Η Νικόλ Κίντμαν κοιμάται άσχημα. Πρόσφατα σηκώθηκε στις 3 τα χαράματα για να γκουγκλάρει γιατί το πόδι της είχε μουδιάσει. Αλλά πιο συχνά παίρνει αποφάσεις ξαπλωμένη στο σκοτάδι δίπλα στον σύζυγό της, στο κρεβάτι τους στο Νάσβιλ, ενώ οι δύο κόρες τους κοιμούνται μερικά δωμάτια πιο πέρα. «Συλλογίζεται». Ανάμεσα στα μεσάνυχτα και τις επτά το πρωί, είναι η πιο «κατάλληλη στιγμή» για να αντιμετωπίσει τις πιο δύσκολες καταστάσεις και τα πιο δυνατά συναισθήματα, λέει στην Ιβα Γουάιζμαν σε μια συνέντευξη για τον Guardian, με αφορμή το «Being the Ricardos», τη νέα ταινία της, που προβάλλεται στο Amazon Prime Video (δείτε παρακάτω το trailer).
Με τις αποκαλύψεις για τις «άγρυπνες» νύχτες της, η λαμπερή ηθοποιός μας αφήνει να τη φανταστούμε με τα μαλλιά κουλουριασμένα σε ένα μαξιλάρι, τα μάτια ορθάνοιχτα, κυριευμένη από ένα αίσθημα ανησυχίας. Και μας λέει πολλά για την ανθρώπινη πλευρά της.
Η 54χρονη Κίντμαν παίζει ανελλιπώς από τα 14 χρόνια της. Ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο, εν μέρει για να ξεφεύγει από τον αδυσώπητο ήλιο της Αυστραλίας, που της έκαιγε την ολόλευκη επιδερμίδα. Και ένα χρόνο αργότερα ήταν γνωστή σε τοπικό επίπεδο (όπως είχε πει σε μια παλιά συνέντευξή της) χάρη στους ρόλους «μεγαλύτερων, σεξουαλικά απογοητευμένων γυναικών». Ωστόσο τα επόμενα 40 χρόνια το ρεπερτόριό της διευρύνθηκε, και είναι, πλέον, γνωστή για ρόλους γυναικών, που αγαπούν την περιπέτεια, γυναικών αινιγματικών ή προβληματικών, επίσης, σε σπουδαίες ταινίες που ίσως δεν θα είχαν γίνει χωρίς την αστραφτερή της δύναμη.
Μεταμορφωμένη, τώρα, σε Λουσίλ Μπολ, τη θρυλική κωμικό της δεκαετίας του 1950 και πρωταγωνίστρια του τηλεοπτικού σόου «I Love Lucy», η Νικόλ Κίντμαν παίζει στο «Being the Ricardos», του Ααρον Σόρκιν («Η Δίκη των 7 του Σικάγου»), πλάι στον Χαβιέ Μπαρδέμ, που υποδύεται τον σύζυγο και συμπρωταγωνιστή της , Ντέζι Αρνάζ.
Η συνέντευξή της, λοιπόν, περιστρέφεται κυρίως γύρω από σκέψεις για το σπίτι, την οικογένεια, τον γάμο, την εξουσία και πώς το φύλο περιπλέκει την ιδέα της μητρότητας: «Αυτή είναι όλη μου η ζωή», λέει, συσχετίζοντας την ταινία με την δική της προσωπική ζωή.
Το «Being the Ricardos» διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας βαρυφορτωμένης εβδομάδας τη δεκαετία του 1950, στο απόγειο της φήμης της «βασίλισσας της κωμωδίας», όταν η Λούσι Μπολ και ο Ντέζι Αρνάζ χρειάζεται να ανιμετωπίσουν τις επαγγελματικές επιπτώσεις μιας νέας εγκυμοσύνης, τις κατηγορίες για κομμουνισμό και τους ισχυρισμούς για απιστία, που τελικά οδηγούν σε διαζύγιο: «Πρόκειται για μια δημιουργική και ρομαντική σχέση που δεν προχωράει. Αλλά από αυτή προκύπτουν μερικά εξαιρετικά πράγματα. Και μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει γιατί δεν έχει αίσιο τέλος», λέει η Νικόλ Κίντμαν για τον νέο της ρόλο.
«Αυτή η ταινία λέει ότι μπορείς να κάνεις μια εξαιρετική σχέση να ευδοκιμήσει και να αφήσει τα ίχνη της να υπάρχουν για πάντα. Ναι, είναι πραγματικά υπέροχο. Δεν μπορείς να κάνεις τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται όπως θέλεις εσύ και μερικές φορές συμβαίνει να ερωτεύεσαι κάποιον, που δεν θα είναι ο άνθρωπος με το οποίο θα περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου. Νομίζω ότι όλα αυτά είναι πολύ σχετικά. Μπορεί να κάνεις παιδιά μαζί του. Μπορεί όχι, αλλά υπήρξατε πολύ ερωτευμένοι» υποστηρίζει. Μιλάει άραγε για τον Τομ Κρουζ; «Ω, Θεέ μου, όχι, όχι. Με τίποτα. Οχι. Θέλω να πω, ειλικρινά, ότι αυτό ήταν τόσο πολύ καιρό πριν που δεν μπαίνει σε αυτή την εξίσωση. Οπότε όχι» απαντάει θυμωμένη. «Και θα παρακαλούσα να μην με παγιδεύετε με αυτόν τον τρόπο. Μου φαίνεται σχεδόν σεξιστικό, γιατί δεν είμαι σίγουρη ότι κάποιος θα το έλεγε αυτό σε έναν άντρα».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Με τον Χιου Γκραντ, συμπρωταγωνιστή της στη μεγάλη επιτυχία «The Undoing»
Είναι κάτι παραπάνω από δίκαιο. Αν και ήταν παντρεμένοι (και υιοθέτησαν δύο παιδιά), η Κίντμαν έχει ζήσει τουλάχιστον δύο ολόκληρες ζωές μετά τον χωρισμό της από τον Κρουζ, ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του ψυχοσεξουαλικού δράματος του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» (1999), όπου συμπρωταγωνιστούσαν. Ακολούθησε μια δεκαετία σημαντικών ταινιών, μεταξύ των οποίων το «Μουλέν Ρουζ» (2001) και «Οι Ωρες» (2002), για την οποία τιμήθηκε με Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Το 2006 παντρεύτηκε τον σταρ της κάντρι, Κιθ Ερμπαν, μάλιστα εξακολουθεί να «λιώνει» λίγο στην αναφορά του ονόματός του. Οταν έφτασε στα 40, όμως, και γέννησε μια κόρη, βρήκε ξαφνικά την βιομηχανία του θεάματος λιγότερο φιλόξενη και αποφάσισε να αποσυρθεί ευγενικά.
Τι ήθελε; «Να κάνω το μωρό μου και να ζω σε μια φάρμα. Μέχρι που η μαμά μου μού είπε: “Δεν νομίζω ότι πρέπει να τα παρατήσεις”. Ημουν πεπεισμένη ότι μπορούσα να μένω στο σπίτι και να καλλιεργώ λαχανικά και να είμαι πολύ ικανοποιημένη με αυτό, αλλά με πίεσε αρκετά η μαμά μου. Οι φίλοι μου, επίσης, έχω φιλίες που έχουν διαποτίσει τη ζωή μου», λέει η αμερικανοαυστραλιανή ηθοποιός στον Guardian.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Με την αγαπημένη της αδελφή Αντόνια Κίντμαν
Με την Τζέιν Κάμπιον, για παράδειγμα, η οποία τη σκηνοθέτησε στο «Πορτρέτο μιας Κυρίας» (1996) και στη σειρά «Το Μυστικό της Λίμνης» («Top of the Lake», 2013-2017), γνωρίζονται από τότε που ήταν 14 ετών. «Αυτές οι σχέσεις είναι τα νήματα που σε τραβούν και σε σπρώχνουν μπροστά, όταν οι άνθρωποι εμφανίζονται και λένε “σε ξέρω και πιστεύω σε σένα”». Οι επιλογές της ζωής και της καριέρας της, όπως η απόφαση να δημιουργήσει τη δική της εταιρεία παραγωγής ως απάντηση σε μια γερασμένη βιομηχανία, «δεν προέρχονται πάντα από μια αίσθηση αυτοπεποίθησης, ότι ξέρω τι κάνω. Καθόλου. Πολλές φορές βασίζομαι πολύ στους ανθρώπους γύρω μου για να πω: “Εχεις περισσότερα μέσα σου”».
Και μετά, μετά το τέταρτο παιδί (χρησιμοποιώντας μια παρένθετη μητέρα), ήρθε μια άλλη ζωή, όπου μαζί με μια σειρά από υπερπαραγωγές και indie ταινίες χάραξε μια καριέρα στην τηλεόραση «κύρους» (με σειρές όπως οι «The Undoing» του HBO με τον Χιου Γκραντ και «Nine Perfect Strangers» με τη Μελίσα ΜακΚάρθι του Hulu). Οι κριτικοί είπαν ότι έκανε την καλύτερη δουλειά της και ότι η αναγέννηση της καριέρας της στη μέση ηλικία δεν ήταν καλή μόνο για εκείνη, αλλά και για τις γυναίκες παντού. Και εξεπλάγη: «Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι η τηλεόραση θα ήταν πεδίο ανάπτυξης για μένα».
Η αρχή έγινε με τη σειρά «Big Little Lies» στο HBO, την παραγωγή της οποίας έκανε μαζί με μια παλιά φίλη της, τη Ρις Γουίδερσπουν. Η σειρά βραβεύτηκε με οκτώ Emmy, ένα από αυτά πήγε στην Κίντμαν για την ερμηνεία της Σελέστ. «Η τηλεόραση σου δίνει μια πολύ πιο δυνατή σύνδεση με το κοινό, επειδή είσαι στο σπίτι τους. Η ανταπόκριση, που είχα ήταν πολύ πιο βαθιά από ποτέ, και ήρθε ξαφνικά», λέει. Ο κόσμος την πλησίαζε για να της μιλήσει, ήταν «μια “φίλη” εντός εισαγωγικών σε παρόμοια κατάσταση με τη Σελέστ. “Ήταν… πολύ όμορφο”».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Με τους γονείς της Τζάνελ Γκλένι και Αντονι Κίντμαν και την μικρή κόρη της
Η τελευταία φορά που θυμάται έργο της να έχει τέτοια απήχηση, ήταν με το «Lion» (2016). Για την ερμηνεία της θετής μητέρας ενός αγοριού, που αναζητούσε τη βιολογική του οικογένεια, η Κίντμαν ήταν υποψήφια για Οσκαρ: «Ηταν κάτι πολύ αφοπλιστικό. Η αδερφή μου καθόταν δίπλα μου σε μια προβολή μόνο για εμάς τις δύο σε μια σκοτεινή αίθουσα. Και κατέρρευσε». Πράγμα που η Κίντμαν λάτρεψε. «Η ιδέα να διεισδύεις τόσο πολύ στους ανθρώπους, ώστε οι άμυνές τους να πέφτουν, είναι όμορφη», λέει. «Τότε, απλώνουμε το χέρι και βοηθάμε, κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου. Το οποίο μας το πήραν πρόσφατα, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι απίστευτα όμορφο στο να σε κρατούν. Στο αίσθημα της ασφάλειας». Η διάθεσή της σκοτεινιάζει: «Συγγνώμη», λέει η Κίντμαν στην Ιβα Γουάιζμαν, «Απλώς με κάνει να κλαίω, που μας το πήραν. Οι άνθρωποι στα νοσοκομεία δεν έχουν κανένα για να κρατηθούν στις τελευταίες τους στιγμές. Δεν το αντέχω».
Κλαίει συχνά; «Ναι», απαντάει χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει ποιο ήταν το τελευταίο πράγμα που την έκανε να κλάψει: «Είναι πολύ προσωπικό», λέει. «Αλλά ναι, κλαίω. Προσπαθώ να το ελέγχω τα συναισθήματά μου, αλλά όλα είναι πολύ λυπηρά. Υπάρχει μια τεράστια μελαγχολία, σωστά; Εννοώ, όταν μελετάς πραγματικά μελαγχολικούς ανθρώπους, είμαι πολύ παρούσα. Εχω ένα τεράστιο απόθεμα από αυτό. Νομίζω ότι πολλοί άνθρωποι κυκλοφορούν γύρω μας με αυτό, έτσι δεν είναι;»
Η συνέντευξη δόθηκε πριν από τα Χριστούγεννα, οπότε η Κίντμαν θα πήγαινε με την οικογένειά της στην Αυστραλία για να δει την 81χρονη μητέρα της φεμινίστρια Τζάνελ Γκλένι, που έμεινε χήρα όταν ο αγαπημένος πατέρας της, ψυχολόγος Αντονι Κίντμαν, πέθανε το 2014. Αλλά η ηθοποιός αποφεύγει να μιλάει για την οικογένειά της, και για τη ζωή με δύο μικρές κόρες, 10 και 13 ετών: «Πρέπει να τις προστατεύσω πραγματικά. Εχω μάθει να κρατάω το στόμα μου κλειστό», λέει.
Πώς επηρεάζει η φήμη τη ζωή της; «Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο η διασημότητα;» ρωτάει λίγο εκνευρισμένη η σταρ, «Δεν ζω αυτή τη ζωή. Είμαι βαθιά ενσωματωμένη σε μια οικογένεια, σε έναν πολύ βαθύ γάμο. Μεγαλώνω παιδιά. Είμαι κόρη. Αυτά είναι τα πρωταρχικά. Και ναι, έχω κι άλλα που συμβαίνουν. Αλλά στη βάση μου υπάρχουν σχέσεις που είναι πολύ “πραγματικές”. Και θα ήθελα πολύ να είναι πιο ροζ και πουπουλένιες, αλλά είναι εκπληκτικά αληθινές, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που σε κυκλώνουν σαν άνθρωπο, όπως η θνητότητα. Το μόνο που μπορώ να φέρω στη δουλειά μου είναι αυτή η συναισθηματική αλήθεια. Η ζωή μου είναι η ζωή μου», λέει. «Είμαι μια γυναίκα στα 50 της, με πολλά πράγματα να την περικυκλώνουν».
Είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει μερικά από αυτά τα τρωτά σημεία στη δουλειά της. «Αλλά όχι όλα. Γιατί αυτό δεν είναι δίκαιο. Για μένα. Για τις σχέσεις μου. Μπορώ να δώσω ένα μέρος του, πραγματικά πολύ βαθύ. Αλλά χρειάζεται να το κάνω σε ένα πολύ ασφαλές μέρος με ανθρώπους που εμπιστεύομαι και που δεν θα το καταχραστούν ή θα με πληγώσουν. Και θα το εκτιμήσουμε».
Η άγρια και αστραφτερή φήμη της δεν οφείλεται παρά στο γεγονός ότι το κοινό δεν τη γνώρισε ποτέ καλά. Η 40χρονη καριέρα της φαίνεται να της έμαθε τη σημασία τού να παραμένεις άγνωστη στο κοινό σου, το οποίο χρειάζεται αυτή την απόσταση –την ψυχική επίσης– για να διατηρήσει το όνειρο και την επιθυμία, και την πεποίθηση ότι μπορεί να είναι μάγισσα, εταίρα, η Λούσιλ Μπολ ή μια θεραπεύτρια στο Μανχάταν με ένα πολύ ωραίο παλτό…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News