Εκείνο το ζεστό μεσημέρι της Τρίτης 20 Ιουνίου 1978, μια παρέα φοιτητών ξεκινήσαμε από την πλατεία του Χημείου για να πάμε στη φοιτητική λέσχη. Ενας από μας διάβαζε φωναχτά το πρωτοσέλιδο της «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ» στο οποίο η εφημερίδα ρωτούσε τους αρμοδίους: «Γιατί ήταν ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ μετασεισμός»; Και δίπλα έγραφε: «5,3 και 4,5 βαθμοί Ρίχτερ οι πιο ισχυρές από τις πολλές χθεσινές δονήσεις».
Ξεχαστήκαμε με τον Σταμάτη, μια καλτ φιγούρα του ΑΠΘ, που όλο ανέκδοτα και φιλοσοφίες και καμάκι ήταν, και είχε βαλθεί να κάνει το δικό του «θεατρικό» έξω από τη φοιτητική λέσχη, τραγουδώντας ένα σουξέ της εποχής: «Εδήλωσα τρελός, εδήλωσα τρελός»!
Επί σαράντα μέρες ήδη είχαμε μάθει να ζούμε με τους σεισμούς. «Κουνούσε» συνέχεια. Στην αρχή ο κόσμος φοβήθηκε πολύ. Στη συνέχεια, για ένα ανεξήγητο λόγο, το συνήθισε το πράγμα. Θυμάμαι μάλιστα στη φοιτητική μας παρέα, είχε κυκλοφορήσει, μέσα στη μόδα των ανεκδότων για τις ξανθιές, το εξής:
«-Πώς κάνουν φραπέ οι ξανθιές;
-Βάζουν καφέ, ζάχαρη και νερό στο σέϊκερ και περιμένουν να γίνει σεισμός».
Τέτοια πράγματα.
Από στόμα σε στόμα επίσης, κυκλοφορούσε η φήμη για μια ηλικιωμένη γυναίκα, «ξεδοντιάρα», όπως την περιέγραφαν, στεκόταν στην Καμάρα και φώναζε «φύγετε για να σωθείτε, φύγετε για να σωθείτε». Ο κόσμος γελούσε αλλά η φημολογία, η τερατώδης έστω, κάτι έλεγε.
Ενα μεσημέρι από εκείνα των αρχών του Ιουνίου, τρώγαμε στην ιστορική «Πέρδικα», το εστιατόριο στη Βασιλίσσης Σοφίας τότε (σημερινή Εθνικής Αμύνης) ψηλά, κοντά στο Σιντριβάνι, μερικές δεκάδες μέτρα από το ξενοδοχείο ABC. Έκανε θυμάμαι, έναν γερό σεισμό και τα γκαρσόνια, με τον πανικό στο βλέμμα τους, μας είπαν «βγείτε αμέσως έξω». Μέσα και έξω από τα κτίρια, πηγαίναμε συνεχώς…
Εκείνη την Τρίτη όμως η ανησυχία ήταν μεγαλύτερη και διάχυτη. Και δυστυχώς τα γεγονότα απέδειξαν ότι οι ισχυρές δονήσεις της προηγούμενης μέρας ΔΕΝ ΗΤΑΝ μετασεισμοί.
Η ίδια παρέα από νωρίς το βράδυ πήγαμε σε ένα εστιατόριο, στην περιοχή Καλλιδοπούλου – Βασιλίσσης Όλγας. Είχε έγχρωμη τηλεόραση, από τις πρώτες την εποχή. Εκείνο το βράδυ της 20ης Ιουνίου έπαιζαν στο Μουντιάλ της Αργεντινής, η Αυστρία με την Ιταλία. Μετά το ματς έφυγα για το σπίτι.
Τα 6,5 Ρίχτερ ήρθαν στις 11.03 και με βρήκαν στη στάση της Παλιάς Φιλοσοφικής περιμένοντας το λεωφορείο 15 των Σαράντα Εκκλησιών. Μαζί με δυο άλλους σοκαρισμένοι πεταχτήκαμε στο δρόμο που σου άφηνε την αίσθηση του βάλτου κάτω από τα πόδια σου, που θα σε «ρουφήξει». Κράτησε κάμποσα δευτερόλεπτα. Κοιτώντας προς τα κάτω, προς το Σιντριβάνι, είδα τα φώτα του ξενοδοχείου «ABC» να σβήνουν με ένα «μπαμ». Το ‘νιωσα από την πρώτη στιγμή ότι αυτός ο σεισμός θα αλλάξει τη ζωή μας. Ότι η πόλη θα έμπαινε σε μεγάλη περιπέτεια…
Ο ομότιμος καθηγητής Βασίλης Παπαζάχος και από τους πρωταγωνιστές της εποχής, περιγράφει στο βιβλίο «Ταξίδι στο Παρελθόν μου» τα γεγονότα ως εξής: «Ο σεισμός της 20ης Ιουνίου 1978 είχε μέγεθος 6,5 και εστία στη Μυγδονία λεκάνη (μεταξύ των λιμνών Βόλβης και Λαγκαδά). Παρότι ήταν ένα συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο (αφού κάθε τρία χρόνια κατά μέσο όρο γίνεται ένας σεισμός αυτού του μεγέθους στην Ελλάδα), είχε δυσανάλογες αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου έβλαψε το ένα τέταρτο των οικοδομών και φόνευσε 49 ανθρώπους. Ηταν ο πρώτος ισχυρός σεισμός που έπληξε σοβαρά ένα μεγάλο αστικό κέντρο στην Ελλάδα και γι’ αυτό δεν υπήρχε η σχετική εμπειρία αντιμετώπισης τέτοιων και τόσο εκτεταμένων καταστροφών.
» Η προσεισμική δραστηριότητα άρχισε στις 8 Μαΐου του 1978, με προσεισμούς που κατέληξαν στη γένεση ενός ισχυρού σεισμού (Μ=5,8) στις 24 Μαΐου του οποίου οι μετασεισμοί συνεχίστηκαν μέχρι την 1η Ιουνίου 1978. Αυτή η σεισμική δραστηριότητα (8.5.1978 – 1.6.1978) έδινε την εντύπωση κανονικής ακολουθίας (προσεισμοί – κυρίως σεισμός – μετασεισμοί), αν ληφθεί υπόψη ότι τότε δεν υπήρχε γνώση της χωρικής κατανομής των εστιών της ακολουθίας, γιατί δεν υπήρχαν διαθέσιμοι φορητοί σεισμογράφοι για να εγκατασταθούν στην πλειόσειστη περιοχή. Έτσι, η γένεση του καταστρεπτικού σεισμού στις 20 Ιουνίου 1978 ξάφνιασε και δημιούργησε στην πόλη συνθήκες για τις οποίες το ελληνικό κράτος δεν ήταν έτοιμο».
Οπως λέει ο ίδιος, αισθάνθηκε τον σεισμό έντονα στον έβδομο όροφο του σπιτιού του που ήταν κοντά στη Ροτόντα.
«Τρέξαμε αμέσως με την Κατερίνα να προστατέψουμε τα παιδιά και βγήκαμε ψύχραιμα έξω. Εγώ έφυγα για το υπουργείο Βορείου Ελλάδος, όπου μετείχα σε συσκέψεις για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Τα τρία πρώτα βράδια κοιμηθήκαμε έξω και αφού το σπίτι που μέναμε ελέγχθηκε από μηχανικούς, μπήκαμε μέσα με την Κατερίνα. Τα δύο παιδιά μας με την πεθερά μου έφυγαν για την Αθήνα και αργότερα πήγαν στον Βόλο».
Εδώ να προσθέσουμε ότι οι πιο «θαρραλέοι» έμεναν μόνοι στα σπίτια τους, σχεδόν ερημίτες στη γειτονιά και γινόντουσαν αντικείμενο σχολίων από αυτούς που διανυκτέρευαν στις σκηνές ή τους πιο πολλούς που κατέφυγαν σε σπίτια συγγενών και φίλων στις γύρω περιοχές. Στη Νάουσα όπου είχα καταφύγει κι εγώ, όπως έλεγε ο δήμαρχος είχαν έρθει 2.500 Θεσσαλονικείς!
«Οι μετασεισμοί», συνεχίζει ο Βασίλης Παπαζάχος, «συνεχιζόντουσαν και οι Θεσσαλονικείς έμαθαν να “μετρούν” και τα μεγέθη των σεισμών (τα Ρίχτερ, όπως έλεγαν).
»Ένα βράδυ στις δύο μετά τα μεσάνυχτα μου τηλεφώνησαν και μου είπαν να πάω στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος, όπου θα πραγματοποιούνταν επείγουσα σοβαρή σύσκεψη για ένα πολύ σοβαρό θέμα που αφορούσε τη συνεχιζόμενη σεισμική δράση.
»Πήγα και στη σύσκεψη μετείχαν οι υπουργοί Ν. Ζαρντινίδης και Ν. Μάρτης και οι καθηγητές Γ. Πενέλης, Κ. Σολδάτος και εγώ. Ο Ζαρντινίδης πήρε πρώτα το λόγο και είπε ότι στη διπλανή αίθουσα ήταν ένας ειδικός επιστήμονας, ο οποίος αναλαμβάνει να κάνει βαθιές γεωτρήσεις (με αντίστοιχη αμοιβή προφανώς) στην πλειόσειστη περιοχή του σεισμού (λίμνες Βόλβης και Λαγκαδά), ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση και να σταματήσουν οι σεισμοί. Εμείς οι καθηγητές γελάσαμε, αλλά ο υπουργός μας είπε ότι αυτός όφειλε να μας ενημερώσει και μας παρακάλεσε να ακούσουμε τον επιστήμονα. Πράγματι, τον έφερε στην αίθουσα της σύσκεψης και απάντησε με αοριστίες στις ερωτήσεις μας. Η συζήτηση έλαβε κωμικό χαρακτήρα, γιατί σε ερώτηση του καθηγητή Σολδάτου αν η φύση λειτουργεί όπως ο θερμοσίφωνας ο “επιστήμονας” απάντησε σχεδόν ναι!
Ο υπουργός μας ζήτησε να δώσουμε και γραπτώς τη γνώμη μας , πράγμα που κάναμε, και η προσπάθεια “εκτόνωσης της σεισμικής ενέργειας” έληξε ευτυχώς με τον τρόπο αυτό».
Στο βιβλίο του ο Βασίλης Παπαζάχος περιγράφει και μια πολύ δύσκολη στιγμή, στις αρχές Ιουλίου, όταν ένας νέος ισχυρός μετασεισμός την ώρα που η πόλη προσπαθούσε να ηρεμήσει, οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο να εξετάσει το ενδεχόμενο να συστήσει η κυβέρνηση στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη.
Ιδού το απόσπασμα από το βιβλίο:
«Στις 5 Ιουλίου 1978, όταν είχαν επιστρέψει αρκετοί Θεσσαλονικείς στα σπίτια τους, έγινε ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ που είχε την εστία του στο δυτικό μέρος του ρήγματος και ήταν πολύ κοντά στην πόλη. Είχε επίκεντρο μόλις 12 χιλιόμετρα από τις Σαράντα Εκκλησιές, όπου ήταν το σπίτι του Γιώργου Λεβεντάκη και όπου είχαμε εγκαταστήσει προσωρινά ένα φορητό σεισμογράφο. Ο σεισμός τράνταξε την πόλη, επειδή η εστία του ήταν κοντά σ αυτήν. Γι αυτό πρότειναν στον Πρωθυπουργό να εκδώσει ανακοίνωση για να συστήσει στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη. Ο Καραμανλής, με κάλεσε τότε και μου είπε ότι αυτός θα αναλάβει τη σχετική πολιτική απόφαση, αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη μου. Του είπα ότι δεν πρέπει να εκδώσει τέτοια ανακοίνωση, γιατί η διεθνής σχετική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες απ’ ότι οι συνέπειες ενός ισχυρού σεισμού. Του ανέφερα επίσης ότι από τις μέχρι τώρα καταγραφές (από το φορητό σεισμογράφο των Σαράντα Εκκλησιών) προκύπτει ότι η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά, δηλαδή η συχνότητα των μετασεισμών φθίνει με το χρόνο (νόμος Omori) και παραμένει σταθερό το μέσο μέγεθος (κανόνας Lomnitz) όπως αναμένεται. Συνομίλησε κατόπιν και με τους υπουργούς Δημοσίων Έργων (Ν. Ζαρντινίδη) και Βορείου Ελλάδος (Ν. Μάρτη) και αποφάσισε να μην εκδώσει την ανακοίνωση».
Ο σεισμός έφερε τον απόλυτο πανικό και την «κυκλοφοριακή παράλυση» στην πόλη. Ο κόσμος πετάχτηκε έξω από τα σπίτια ξέροντας αυτή τη φορά ότι δεν θα επιστρέψει αμέσως πίσω. Κόρνες, απόγνωση, φόβος, με τις σειρήνες των ασθενοφόρων, των περιπολικών και των πυροσβεστικών οχημάτων να ουρλιάζουν.
Σε μερικές περιοχές κόπηκε το ρεύμα και αλλού οι τηλεφωνικές συνδέσεις, γεγονός που μεγάλωσε την αγωνία, αφού πολλοί δεν μπορούσαν να μάθουν αν είναι καλά οι οικείοι τους.
Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, θα πει κανείς, αλλά οι φοιτητές στα ενοικιαζόμενα σπίτια των οποίων τότε σπανίως είχε τηλέφωνο, έχασαν την επαφή με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη τους. Ήταν εποχή χωρίς κινητά. Μέσα στον χαμό να μην έχεις δίπλα σου και τον σύντροφό σου…
Σε λίγο ήρθε και η θλιβερή είδηση για την κατάρρευση της πολυκατοικίας.
Το πρωί της Τετάρτης, λίγες ώρες μετά τον καταστροφικό σεισμό, μας βρήκε στα χορταράκια απέναντι από την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Στην ανηφόρα μέχρι το ΑΧΕΠΑ είχαν κοιμηθεί εκατοντάδες με κουβέρτες, σεντόνια, υπνόσακους, στρώματα και μαξιλάρια. Φοβερή εικόνα: πριν από τις έξι το πρωί με τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, έβλεπες κόσμο να πλένεται με φιάλες νερού, να πλένει τα δόντια του, ακόμα και να αλλάζει πίσω από κρεμασμένες κουβέρτες και πετσέτες. Άλλοι είχαν ανοίξει τρανζίστορ για να μάθουν τα νέα και το τι μέλλει γενέσθαι… Κορίτσια με σορτς, φλερτάκια για μια ανθρώπινη κουβέντα, για εξορκισμό του φόβου.
«Ρε συ έτσι θα ήταν στο Γούντστοκ» είπε ο πλακατζής της παρέας.
Σε λίγες εβδομάδες ο σεισμός έφερε πολλά ειδύλλια, ακόμα και γάμους, από σχέσεις που γεννήθηκαν στα αντίσκηνα. Στις συζητήσεις ακούγαμε ότι η πόλη θα συνέλθει αν πρώτα βέβαια σταματήσουν οι σεισμοί και θα μπει σε καθημερινότητα με τους Βαλκανικούς Αγώνες στο Καυτανζόγλειο που αναμένονταν στα τέλη Αυγούστου και με την Διεθνή Έκθεση βεβαίως…
Υπήρχαν και αβάσιμες φήμες για νέους σεισμούς λόγω της επικείμενης Πανσελήνου.
Στα χείλη όλων ήταν το «τι θα πράξει ο Καραμανλής», ο οποίος ήταν παρών και συντόνιζε το δύσκολο έργο, αλλά και τα συγκεκριμένα μέτρα για ανακούφιση των σεισμοπαθών, για την ποιότητα ζωής στα αντίσκηνα, για την αποκατάσταση ζημιών, για τους ελέγχους… Πρόσωπα της εποχής ο νομάρχης Θεσσαλονίκης Κ. Πυλαρινός, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος Ν. Μάρτης, ο υπουργός Δημοσίων Έργων Ν. Ζαρντινίδης.
Το ρολόι στη Στοά Μαλακοπή σταμάτησε για πάντα την ώρα του σεισμού. Οι δείκτες του εκεί ακίνητοι στις 11:04 μένουν ως μνημείο μιας δραματικής ιστορικής νύχτας.
Τελικά ο φρικτός απολογισμός ήταν: 49 νεκροί (29 εκ των οποίων στην πολυκατοικία της πλατείας Ιπποδρομίου) 220 τραυματίες και περίπου 800.000 άστεγοι.
Τις επόμενες ημέρες άρχισε η γνωστή σε όλους καταγραφή με τα «πράσινα, κόκκινα» και «κίτρινα» σπίτια. Από τον Τύπο της εποχής: 3.170 (4,5%) κτίρια με σοβαρές και επικίνδυνες βλάβες (κόκκινα), 13.918 (21,0%) κτίρια με μέσης ή και μικρής κλίμακας βλάβες (κίτρινα), και 49.071 (74,5%) κτίρια χωρίς βλάβες (πράσινα).
Ο έλεγχος απέδειξε ότι και ιστορικά μνημεία της πόλης, όπως η Ροτόντα και η Αχειροποίητος και άλλες εκκλησίες είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες. Τούτο πάντως δεν αναιρεί το γενικό συμπέρασμα ότι παρά την έλλειψη, σχεδίου, τεχνολογίας και υποδομών η Θεσσαλονίκη άντεξε…
Σύμφωνα τέλος με τον Βασίλη Παπαζάχο «η γένεση του καταστρεπτικού αυτού σεισμού είχε και θετικές συνέπειες, μεταξύ των οποίων είναι η δημιουργία του δικτύου σεισμογράφων του ΑΠΘ, η γένεση του Ινστιτούτου Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών ως πρώτο εθνικό κέντρο διεπιστημονικής έρευνας σε θέματα σεισμών και η ανάπτυξη της έρευνας πάνω σε θέματα όπως τη σεισμική επικινδυνότητα και την πρόγνωση των σεισμών στο Εργαστήριο Γεωφυσικής του ΑΠΘ».
«Παράγονται, σήμερα, υψηλής ποιότητας και ποσότητας ενόργανες σεισμολογικές παρατηρήσεις που αποστέλλονται καθημερινά σε έγκυρα παγκόσμια σεισμολογικά κέντρα και αξιοποιούνται διεθνώς για την παραγωγή σεισμολογικής και ευρύτερης γεωφυσικής γνώσης».
Υ.Γ.: Οι έγχρωμες φωτογραφίες, που μας παραχώρησε το γραφείο Τύπου του ΑΠΘ, τραβήχτηκαν τις πρώτες ημέρες μετά τον σεισμό, από τον αείμνηστο καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνο Σολδάτο
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News