Ηταν Μάιος του 1936 και οι απεργίες σάρωναν την Ελλάδα και, κυρίως, τη Θεσσαλονίκη όπου τα έντονα επεισόδια κλιμακώνονται, μετατρέποντας μια διαδήλωση σε αιματοχυσία.
Δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους εκείνη την ημέρα, με πρώτο τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση από το Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης.
Οι σύντροφοί του τον βάζουν σε μια ξύλινη πόρτα που ξήλωσαν από οικοδομή για να τον μεταφέρουν.
Η μάνα του, Κατίνα Τούση, πεσμένη στα γόνατα τον μοιρολογεί μέσα στον δρόμο, ενώ γύρω της ήταν χωροφύλακες και διαδηλωτές.
Η συγκλονιστική αυτή εικόνα, που αποτυπώνει ο φωτογραφικός φακός, φτάνει σε όλη την Ελλάδα και ο μεγάλος ποιητής κλονίζεται από το δράμα του Τούση και της μάνας του. Οι δυο τους, γιος και μάνα, μοιάζουν σαν μια ελληνική εκδοχή της Πιετά του Μιχαήλ Αγγελου.
Μέσα σε τρεις μέρες, ο Ρίτσος γράφει 14 από τα 20 ποιήματα του Επιταφίου του και δημοσιεύει κάποια εξ’ αυτών στον Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου.
Γράφει λοιπόν ο μεγάλος ποιητής:
«Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ’ το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News