ φον Σίντοφ, την εμβληματική φιγούρα στην «Εβδομη Σφραγίδα» του μεγάλου συμπατριώτη του, Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Τον Μαξ φον Σίντοφ του «Star Wars» και, πιο πρόσφατα, του «Game of Thrones».
Ομως, για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή της ιστορίας μας: Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), όπου σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί και αιχμαλωτίστηκαν 78.
Ετσι, τέθηκε σε εφαρμογή από το γερμανικό στρατηγείο η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta»), με στόχο την εξόντωση των ανταρτών στην ορεινή περιοχή. Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβαν μονάδες της Jaeger Division, της 117ης Μεραρχίας «Κυνηγών», με έδρα στην Πελοπόννησο και επικεφαλής τον υποστράτηγο Καρλ φον Λε Ζουίρ (1898-1954).
«Οι Γερμανοί είχαν έρθει εδώ και ήταν κατακτητές», μου αφηγείται ο Νικόλας Δημητρόπουλος, σε πολύ καλά ελληνικά (παρότι μένει μόνιμα στο εξωτερικό). «Η Ελλάδα προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό της». Και μού συμπληρώνει ότι στα αντίποινά τους, οι Ναζί θεωρούσαν ότι για κάθε Γερμανό που σκοτωνόταν, έπρεπε να εκτελεστούν επτά Ελληνες!
«Στα Καλάβρυτα περίμεναν τα αντίποινα και πολλοί είχαν φύγει από τα σπίτια τους. Ομως, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να τους καθησυχάζουν.
»Τα Καλάβρυτα τότε δεν ήταν όπως είναι σήμερα. Ηταν μια μεγάλη κωμόπολη που είχε φιλαρμονική ορχήστρα, είχε δύο τράπεζες, είχε ταξί, που το 1943 δεν υπήρχαν πολλά στην Ελλάδα. Υπήρχαν δε και πολλοί που έρχονταν από τα γύρω χωριά».
Στις 9 Δεκεμβρίου έφτασε η 117η Μεραρχία Κυνηγών Jaeger Division. «Οι πιο σκληροπυρηνικοί και άγριοι», όπως το θέτει ο Νικόλας Δημητρόπουλος. «Στις 13 Δεκεμβρίου 1943 ζήτησαν να μαζευτούν όλοι στο σχολείο και άρχισαν να χωρίζουν τις γυναίκες και τα παιδιά έως 13 ετών από τους άντρες και τους άνω των 13, παιδιά επίσης. Οταν γέμισαν οι αίθουσες, ανέβασαν τους άντρες στη Λάκκα, όπου διαδραματίστηκε αργότερα η μαζική εκτέλεσή τους. Εκεί υπήρχαν δύο ή τρία πολυβόλα.
»Αρχισαν να λεηλατούν τα σπίτια. Ζήτησαν να κατέβουν οι δύο διευθυντές των Τραπεζών και τα άδειασαν όλα. Εκλεισαν τις γυναίκες και τα κάτω των 13 παιδιά στο σχολείο και τότε έφυγε η πρώτη φωτοβολίδα, ότι έχει τελειώσει η πρώτη φάση.
»Τότε, έβαλαν φωτιά στα Καλάβρυτα και έφυγε η δεύτερη φωτοβολίδα. Τα πολυβόλα στράφηκαν κατά των αντρών και των άνω των 13 ετών και βάραγαν για 20 λεπτά, όπως μάθαμε στην έρευνα για την ταινία. Και όταν είχαν πέσει όλοι, έδιναν τη χαριστική βολή. Παρ’ όλα αυτά, θεωρείται ότι επιβίωσαν 13 άτομα. Επιασε φωτιά και το σχολείο. Στην ταινία δείχνουμε ότι έβαλαν φωτιά στο σχολείο με τις γυναίκες και τα παιδιά. Πολλοί υποστηρίζουν ότι μπήκε κατά λάθος.
»Υπάρχει η θεωρία, που πολλούς τούς ενοχλεί, ότι ένας Αυστριακός άνοιξε την πόρτα του σχολείου για να βγουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Ο Δημήτρης Κατσαντώνης, στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ουάσινγκτον, διάβασε 14 μαρτυρίες που μιλάνε για τον Αυστριακό».
Κάτι που απορρίπτει ο άλλοτε γενικός γραμματέας της Ενωσης Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος Γεώργιος Δ. Δημόπουλος, 13χρονος τότε και κλεισμένος στο σχολείο της μαρτυρικής κωμόπολης, που έγραφε για όσα εξελίχθηκαν εκεί. Για «σκηνές αλλοφροσύνης και αλαλαγμού, απερίγραπτες. Ενα θέαμα που προκάλεσαν οι Γερμανοί για να παρακολουθήσουν και να διασκεδάσουν με αυτά που θα ακολουθούσαν. Σε μια πόλη-φάντασμα, σε μια κόλαση φωτιάς και καπνών, τρόμου και αλαλαγμών, όπου προς το μεσημέρι έφτανε από στόμα σε στόμα το θλιβερό μαντάτο, αδιανόητο από ανθρώπινο λογισμό, ότι σκότωσαν όλους τους άνδρες και τα παιδιά στη Λάκκα του Καπή».
Κατά μία εκδοχή τα πολυβόλα των «Κυνηγών» εξόντωσαν κάπου 800 άνδρες και παιδιά άνω των 13 ετών. Συνολικά, η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» μέτρησε 1.101 νεκρούς, σύμφωνα με νεότερα στοιχεία. Οι δε Γερμανοί λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και «σήκωσαν» 260.000.000 δραχμές.
Οταν βγήκαν οι γυναίκες είδαν πως είχαν εκτελεστεί οι άντρες και τα παιδιά. «Αρχισαν να προσπαθούν να τους κατεβάσουν στα Καλάβρυτα. Κάποιες τους κατέβαζαν, σέρνοντας, με κουβέρτες. Υπάρχει η ανατριχιαστική εικόνα σε ένα άγαλμα. Λένε πως έτρεχε ποτάμι το αίμα. Αλλες γυναίκες προσπαθούσαν να σκάψουν και να τους θάψουν εκεί, αλλά το έδαφος ήταν παγωμένο…».
Ολα αυτά τα βλέπουμε στην ταινία «Καλάβρυτα 1943», που γυρίστηκε στη «σβησμένη από το χάρτη», τότε, μαρτυρική πόλη, σε ελάχιστες γωνιές της που έχουν απομείνει, αλλά και στο κοντινό Σοποτό, ακόμη και στην παραδοσιακή συνοικία Χάρμαινα στην Αμφισσα.
«Υπάρχει και εκείνο που δεν δείχνουμε στην ταινία», μου λέει ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος. «Οτι οι Γερμανοί εμπόδισαν τις επόμενες ημέρες τον Ερυθρό Σταυρό να φτάσει στα Καλάβρυτα. Δηλαδή, πείνασαν κιόλας όσοι επιβίωσαν. Εγιναν όλα αυτά και δεν είχαν ούτε να φάνε. Δεν είχαν τίποτα».
Τις πολεμικές αποζημιώσεις για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, όπως μού λέει ο Νικόλας Δημητρόπουλος, «τις χρησιμοποιούμε ως αφορμή για να μην ξεχαστούν όλα αυτά». Και μου σημειώνει μια ατάκα του επιζώντος Νικόλα Ανδρέου – Μαξ φον Σίντοφ στην ταινία: «Δεν είναι για τα λεφτά. Τα λεφτά είναι μια αφορμή για να μην ξεχάσει κανείς τι έγινε. Με δυο λόγια: δεν είναι για να τιμωρήσουμε τον κάθε Γερμανό. Είναι για να μην ξεχάσουμε».
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη. Κύριο όνομα των θλίψεων, που έγραφε και η ποιήτρια Κική Δημουλά.
«Μιλώντας ως Ελληνας του εξωτερικού», προσθέτει, «έχω να παρατηρήσω ότι δεν έχουμε καταφέρει, οι Ελληνες, να μάθουμε τι έγινε. Και τα καλά και τα κακά. Δεν συζητάμε για τίποτα. Δεν ξέρω γιατί…».
Εκείνο που κυρίως έχει στερηθεί ο ήρωας της ταινίας «Καλάβρυτα 1943», με το όνομα Νικόλας Ανδρέου, είναι η παιδική του ηλικία. «Ολα αυτά τα παιδιά ζήσανε πράγματα που ελπίζω να μη ζήσει κανείς. Λέει ο Μαξ στην ταινία: «Εχω ζήσει με αυτές τις μνήμες τόσον καιρό, που έχουν γίνει πληγές μου». Πιστεύω ότι, αν θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι, πρέπει να κοιτάξουμε στο παρελθόν μας και να το αντιμετωπίσουμε».
Γιατί τα «Καλάβρυτα 1943»; ρωτάω τον Νικόλα Δημητρόπουλο.
«Ημουν πολύ τυχερός που με βρήκε ο Δημήτρης Κατσαντώνης, το 2016, με το σενάριο που είχε γράψει. Του είπα: εννοείται πως ενδιαφέρομαι. Ενάμιση χρόνο μετά, ήρθε ξανά, με επενδυτή πια. Πάντα ήθελα να κάνω κάτι που δείχνει την Ιστορία της Ελλάδας. Και ταινίες που έχουν να κάνουν με την ανθρώπινη ψυχή».
Τότε, ο Δημήτρης Κατσαντώνης προσέγγισε τον Μαξ φον Σίντοφ, που εδώ βλέπουμε στην τελευταία του παρουσία στη μεγάλη οθόνη, προτού αποδημήσει εις Κύριον. «Του άρεσε πολύ που ήμασταν μικρό συνεργείο. Του θύμιζε, είπε, τις ταινίες του Μπέργκμαν»…
Για την ιστορία, δεν ήταν μόνον τα Καλάβρυτα που «αλώθηκαν» και εξαφανίστηκαν βάρβαρα από τον χάρτη. Σε απόρρητο ραδιογράφημα της 117 Jaeger Division (Αρ.1595/43), καταγράφεται ο αιματηρός απολογισμός της «Επιχείρησης Καλάβρυτα»:
«Κατεστράφησαν ολοκληρωτικά (και) τα χωριά Ρογοί, Κερπινή, Στάση Κερπινής, Ανω Ζαχλωρού, Κάτω Ζαχλωρού, Σούβαρδο, Βραχνί, Μοναστήρια Μεγάλου Σπηλαίου και Αγίας Λαύρας, Αγία Κυριακή, Αυλές, Βυσωκά, Φτέρη, Πλατανιώτισσα, Πυργάκι, Βάλτσα, Μελίσσια, Μοναστήρι Ομπλού, Λαπαναγοί, Μάζι, Μαζέικα, Παγκράτι, Μορόχωβα, Δερβένι, Βάλτος, Πλανητέρο, Καλύβια. Εκτελέστηκαν 696 Ελληνες».
Οσο για τιμωρία; Μόνον ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής στην Ελλάδα, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα. Ομως, ύστερα από τρία χρόνια, αφέθηκε ελεύθερος.
Στις 18 Απριλίου 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου, επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη θλίψη του για την τραγωδία.
Οι δείκτες του (σταματημένου) ρολογιού στην εκκλησία των Καλαβρύτων είναι κολλημένοι στις 2:34. Από τις πρώτες πρωινές ώρες της «Μαύρης Δευτέρας» 13 Δεκεμβρίου 1943, όταν γράφτηκε στην Ιστορία το ματωμένο Ολοκαύτωμα.
Μετά την ταινία «Καλάβρυτα 1943», ίσως, θα ηχεί κάπου εκεί ψηλά και μια εμβληματική φράση του ήρωα Νικόλα Ανδρέου. Στην εκφορά του αξέχαστου Μαξ φον Σίντοφ: «Πώς μπορεί κάποιος να αγαπήσει τη ζωή, αν δεν είχε παιδική ηλικία;». Προς γνώσιν…
INFO
Η ταινία «Καλάβρυτα 1943» του Νικόλα Δημητρόπουλου σε σενάριο-παραγωγή του Δημήτρη Κατσαντώνη θα προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες από 11 Νοεμβρίου 2021, σε παραγωγή της Foss Productions και διανομή από την Tanweer.
Πρωταγωνιστούν: Max Von Sydow, Astrid Roos, Δανάη Σκιάδη, Νικόλας Παπαγιάννης, Martin Laer, Alice Krige, Tomas Arana, Γιώργος Βογιατζής, Μάξιμος Λιβιεράτος, Τάσος Καρλής.
Facebook Page : https://www.facebook.com/tanweergreece
Instagram: https://www.instagram.com/tanweergreece/
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News