Τελικά ήταν ή δεν ήταν παρών στην Αθήνα ο Θουκυδίδης τον Ιούνιο του 411 π.Χ.; Εκείνο το καλοκαίρι, εν μέσω του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), σημειώθηκε ένα πραξικόπημα που οδήγησε στην κατάργηση της Βουλής των Πεντακοσίων που κυβερνούσε την πόλη των Αθηναίων επί σχεδόν έναν αιώνα, από τον καιρό του Κλεισθένη, και στη θέσπιση μιας νέας Βουλής των Τετρακοσίων, τα μέλη της οποίας ήταν μη κληρωτά.
Στο νέο βιβλίο του, «Ο Θουκυδίδης και το πραξικόπημα» (Tucidide e il colpo di Stato, εκδ. Il Mulino) που κυκλοφόρησε στην Ιταλία πριν από δύο εβδομάδες, ο κορυφαίος ιταλός ελληνιστής και ιστορικός Λουτσιάνο Κάνφορα υποστηρίζει ότι όχι μόνον ήταν παρών στην Αθήνα ο Θουκυδίδης εκείνη την περίοδο, αλλά και πως ήταν διακείμενος ευνοϊκά προς τους πραξικοπηματίες.
Σύμφωνα με μία ιστορική παράδοση που είναι ευρέως αποδεκτή, o Θουκυδίδης βρισκόταν μακριά από την Αθήνα, εξόριστος εξαιτίας των ευθυνών που του επιρρίφθηκαν μετά την κατάληψη της Αμφίπολης από τους Σπαρτιάτες. Τα περισσότερα χρόνια της εικοσαετούς εξορίας του (από το 423 ή 422 έως το 403) φέρεται ότι τα πέρασε στη Σκαπτή Υλη, στα ορυχεία του δηλαδή, στη Μακεδονία, στην περιοχή του Παγγαίου.
«Ωστόσο, η θουκυδίδεια εξιστόρηση της κρίσης του 411 είναι τόσο λεπτομερής, που μοιάζει απίθανο να αποτελεί προϊόν μαρτυριών που άκουσε οκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα», αναφέρει σε εκτενές κείμενό του ο Πάολο Μιέλι της Corriere della Sera, γράφοντας για το βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα.
Σύμφωνα με τον επίτιμο καθηγητή Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μπάρι, ο οποίος ασχολείται με τον Θουκυδίδη από το 1970, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τις ημέρες της ολιγαρχικής επανάστασης του 411 π.Χ. ο ιστοριογράφος από τον Αλιμο βρισκόταν στην Αθήνα. Κατ’ αρχάς επειδή στο Βιβλίο Η’ της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου αναφέρεται στα γεγονότα της χρονιάς εκείνης, αφιερώνοντάς τους «μια αναλυτική αφήγηση ασυνήθιστου εύρους».
Γιατί, διερωτάται ο Κάνφορα, ο Θουκυδίδης έδειξε τόσο ενδιαφέρον για το πραξικόπημα «υπερβαίνοντας την αφηγηματική ισορροπία που ενυπάρχει στην ιστορία του πολέμου;». Οι σελίδες που αφιέρωσε στα γεγονότα του 411 συνθέτουν στο σύνολό τους ένα αυτόνομο έργο, «ένα βιβλίο εντός του βιβλίου». Πώς δικαιολογείται η τόσο μεγάλη έκταση, αλλά και η παράθεση και η ανάλυση τόσων λεπτομερειών;
Επιδιώκοντας να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, ο ιταλός ιστορικός επικεντρώνεται σε μία «λογική εξήγηση», υποστηρίζοντας πως ο Θουκυδίδης «ενεπλάκη προσωπικά» στο πραξικόπημα του 411 π.Χ. Σημειώνεται ότι τις υποψίες του ότι ο αθηναίος ιστορικός ήταν παρών εκείνη την περίοδο στην Αθήνα, ο Κάνφορα τις εξέφρασε πρώτη φορά το 2011 στο βιβλίο του «Ο κόσμος της Αθήνας» (Il mondo di Atene).
Στην προκειμένη περίπτωση, διατείνεται ότι η αφήγηση του Θουκυδίδη «υποδηλώνει μια βαθιά γνώση της υπόθεσης εκ των έσω, ακόμη και των πιο κρυφών μυστικών». Κρίνει πως αυτό αποτελεί ακόμη μία απόδειξη ότι ήταν συμμέτοχος στα γεγονότα, αν και «για την πλειονότητα των σύγχρονων μελετητών αυτό είναι μη αποδεκτό, καθώς θέτει εν αμφιβόλω την προκατάληψη της εικοσαετούς εξορίας».
Ομως στο βιβλίο «Ο Θουκυδίδης και το πραξικόπημα» ο Κάνφορα θέτει ακόμη ένα ερώτημα, πολύ πιο ουσιαστικό και ενδιαφέρον, όσον αφορά τη στάση του Θουκυδίδη απέναντι στους πραξικοπηματίες. Στη δημόσια σφαίρα, τον πρώτο λόγο είχε ο δημαγωγός Πείσανδρος. Ωστόσο, ο ιθύνων νους αυτής της «ολιγαρχικής επανάστασης», όπως την χαρακτηρίζει ο Κάνφορα, ήταν ο ρήτορας Αντιφών, ο οποίος κινούνταν κυρίως στο παρασκήνιο. Κεντρικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Φρύνιχος, δημαγωγός επίσης, που αρχικά ήταν διστακτικός αλλά συμπαρατάχθηκε με τους ολιγαρχικούς, έως ότου ο Πείσανδρος άρχισε να τον διαβάλει ως προδότη, με αποτέλεσμα να εκπέσει από το αξίωμα του στρατηγού και στη συνέχεια να δολοφονηθεί. Μεταξύ των πρωταγωνιστών των γεγονότων του 411 π.Χ. συγκαταλέγεται και ο Θηραμένης, ο οποίος αφότου απομακρύνθηκε από τον Αντιφώντα, κατέληξε να ηγείται της μετριοπαθούς παράταξης των ολιγαρχικών, τασσόμενος υπέρ ενός ενδιάμεσου καθεστώτος και συμβάλλοντας, τελικά, στην αποτυχία του πραξικοπήματος.
Εξιστορώντας τα γεγονότα που οδήγησαν στην κατάλυση της δημοκρατίας, ο Θουκυδίδης, παρότι δεν αποσιωπά τις βιαιότητες που διέπραξαν οι ομάδες που υποστήριζαν τους συνωμότες, εστιάζει την προσοχή του σε δύο πτυχές της υπόθεσης που αλληλοσυμπληρώνονται και κατά την άποψή του «παρείχαν νομιμότητα» στα συμβάντα. Κατ’ αρχάς, «η άρνηση από την πλευρά των υποστηρικτών της δημοκρατίας να αντισταθούν». Και μετά, «η έγκριση (στην Εκκλησία του Δήμου, οπότε διά της “νόμιμης οδού”) των διαδικασιών που κατέστησαν δυνατή την εγκαθίδρυση ενός ολιγαρχικού καθεστώτος». To κύριο επίτευγμα των συνωμοτών έγκειτο, οπότε, στο ότι κατάφεραν «να επικυρωθεί η βούλησή τους από τα όργανα –κυρίως από την Εκκλησία του Δήμου– που επρόκειτο να ανατρέψουν», εξηγεί ο Κάνφορα.
Ο Θουκυδίδης, παρότι δεν διάκειται αρνητικά στη στάση των ολιγαρχικών, δεν αποκρύπτει την «“τρομοκρατική βία”» που «άνοιξε τον δρόμο προς την κατάλυση της εξουσίας» και «κατέστη τρόπος διακυβέρνησης». Συγχρόνως, όμως, «χλευάζει την ανημποριά και την υποτακτική στάση του “δήμου”». Οταν παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο οι πραξικοπηματίες και οι πολιτοφυλακές τους, ο «δήμος» τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ, μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, που «θεωρούσε ήδη πλεονέκτημα την αποφυγή της βίας με αντάλλαγμα τη συναινετική σιωπή».
Τι επιδίωξε, όμως, να καταγράψει στο βιβλίο που αφιέρωσε στην κρίση του 411 π.Χ. ο Θουκυδίδης; Τι το θετικό μπορεί να προσέφερε στο αθηναϊκό πολίτευμα μία βραχύβια ολιγαρχική εξέγερση; Το ιδανικό πολίτευμα σύμφωνα με τον Θουκυδίδη αποτελεί «ένα ισορροπημένο μείγμα ηγεμονίας των ολίγων και κυριαρχίας των μαζών». Είχε εκτιμήσει ιδιαίτερα τη «δημοκρατική» εμπειρία του Περικλή, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως εκείνη του 5ου αιώνα π.Χ. υπήρξε «λόγῳ μέν δημοκρατία, ἔργῳ δέ ὑπό τοῦ πρώτου ἀνδρός ἀρχή».
Οσον αφορά τον Αντιφώντα και τους ημετέρους, κατά τον Κάνφορα ο Θουκυδίδης δείχνει να τους θαυμάζει, και εκφράζεται «με σχεδόν θριαμβευτικό τόνο», παρότι υπήρξαν «πρωτεργάτες μιας θεσμικής εκτροπής». Θεωρούσε πως ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσαν να το φέρουν εις πέρας μόνον άνθρωποι «με υψηλές ικανότητες και ευφυΐα» και δεν υπάρχει αμφιβολία, σύμφωνα πάντα με τον Κάνφορα, πως στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο Θουκυδίδης «εμπεριέχεται μία θετική αποτίμηση όσον αφορά το ότι αυτοί οι άνδρες μπόρεσαν να βάλουν κατά της “υπερβολικής εξουσίας” του λαού». Κάνοντας λόγο για «ταγμένο ύφος», ο ιταλός ιστορικός κρίνει πως είναι «μία από τις σπάνιες φορές που μία πολιτική γνώμη εκφράζεται (από τον Θουκυδίδη) με κακώς χαλιναγωγημένο πάθος».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν αυτά που λέει ο Θουκυδίδης για τον Θηραμένη, τον οποίο ο αθηναίος ιστορικός ξεχωρίζει ως έναν εκ των «πρωτεργατών» της ολιγαρχικής συνωμοσίας. Υπενθυμίζεται ότι ο Θηραμένης υπήρξε ο πρώτος που εγκατέλειψε τους πραξικοπηματίες και κατέστη κατήγορός τους, με στόχο να αποκρύψει τις δικές του ευθύνες.
Ο Θουκυδίδης, «παρότι αντίθετος στην (αποτυχημένη) υπερολιγαρχική μετατόπιση του Αντιφώντα», του «αναγνωρίζει πως έδρασε με αληθινή συνέπεια στις αρχές του». Αντιθέτως, «παρ’ όλο που θεωρούσε πιο λογικό, μάλλον κατά πολύ προτιμότερο, το μεικτό καθεστώς που επιθυμούσαν και εγκαθίδρυσαν ο Θηραμένης και η “πλειοψηφία των Τετρακοσίων”, τους αποδίδει τη διπροσωπία των πολιτικών, ο λόγος και οι προθέσεις των οποίων αποτελούν πάντα το πέπλο που καλύπτει τις επιδιώξεις τους περί προσωπικής επιβεβαίωσης».
Ο Αντιφών απέτυχε επειδή «οι ολιγαρχικοί, δίχως το λαϊκό αντίβαρο βυθίζονται σε έναν προσωπικό αγώνα, εν τέλει καταστροφικό». Ωστόσο ο Θουκυδίδης αναγνωρίζει ότι ο Αντιφών, όπως και ο Φρύνιχος, υπήρξαν δύο σημαντικές προσωπικότητες, «στρατευμένοι επαναστάτες», σύμφωνα με τον Κάνφορα. Ο Θουκυδίδης, οπότε, εκτιμά με το συναίσθημα τον Αντιφώντα και τον Φρύνιχο, αλλά με τη λογική δίνει δίκιο στον Θηραμένη, τον οποίο, ωστόσο, υποτιμά. Επικροτεί, όμως, τα πεπραγμένα του και, τελικά, τάσσεται με το μέρος του όταν «εγκωμιάζει ρητώς το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε μετά την εκκαθάριση του Αντιφώντα και των δικών του», αναφέρει ο Κάνφορα.
Ο Θηραμένης υπήρξε ο οξυδερκής και οπορτουνιστής πολιτικός που αντιλήφθηκε εγκαίρως ποια θα ήταν η έκβαση της ολιγαρχικής επανάστασης του 411. Ωστόσο ο Θουκυδίδης δεν τον εκτιμά. Αντιλαμβάνεται πως η καλύτερη δυνατή κατάληξη ήταν το καθεστώς υπέρ της εγκαθίδρυσης του οποίου εργάστηκε ο Θηραμένης, αλλά έχει σε «μεγάλη υπόληψη τους επαναστάτες» που έβαλαν την πόλη των Αθηνών σε μία δοκιμασία στην οποία ο Θουκυδίδης αισθανόταν ότι εμπλεκόταν ο ίδιος προσωπικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News