Η σφαγή ξεκίνησε από τους διανοούμενους. Το τουρκικό σχέδιο για τον αφανισμό των Αρμενίων τέθηκε σε εφαρμογή στις 24 Απριλίου 1915 στην Κωνσταντινούπολη, και τώρα, περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα, οι ΗΠΑ γίνονται η 32η χώρα που αναγνωρίζει τη Γενοκτονία των Αρμενίων προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Ερντογάν, σε μία περίοδο που ούτως η άλλως οι σχέσεις των δύο χωρών είναι τεταμένες.
Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: όταν ξεκίνησε η σφαγή το 1915 οι Αρμένιοι που βρίσκονταν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπολογίζονταν στα 2.000.000. Μετά το 1922, οπότε ολοκληρώθηκε και η δεύτερη φάση του εκτοπισμού τους, περισσότεροι από 1.500.000 ήταν νεκροί.
Το Protagon μίλησε με απογόνους Αρμενίων που έχασαν τη ζωή τους κατά τους διωγμούς των Τούρκων και κατέγραψε τις ιστορίες διαφυγής μελών των οικογενειών τους με προορισμό την Ελλάδα.
«Η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου, ήταν η αδερφή ενός εθνικού ήρωα που συνέλαβαν οι Τούρκοι στις 24 Απριλίου 1915. Ήταν ένας από τους αρμένιους διανοούμενους, τους πρώτους που είχαν πιάσει κατά την γενοκτονία στην Κωνσταντινούπολη. Είχε σπουδάσει στην Ελβετία γιατρός και ήταν ένας από τους πλέον δραστήριους συγγραφείς-ποιητές. Όλοι τον γνώριζαν ως Ρουπέν Σεβάκ, το κανονικό του επώνυμο ήταν Τσιλιγκιριάν», αναφέρει ο Χατσίκ Χατσαντουριάν, μέλος της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής στην Ελλάδα.
Ο Σεβάκ είχε γεννηθεί στη Σιληβρία, έξω από την Κωνσταντινούπολη. Όταν ήταν στην Ελβετία γνώρισε και παντρεύτηκε μία γερμανίδα αστή. Οι γονείς της δεν τον ήθελαν και το ζευγάρι πήγε να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη.
«Η γυναίκα του Σεβάκ είχε ήδη γεννήσει δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, όταν στις 24 Απρίλη του 1915, νύχτα, χτυπάει η πόρτα, μπαίνουν μέσα οι αστυνομικοί και λένε:
- “Γιατρέ, έλα αμέσως, ο στρατηγός είναι άρρωστος και καλούν εσένα να πας σπίτι του”.
- “Να ντυθώ να πάρω τα εργαλεία μου και να έρθω”, ήταν η απάντησή του.
- “Όχι, όχι, έλα γρήγορα, έχει εκεί εργαλεία”, του είπαν.
Δεν πήγαν στο σπίτι κανενός στρατηγού. Μαζί με τον ποιητή Τανιέλ Βαρουζιάν και άλλους διανοούμενους τους μετέφεραν στη βορειοδυτική Τουρκία, στην περιοχή Τσανγκιρί. Μάθαμε ότι του ζητούσαν να αλλοξοπιστήσει αλλά εκείνος δεν δέχθηκε. Μαζί με άλλους, τους έδεσαν σε δένδρα και τους κατακρεούργησαν», λέει ο κ. Χατσαντουριάν.
Όταν πήραν τον Σεβάκ από το σπίτι, η γυναίκα του επισκέφθηκε τον γερμανό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη για να καταγγείλει το περιστατικό. «Η απάντηση του πρεσβευτή, όπως μάθαμε ήταν, “καλά πήγες και παντρεύτηκες Αρμένη; ”Εκείνη τότε έσκισε το γερμανικό διαβατήριό της μπροστά του και του είπε ότι δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ γερμανικά – ούτε τα παιδιά της. Πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στη Γαλλία».
Πώς η εξόντωση έγινε «μια εύκολη υπόθεση»
Σύμφωνα με την Χριψιμέ Χαρουτουνιάν, πρόεδρο της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής στην Ελλάδα, η ιδεολογία του παντουρανισμού, το όραμα δηλαδή της δημιουργίας ενός ενιαίου κράτους, υπήρξε η βασική αιτία της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την Τουρκία, μέσα σε ένα κλίμα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ανέλιξης του κινήματος των Νεοτούρκων.
«Τα ξημερώματα της 24ης Απριλίου 1915, ξεκίνησε η εφαρμογή της θηριωδίας, με πρώτα θύματα τους ποιητές, τους διανοούμενους, τους δημοσιογράφους, τους πολιτικούς, τους κληρικούς, τους δασκάλους και δικηγόρους, που εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Χωρίς ηγεσία, χωρίς εύγλωττους ρήτορες, δημοσιογράφους και πολιτικούς καθοδηγητές, -οι οποίοι θα μπορούσαν να οργανώσουν τον λαό σε αντίσταση-, η εξόντωση έγινε μια εύκολη υπόθεση. Η εξάλειψη των εντύπων και των εφημερίδων εμπόδισε ή καθυστέρησε τις εξιστορήσεις των αυτόπτων μαρτύρων και τις αναφορές των ξένων ταξιδιωτών και διπλωματών, που ζούσαν από κοντά τα βίαια γεγονότα» επισημαίνει στο Protagon η κυρία Χαρουτουνιάν. Και προσθέτει:
«Τρένα και τηλέγραφοι άλλωστε ήταν οι νέες και καινοτόμες εφευρέσεις, για τις οποίες πολύς κόσμος πανηγύριζε, ενώ για τους Τούρκους ήταν η διευκόλυνση, ώστε, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, να αποσταλούν διαταγές σε όλη την Ανατολική επικράτεια, για εκτελέσεις και διώξεις των Αρμενίων. Ενώ μια ολόκληρη περιοχή ξεκληριζόταν, σε μιαν άλλη, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το μέγεθος της βίας και του τρόμου που βίωναν οι συμπατριώτες Αρμένιοι. Οι λεπτομέρειες των σφαγών ήταν τόσο τρομακτικές, που προκαλούσαν ανατριχίλα και τρόμο, ενώ ο ανθρώπινος νους αδυνατούσε να συλλάβει το μέγεθος της βίας».
Το ορφανοτροφείο στη Σύρο
Το μεγάλο κύμα της γενοκτονίας τοποθετείται ανάμεσα στο 1915 και το 1917, όμως οι σφαγές και οι εκτοπισμοί συνεχίστηκαν μέχρι και το 1923. Ο πατέρας του Χατσίκ Χατσαντουριάν ήρθε στην Ελλάδα το 1922 από την Μερσίνα. Είχε γεννηθεί στο Ακ Σεχίρ, κοντά στο Ικόνιο. Ο παππούς του είχε χάνι και τεράστιες εκτάσεις με κερασιές. «Ο πατέρας μου θυμόταν αυτά που του έδειχνε ο παππούς – εκτάσεις, όσο έφτανε το μάτι του, όλο δέντρα με κερασιές. Τα άφησαν και έφυγαν. Όταν έφτασαν στο λιμάνι στη Μερσίνα το 1922 βρήκαν τούρκους στρατιώτες με μαχαίρια που έλεγαν “δώστε μας ό,τι έχετε”. Γραφιάδες τούρκοι τους έβαλαν να υπογράψουν “φεύγω από την Τουρκία οικειοθελώς δεν έχω καμία απαίτηση από το τουρκικό κράτος”. Όταν ήρθαν στην Ελλάδα ο πατέρας μου άρχισε να βάφει παπούτσια, έτσι ξεκίνησε», αναφέρει ο κ. Χατσαντουριάν.
Εδώ και 23 χρόνια ο Χατσίκ Χατσαντουριάν, με τη συνεργασία του τότε Δήμου Άνω Σύρου και στη συνέχεια Δήμου Σύρου-Ερμούπολης, της Αρμενικής Εθνικής Επιτροπής Ελλάδος και του Χατζηκυριακείου Ιδρύματος Παιδικής Προστασίας, οργανώνει τα καλοκαίρια επισκέψεις παιδιών αρμένιων αγωνιστών από το Ναγκόρνο Καραμπάχ στο Κίνι της Σύρου. Οι εχθροπραξίες στο Ναγκόρνο Καραμπάχ ξεκίνησαν το 1988 ανάμεσα στους Αρμένιους και στο Αζέρους και αποτελούν μέρος του «αρμενικού ζητήματος», όπως και η Γενοκτονία. «Στη Σύρο πηγαίνουν κάθε χρόνο 22 ορφανά για 15 ημέρες, μέχρι σήμερα 500 παιδιά έχουν πάει εκεί – κάποια από αυτά είχαν βρει τους πατεράδες τους αποκεφαλισμένους. Αυτός είναι και ο λόγος που βλέπει κανείς τόσες ελληνικές σημαίες ελληνικές στο Ναγκόρνο Καραμπάχ», λέει ο κ. Χατσαντουριάν.
Η Σύρος ήταν ένας σημαντικός σταθμός για του Αρμένιους που έρχονταν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Γενοκτονίας. Στον χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το στρατόπεδο, στην άκρη της Ερμούπολης, το 1922 βρέθηκαν περίπου 2000 ορφανά παιδιά Αρμενίων. Η Near East Relief, μία αμερικανική οργάνωση παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας που δημιουργήθηκε με διάταγμα του Κογκρέσου το 1919, προσέφερε χρήματα και ο χώρος ανακαινίστηκε ως ορφανοτροφείο για να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών.
«Τα παιδιά που βρίσκονταν στο ορφανοτροφείο της Σύρου έφυγαν όλα προς Αμερική, Γαλλία και άλλες χώρες. Κάποιοι που είχαν βρεθεί εκεί επισκέφτηκαν πρόσφατα το νησί, ζήτησαν άδεια από το στρατόπεδο, μπήκαν μέσα και έκαναν τα ίδια όπως τότε… Τα παιδιά έφυγαν όλα εκτός από ένα, που έμεινε στη Σύρο: τον κυρ Γιώργη τον Αρμένη, που δεν ζει πλέον. Είχε μία αδερφή, η οποία όταν έφυγε από το ορφανοτροφείο πήγε Γαλλία. Πριν από καιρό ήρθε να τον δει για μία εβδομάδα στη Σύρο. Δεν μπορούσαν να συννενοηθούν. Εκείνη ήξερε γαλλικά, εκείνος ελληνικά, δεν γνώριζαν αρμένικα. Επί μία εβδομάδα έβλεπε ο ένας τον άλλον και δεν μιλούσαν μεταξύ τους: τη μία χαμογελούσαν, την άλλη έκλαιγαν…» καταλήγει ο κ. Χατσαντουριάν.
Το «κύμα» του 1922
Σε αυτούς που έφτασαν στην Ελλάδα το 1922 περιλαμβάνονται και οι πρόγονοι του Άρτο Σεμάς. Ο προπάππους του έμενε στο Μαράς, δυτικά των Αδάνων, στη νότια Τουρκία. «Και οι δύο οικογένειες, του προπαππού και της προγιαγιάς μου κατεσφάγησαν εκεί κατά τους διωγμούς. Όπως μου έχουν μεταφέρει, στο Μαράς συνέβη το εξής: στην αρχή υπήρξε μία φήμη ότι έρχονται οι Τούρκοι. Λίγες μέρες μετά η φήμη αυτή έγινε πολύ έντονη. Μέχρι που το βράδυ ξεκίνησαν οι σφαγές. Ο προπάππους και η προγιαγιά μου γλίτωσαν στο παρά πέντε – κατάφεραν να διαφύγουν και να έρθουν εδώ, με καράβια μέχρι τον Πειραιά και μετά στα Προσφυγικά, στην Κοκκινιά. Έχασαν όμως τις οικογένειές τους», λέει ο Άρτο Σεμάς.
Στην ίδια περιοχή της νότιας Τουρκίας ζούσαν και οι πρόγονοι του Χαρουτιούν Μανουκιάν, που μίλησε στο Protagon για την ιστορία της οικογένειάς του:
«Ο παππούς ήταν στα Άδανα, λογιστής στον Μποδοσάκη. Η γιαγιά ήταν από πλούσια οικογένεια, είχαν κτήματα. Και οι δύο εκτοπίστηκαν το 1922, όταν περίπου 90.000 Αρμένιοι έφτασαν μαζί με Έλληνες από τη Σμύρνη στην Ελλάδα. Η γιαγιά και ο παππούς, όταν έφυγαν από τα Άδανα, πήγαν στη Σμύρνη όπου βρισκόταν ο αδελφός του παππού με σκοπό να πάρουν πλοίο και να έρθουν στην Ελλάδα. Είχαν πάρει μαζί τους ελάχιστα πράγματα από τα υπάρχοντά τους: ένα χαλί, τέσσερα κουτάλια και κάποια χρυσαφικά της γιαγιάς για να τα πουλήσουν σε περίπτωση ανάγκης. Μαζί τους ήταν και ο μπαμπάς μου. Στον δρόμο από τα Άδανα στη Σμύρνη το ένα από τα τέσσερα κουτάλια χάθηκε και η γιαγιά μου το εξέλαβε ως κακό οιωνό, ότι κάποιος μπορεί να χάσει τη ζωή του».
Στο απέναντι σπίτι από αυτό που βρίσκονταν στη Σμύρνη τα μέλη της οικογενείας Μανουκιάν ξεκίνησε ένα πλιάτσικο, από τούρκους στρατιωτικούς. «Αυτό το πλιάτσικο γλίτωσε τη ζωή του πατέρα μου. Ήδη ένας Τούρκος τον είχε πιάσει μαζί με τον παππού μου και ήταν έτοιμος να τους σφάξει, αλλά με το που ξεκίνησε το πλιάτσικο ο πατέρας μου ξέφυγε και η γιαγιά τον έκρυψε. Τον παππού μου τον πήραν και μετά οι δικοί μου έμαθαν ότι είχαν πάρει και τον αδερφό του. Τότε ο πατέρας μου ήταν επτά χρόνων και ήταν ο μόνος άνδρας που έμεινε στην οικογένεια».
Πέντε γυναίκες και ο πατέρας του κ. Μαρουκιάν μπήκαν σε βάρκα στη Σμύρνη η οποία τους μετέφερε σε ελληνικό πλοίο. Πρώτος σταθμός η Χίος, όπου το πλοίο ανεφοδιάστηκε καθώς δεν υπήρχαν επαρκείς ποσότητες νερού. «Ο κόσμος δίψαγε, ο πατέρας μου θυμόταν ότι έρχονταν βάρκες από τη Χίο και έφερναν νερό. Από εκεί πήγαν Πειραιά».
Η οικογένεια Μανουκιάν έμεινε για έναν μήνα στο εργοστάσιο του Καρέλλα, αλλά έφυγαν καθώς είχαν αρχίσει να εμφανίζονται μεταδοτικές ασθένειες και είχε κυκλοφορήσει ότι θα τους κλείσουν σε καραντίνα. «Υπήρχε μια τρύπα στον τοίχο, πέρασαν έξω και πήγαν στην Κοκκινιά. Εκεί τους έδωσαν μία σκηνή όπου έμεναν μαζί με άλλους – στο σύνολο ήταν 12 άτομα».
Η γιαγιά βρήκε μία μηχανή χειρός και άρχισε να ράβει παντελόνια – μία δραχμή το παντελόνι. Εκείνη την εποχή είχε οργανωθεί και ένα υποτυπώδες σχολείο σε μία αλάνα στου Ρέντη. «Ένα κτίσμα χωρίς σκεπή. Κάποιοι δάσκαλοι οι οποίοι και αυτοί είχαν έρθει με τον ίδιο τρόπο είχαν αναλάβει την εκπαίδευση των παιδιών. Ο πατέρας πήγαινε σχολείο και πούλαγε ξηρούς καρπούς με ταμπλά στο Πασαλιμάνι – πήγαινε με τα πόδια από την Κοκκινιά στο Πασαλιμάνι και επέστρεφε. Μετά έπιασε δουλειά στα Καμίνια, έβγαζε πλίνθους σε εργοστάσιο. Μετά ένας συγγενής του, μακρινός θείος που ήταν ράφτης, του έμαθε τη δουλειά. Και έτσι συνέχισε, δούλεψε σε αυτόν, έκανε δικό του μαγαζί».
Ο κ. Μανουκιάν πρόλαβε τη γιαγιά του έως την ηλικία των 11 ετών. «Δεν τη θυμάμαι να φοράει κάτι άλλο εκτός από μαύρα», λέει.
Η μαρτυρία της Α.Μ. για την Γενοκτονία και το ταξίδι στην Ελλάδα
(μία ανώνυμη επιστολή)
Η γιαγιά μου ήταν η μόνη κόρη μίας οικογένειας με έξι γιους. Ζούσαν σε ένα ορεινό χωριό στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, το Αρμάς. Το χωριό ήταν αμιγώς αρμενικό, με δικό του σχολείο και κυρίως εκκλησία. Ήταν πολύ θρήσκοι. Μιλούσαν μόνο αρμενικά. Για αυτό και η γιαγιά μου ήξερε μόνο λίγα τουρκικά – κυρίως από τις τουρκάλες γειτόνισσές της με τις οποίες είχε πολύ καλές σχέσεις. Παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών με τον παππού μου, τον επέλεξε η ίδια. Ήταν έξω καρδιά και πολύ δυναμική. Απέκτησε δύο κόρες και μετά από 15 χρόνια άλλη μία κόρη. Τη μητέρα μου. Και ενώ η μητέρα μου ήταν νεογέννητο μωρό άρχισαν να έρχονται τα νέα ότι οι Τούρκοι έδιωχναν τους Αρμένιους από τα χωριά τους. Δύσκολο να πιστέψουν ότι οι γείτονές τους θα σήκωναν τη χατζάρα εναντίον τους. Κι έτσι αρχικά απλά θορυβήθηκαν.
Όταν όμως έμαθαν για στρατολόγηση ανδρών η γιαγιά μου θεώρησε σκόπιμο να ετοιμάσει ένα μπογαλάκι με τα απαραίτητα ρούχα και κάποια χρήματα και τα φύλαξε πίσω από την πόρτα. Και η αποφράδα ημέρα δεν άργησε να έρθει. Πρώτα πήραν τα πέντε από τα έξι αδέρφια της. Έμεινε μόνο ο μικρός. Ξαφνικά δόθηκε το σύνθημα και εν μία νυκτί βρέθηκαν σε κάρα να ταξιδεύουν προς τη θάλασσα για να σωθούν. Ταξίδεψαν με τρένα και άμαξες και έφτασαν στα παράλια όπου με βάρκες πέρασαν απέναντι στη Σάμο. Εκεί έφτιαξαν σκηνές στην πλαγιά ενός λόφου και άντρες και γυναίκες δούλεψαν όπου μπορούσαν για τα προς το ζην. Οι γερόντισσες φρόντιζαν τα μωρά και τα παιδιά.
Ήταν μία κοινωνία.
Κατόπιν ήρθαν στην Αθήνα. Τους παραχωρήθηκε ένα κομμάτι γης όπου εγκαταστάθηκαν όλοι οι πρόσφυγες. Ανάμεσά τους υπήρχαν και άνθρωποι από Σμύρνη και άλλες εύπορες πόλεις. Μορφωμένοι με αριστοκρατική καταγωγή και ευρύτητα πνεύματος.
Αποφάσισαν να αναγεννηθούν. Ζήτησαν και τους παραχωρήθηκε ένα παράπηγμα από λαμαρίνες όπου έστησαν την εκκλησία, που τις καθημερινές ήταν σχολείο. Αυτοί οι ικανοί άνθρωποι δίδαξαν στα παιδιά τέχνες και γλώσσες. Πόσες και πόσες οικογένειες δεν πήραν τα πρώτα μαθήματα γαλλικών από αυτούς και φύγανε κατόπιν προς Γαλλία ή Καναδά. Καθηγητές, πανεπιστημιακοί, ιατροί, αθλητές, τεχνίτες στήριξαν και εμψύχωσαν τους πρόσφυγες. Βοήθησαν και έφτιαξε ο καθένας μία παράγκα και έστησε το σπιτικό του.
Η άλλη μου γιαγιά ήταν αριστοκράτισσα Σμυρνιά. Ήταν πανέμορφη, ψηλή, ξανθιά. Ζούσε στην αρμενική πλευρά της Σμύρνης. Ήταν πολύ πλούσιοι. Ο αδερφός της ήταν στρατιωτικός ιατρός. Ήταν πολύ καλλιεργημένος. Ακόμα και στην παράγκα δάκρυζε όταν άκουγε κάποιο κομμάτι όπερας.
Της πήρε πολύ χρόνο να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα. Δεν άντεχε να βλέπει τον αδερφό της να κάνει τον λούστρο. Μέχρι τα βαθιά της γεράματα πίστευε ότι θα γυρίσει στο σπίτι της στη Σμύρνη.
Και οι δύο γιαγιάδες μου έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Είδαν παιδιά και εγγόνια να προκόβουν. Μας δίδαξαν να ξεπερνάμε τις δυσκολίες της ζωής και να έχουμε πίστη στις ρίζες μας και αγάπη μεταξύ μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News