Στρατηγική αυτονομία ή στρατηγική αμφισημία; Σε αυτό το ερώτημα καλείται να απαντήσει η Ευρώπη, μετά την κοινοποίηση της στρατιωτικής συμφωνίας μεταξύ Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Ηνωμένων Πολιτειών (AUKUS) που συνήφθη ως ανάχωμα στον κινεζικό επεκτατισμό και θα ενισχύσει την Αυστραλία με τουλάχιστον οκτώ πυρηνικά υποβρύχια.
Η οργή του Παρισιού – εξαιτίας της απώλειας ενός σημαντικού μελλοντικού αγοραστή προηγμένης αμυντικής τεχνολογίας αξίας πολλών δεκάδων δισεκατομμυρίων – είναι κατανοητή, αλλά το όλο ζήτημα ενδέχεται να αποτελεί περισσότερο ένα διμερές εμπορικό πρόβλημα που αφορά τη Γαλλία και την Αυστραλία, παρά «μια πισώπλατη μαχαιριά» από την πλευρά της Αμερικής, όπως χαρακτήρισε τη συμφωνία ο γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ζαν-Ιβ Λε Ντριαν και όπως φαίνεται ότι την εξέλαβε το Παρίσι, ανακαλώντας τους πρεσβευτές του από την Ουάσιγκτον και την Καμπέρα.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει σε άρθρο του ο Ντανίλο Τάινο της Corriere della Sera. Μετά την ανακοίνωση της AUKUS πολλοί αναλυτές υποστήριξαν ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί ακόμη μία τρανταχτή απόδειξη του γεγονότος ότι η Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να εμπιστεύεται τις ΗΠΑ. Ωστόσο το όλο ζήτημα ενδέχεται να αποδεικνύει το αντίθετο, δηλαδή πως είναι η Ουάσιγκτον αυτή που εμπιστεύεται λιγότερο την Ευρώπη και ενεργεί αναλόγως.
Στο κείμενό του ο ιταλός δημοσιογράφος αναφέρει πως αμφιβολίες στους Αμερικανούς για τη φερεγγυότητα της Ευρώπης στο πλαίσιο της στρατηγικής συμμαχίας των δύο πλευρών, γέννησε ο ίδιος ο πρόεδρος της Γαλλίας, ήτοι ο ηγέτης που τάσσεται αναφανδόν υπέρ της στρατηγικής αυτονομίας της EE όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την άμυνά της, δηλώντας πως το NATO είναι «εγκεφαλικά νεκρό». Ο Εμανουέλ Μακρόν αποπειράθηκε επίσης να προσεγγίσει τη Ρωσία του Πούτιν δίχως, όμως, επιτυχία ενώ οραματίστηκε και μία γαλλική στρατηγική για τον Ινδο-ειρηνικό, ανεξάρτητη από την όποια στρατηγική των συμμάχων της.
Οσον αφορά την έτερη κύρια δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη Γερμανία, «επιδεικνύει μία σχεδόν ιστορική αμφισημία υπέρ της Κίνας», γράφει ο Τάινο, εξηγώντας πως για το Βερολίνο πιο σημαντικές είναι οι εμπορικές σχέσεις με το Πεκίνο παρά οι όποιες πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες. Η καταρχήν επενδυτική συμφωνία (CAI – Comprehensive Agreement on Investment) μεταξύ ΕΕ – Κίνας που επιδίωξε αποφασιστικά η Ανγκελα Μέρκελ και επιτεύχθηκε τα τελευταία 24ωρα του 2020 (πριν λήξει η γερμανική προεδρία στην ΕΕ) μπορεί να είναι, πλέον, καμένο χαρτί. Αλλά αποτέλεσε αναμφίβολα ένα ξεκάθαρο μήνυμα όσον αφορά την προτίμηση του Βερολίνου. Πλέον αρκετοί κάνουν λόγο για μερκαντιλισμό.
Ο Ντανίλο Τάινο αναγνωρίζει, φυσικά, πως ούτε ο Τραμπ, κατά την προηγούμενη τετραετία, αλλά ούτε ο Μπάιντεν, από τις αρχές του τρέχοντος έτους, επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εμπλοκή των Ευρωπαίων σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις με στόχο τη λήψη σημαντικών αποφάσεων που δεν αφορούν άμεσα την Ευρώπη: αυτό συνέβη στον Ινδο-ειρηνικό, αυτό συνέβη και στο Αφγανιστάν νωρίτερα. Επιπρόσθετα είναι γεγονός, καλώς ή κακώς, πως η αμερικανική ηγεμονία στη διεθνή σκηνή έχει πάψει να είναι απόλυτη. Ωστόσο η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να θεωρεί τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αφερέγγυες και διστακτικές.
Το πόσο βαθύ είναι το ρήγμα που άνοιξε στις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων χωρών μετά την ανακοίνωση της AUKUS θα φανεί αυτές τις ημέρες. Επιστρέφοντας στο παρελθόν, η Αναΐς Τζινόρι, ανταποκρίτρια της La Repubblica στο Παρίσι, υπενθυμίζει πως το 2003 η κρίση στις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισιού που προκλήθηκε εξαιτίας της άρνησης του τότε γάλλου προέδρου Ζακ Σιράκ να συμμετάσχει στην εισβολή του Ιράκ, ξεπεράστηκε σχετικά γρήγορα δίχως να πληγεί ουσιαστικά η πολιτική και στρατιωτική συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης.
Οπως τότε, έτσι και σήμερα, ο γαλλοαμερικανικός άξονας είναι ιδιαίτερα σημαντικός για αμφότερες της πλευρές. Παρά την γκωλική παράδοση περί «μη ευθυγράμμισης» με τις ΗΠΑ, κανένας στο Παρίσι δεν θα ήθελε να καταλήξει η Αμερική να μην προσφέρει την απαραίτητη στήριξή της στη Γαλλία στο πλαίσιο της διεξαγωγής συγκεκριμένων στρατιωτικών αποστολών, όπως στις χώρες του Σαχέλ.
Οι πρώτες πυροσβεστικές δηλώσεις της Ουάσιγκτον μετά την πρωτοφανή αντίδραση της Γαλλίας υποδεικνύουν πως ο Λευκός Οίκος ήδη εργάζεται «πίσω από τις κουρτίνες» με στόχο την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Αλλωστε και ο Εμανουέλ Μακρόν δεν προέβη ο ίδιος σε βαριές δηλώσεις, επιφορτίζοντας τον υπουργό Εξωτερικών του να μιλήσει ανοιχτά για «πισώπλατη μαχαιριά», «διάρρηξη της εμπιστοσύνης» και απρόβλεπτες συνέπειες που θα μπορούσαν «να επηρεάσουν το μέλλον του ΝΑΤΟ».
Ομως σύμφωνα με τη Τζινόρι, μέσω του τρόπου που διαχειρίζεται αυτήν σοβαρότατη διπλωματική κρίση, ο γάλλος πρόεδρος επιδιώκει να εκφράσει κάτι παραπάνω από τον θυμό του για την απώλεια ενός αμυντικού συμβολαίου ύψους 90 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στο εσωτερικό της πατρίδας του και στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας ενόψει των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Απριλίου, επιδιώκει να κατευνάσει και να κερδίσει όλους όσοι υποστηρίζουν ότι η Γαλλία έχει απολέσει εδώ και καιρό την όποια ισχύ στη διεθνή σκηνή. Συγχρόνως θέλει να αποτρέψει το ενδεχόμενο εργαλειοποίησης της κρίσης των υποβρυχίων από την ακροδεξιά.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω της αντίδρασης του ο Εμανουέλ Μακρόν απέστειλε για πολλοστή φορά ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους ευρωπαίους εταίρους του, όσον αφορά την εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση: εξακολουθεί να αδυνατεί να βρει έναν γεωστρατηγικό μπούσουλα, με αποτέλεσμα να περνάει ολοένα και πιο συχνά το τελευταίο διάστημα στο περιθώριο του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Μετά την χαοτική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, η κρίση των υποβρυχίων προσφέρει στον γάλλο ηγέτη ακόμη μία ευκαιρία ούτως ώστε να θέσει επί τάπητος το ζήτημα της δημιουργίας μίας ευρωπαϊκής Αμυνας και τη χάραξη μίας κοινής, πανευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, ανεξάρτητης από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ειδικά όσον αφορά την Κίνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News