Oταν ήθελαν να εξαφανιστούν από τα μάτια του κόσμου, η Ιμάν και ο Ντέιβιντ Μπάουι απομονώνονταν στα βουνά του Κάτσκιλ, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Μάλιστα, εδώ και χρόνια πολλοί έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν πού ακριβώς βρίσκεται το κρησφύγετό τους, αλλά χωρίς επιτυχία. Δυστυχώς, ο εμβληματικός ροκ σταρ πέθανε στις 10 Ιανουαρίου 2016, δύο ημέρες μετά τα 69α γενέθλιά του, ύστερα από 18μηνη μάχη με τον καρκίνο του ήπατος.
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχε αγοράσει ένα δασωμένο κτήμα 260 στρεμμάτων με ένα λιτό σπίτι στην κορφή ενός όμορφου βουνού έξω από το Γούντστοκ, όπου τον Αύγουστο του 1969, 15-18 του μήνα, είχε γίνει το θρυλικό φεστιβάλ. Ωστόσο, ακόμη και τώρα, ελάχιστοι ντόπιοι γνωρίζουν την ακριβή τοποθεσία του κτήματος των Μπάουι.
Είχε βρεθεί εκεί για πρώτη φορά το 2002 και είχε πει ότι ήταν «τόσο ωραία, που δεν έβρισκε λόγια» για να το περιγράψει. Ξαναπήγε δέκα χρόνια αργότερα για να ηχογραφήσει το άλμπουμ του «Heathen» στα Allaire Studios, που βρίσκονται στην περιοχή, και έπεσε σε μια καταχώριση για μια ιδιοκτησία στο βουνό. Πράγματι, η θέα ελάχιστα είχε αλλάξει από την εποχή που είχε περιγράψει την περιοχή ο Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ, ωστόσο αυτό που είδε ο Μπάουι σε εκείνο το κομμάτι γης ήταν κάτι πολύ περισσότερο: μια ευκαιρία απόδρασης από τη δημοσιότητα που του είχε φέρει η φήμη του.
«Ο Ντέιβιντ κι εγώ προστατεύαμε πάρα πολύ την ιδιωτική μας ζωή», λέει η Ιμάν σε συνέντευξή της στους New York Times, «Υπήρχαν πράγματα που κανείς άλλος δεν επρόκειτο να δει», εξηγεί η γυναίκα, η οποία, όπως και ο σύζυγός της, έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της κάτω από ένα μικροσκόπιο, «Το σπίτι μας, η κρεβατοκάμαρά μας, η κόρη μας ήταν πάντα απαγορευμένα για τους άλλους». Και όσες φορές είχαν δημοσιευτεί σε περιοδικά εσωτερικοί χώροι σπιτιών του Μπάουι, αυτό γινόταν πάντα αφού είχαν μετακομίσει και το ακίνητο είχε βγει προς πώληση.
Πρόσφατα, η Ιμάν βρέθηκε στο Μανχάταν για λίγες ημέρες και μίλησε στον Γκάι Τρεμπέι των New York Times, με αφορμή το λανσάρισμα και την προώθηση του «Love Memoir»: το πρώτο της project μετά τον θάνατο του Ντέιβιντ Μπάουι είναι ένα άρωμα εμπνευσμένο από τον έρωτά τους και τη σχεδόν 25χρονη σχέση τους.
Η συνέντευξη έγινε στο Polo Bar, το εστιατόριο του Ραλφ Λόρεν. Μάλιστα, ο αμερικανός designer όχι μόνο το άνοιξε για να την υποδεχτεί, αλλά την έντυσε κιόλας με ένα μακρύ φλοράλ φόρεμα με γαιώδη σκούρα χρώματα, μαύρη ζώνη με ασημένια αγκράφα και δερμάτινες μπότες Wellington (η τελευταία λέξη της μόδας φέτος το φθινόπωρο, αν και κατά προτίμηση αδιάβροχες από καουτσούκ).
«Οταν συναντηθήκαμε είχαμε ήδη και οι δύο επιτυχημένες καριέρες και προηγούμενες σχέσεις», λέει η 66χρονη Ιμάν. Ηταν 36 ετών όταν παντρεύτηκε τον 45χρονο Ντέιβιντ Τζόουνς, όπως ήταν το όνομα του Μπάουι, που το άλλαξε όμως για να μην τον μπερδεύουν με τον τραγουδιστή των Monkees: «Ξέραμε τι θέλαμε ο ένας από τον άλλο», λέει.
Η Ιμάν είναι ένα πλάσμα γοητευτικό και φίνο, ταυτόχρονα όμως είναι εξαιρετικά διασκεδαστική, και της αρέσουν τα άσεμνα αστεία, παρατηρεί ο δημοσιογράφος των Times. Και όπως γνωρίζουν οι 800.000 ακόλουθοί της στο Instagram, δεν διστάζει να δημοσιοποιεί τις αλήθειες της. Πάνω από όλα, όμως, αυτό που ήθελαν αυτή και ο Μπάουι ήταν ένα καταφύγιο μακριά από το κοινό που είναι πάντα άπληστο για τα συναισθηματικά συντρίμμια των διασημοτήτων. Επιθυμούσαν επίσης διακαώς να ξεφύγουν από την ψυχική ακαταστασία της δικής τους μυθολογίας.
Σε αντίθεση με την επιμελώς κατασκευασμένη περσόνα του, το στάτους του σούπερ σταρ και την τεράστια φήμη του, στην προσωπική του ζωή ο Μπάουι ήταν ένας εσωστρεφής άνθρωπος και αφοσιωμένος αυτοδίδακτος και, όπως λέει η Ιμάν, ένας παλιομοδίτης σύζυγος, «κακομαθημένος» από τις οικιακές της ικανότητες. Μάλιστα, μετά τον γάμο τους σπάνια έβγαιναν έξω για φαγητό, γιατί όπως λέει, «φτιάχνω ένα ψητό κοτόπουλο πολύ-πολύ πρόστυχο…».
Τον καιρό που γνωρίστηκαν, η Ιμάν είχε αποκτήσει περιουσία από το μόντελινγκ και είχε ήδη δημιουργήσει μια επιτυχημένη επιχείρηση καλλυντικών για έγχρωμες επιδερμίδες. «Δεν είχε σχέση με κάτι το παραμυθένιο», λέει. «Ηρθα σε αυτή τη χώρα σαν πρόσφυγας. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί στη Σομαλία, τα κατάφεραν όμως καλά, και μετά έχασαν τα πάντα. Ετσι, όταν ήρθα στην Αμερική, ήταν για μένα ένας τρόπος να ξαναφτιάξω τα πράγματα. Ηταν ένα business plan», λέει.
Την ανακάλυψε τη δεκαετία του 1970 στην Κένυα –σπούδαζε Πολιτικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Ναϊρόμπι και ταυτόχρονα δούλευε σερβιτόρα για να βγάζει το χαρτζιλίκι της–, ο φωτογράφος Πίτερ Μπερντ, που είχε τεκμηριώσει την άγρια πανίδα της Αφρικής, είχε φωτογραφίσει όμως και μερικές από τις πιο ωραίες και διάσημες γυναίκες του κόσμου για διάσημα περιοδικά μόδας. Η Ιμάν είχε γεννηθεί στο Μογκαντίσου και μεγάλωσε σε οικοτροφείο στην Αίγυπτο, ο πατέρας της ήταν διπλωμάτης της Σομαλίας στη Σαουδική Αραβία και η μητέρα της γυναικολόγος. Αλλά ο Μπερντ ήταν επίσης μεγάλος παραμυθατζής και την παρουσίασε στην Νταϊάνα Βρίλαντ της Vogue –τη λεγόμενη «πάπισσα του στιλ»– σαν κόρη γιδοβοσκού στην αφρικανική σαβάνα.
«Δεν είχα “χαθεί” ποτέ για να με βρουν στη ζούγκλα», λέει η Ιμάν μιλώντας με τον δημοσιογράφο των New York Times. «Δεν έχω βρεθεί ποτέ στη ζωή μου στη ζούγκλα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η υπέροχη θέα από το καθιστικό του σπιτιού στο κτήμα της Ιμάν και του Μπάουι στα βουνά του Κάτσκιλ
Το εκπληκτικό είναι ότι η Ιμάν και ο Ντέιβιντ Μπάουι κατάφεραν να έχουν μια φυσιολογική ζωή, αν και ζούσαν τον περισσότερο καιρό στο Μανχάταν: «Ανακαλύψαμε ότι οι παπαράτσι είναι κάπως τεμπέληδες εδώ πέρα», λέει, σε αντίθεση με το Λονδίνο, από όπου αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν κυριολεκτικά μετά από ένα συνεχές κυνηγητό. «Πήγαμε για μία εβδομάδα και μας ακολουθούσαν ασταμάτητα από τη στιγμή που κατεβήκαμε από το αεροπλάνο, μέχρι που ξαναφύγαμε. Είπαμε ότι δεν επρόκειτο να ζήσουμε ποτέ σε αυτή την πόλη, ας πάμε λοιπόν στο σπίτι μας και ας τους αφήσουμε να κυνηγήσουν κάποιον άλλο». Το σπίτι τους ήταν ένα διαμέρισμα στο Puck Building, στο Σόχο του Μανχάταν, το οποίο πούλησε πρόσφατα, γιατί δεν άντεχε να ζει σε έναν τόσο μεγάλο χώρο, μόνη με τις αναμνήσεις της.
Τα τελευταία χρόνια ζούσαν όλο και περισσότερο στο κτήμα τους στο Κάτσκιλ, εκεί μάλιστα είχαν καταφύγει από τότε που αρρώστησε ο διάσημος ροκ σταρ και κανείς δεν το γνώριζε. Και εκεί κατάφερε να συνέλθει η Ιμάν μετά τον θάνατό του. Μόνο εκεί μπορούσε να διαχειριστεί το πένθος της.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η Λέξι Τζόουνς, κόρη της Ιμάν και του Ντέιβιντ Μπάουι
«Δεν έβλεπα κανέναν», λέει, εκτός από την 20χρονη κόρη της Λέξι Τζόουνς (το πραγματικό επίθετο του πατέρα της) και τη γειτόνισσα και παλιά φίλη της Μπέθαν Χάρντισον, πράκτορα μοντέλων και ακτιβίστρια. Καθημερινά έκανε μεγάλες βόλτες μέσα στο κτήμα της και ξαφνικά άρχισε να δημιουργεί σωρούς από πέτρες. Είναι παράδοση που υπάρχει σε πολλές κουλτούρες να σηματοδοτούν οι άνθρωποι μονοπάτια, ή να κάνουν αφιερώματα σε ιερά μέρη. Για την Ιμάν ήταν μια καθημερινή ρουτίνα που τη βοηθούσε να βάλει σε τάξη τις αναμνήσεις της.
«Για μένα, το lockdown ήταν καλό, γιατί στο Μανχάταν δεν μπορούσα να καταρρεύσω», λέει. Οι άνθρωποι τη σταματούσαν στον δρόμο για να τη συλλυπηθούν και μετά ήθελαν να βγάλουν σέλφι μαζί της. Στο δάσος, όμως, μπορούσε να κλάψει και να εκδηλώσει τη θλίψη της ανενόχλητη. «Και σιγά-σιγά, μου ήταν λιγότερο οδυνηρό να βλέπω το ωραίο ηλιοβασίλεμα που άρεσε τόσο πολύ στον σύζυγό μου χωρίς να σκέφτομαι “πρέπει να το δείξω αυτό στον Ντέιβιντ”».
Η Ιμάν ασχολείται με τα καλλυντικά από το 1994, όμως ποτέ δεν είχε φτιάξει ένα άρωμα, η ιδέα προέκυψε κατά τη διάρκεια της απομόνωσής της. Το Love Memoir κλείνει μέσα του τις αναμνήσεις της από τη ζωή που μοιράστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι. Το μπουκάλι του είναι σαν δυο πέτρες η μία από κεχριμπάρι και η άλλη (το καπάκι) χρυσή, ενώ η ίδια ζωγράφισε και το ηλιοβασίλεμα στο κουτί της συσκευασίας. Το άρωμα είναι κάπως παλιομοδίτικο, ένα μείγμα από αιθέρια έλαια περγαμόντου, τριαντάφυλλου και βέτιβερ (από ένα φυτό με πλούσιο αισθησιακό άρωμα, που φυτρώνει στην Ινδία και την Ινδονησία) που δεν θα μπορούσε να λείπει, γιατί ήταν το αγαπημένο εκείνου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News