Μπορεί οι άνδρες να παράγουν σπερματοζωάρια και δυνητικά να είναι γόνιμοι μέχρι τα βαθιά γεράματα, οι γυναίκες όμως διαθέτουν περιορισμένο και πεπερασμένο αριθμό ωαρίων. Πόσα ωάρια θα παράξουν σε όλη τους τη ζωή προκαθορίζεται κατά τη διάρκεια σχηματισμού των ωοθηκών, δηλαδή πριν καν γεννηθούν. Ωστόσο, ακόμη μία επικρατούσα άποψη τείνει να καταρριφθεί, αλλάζοντας από τις ρίζες ό,τι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα για την αναπαραγωγή. Παράλληλα δημιουργεί νέους «κανόνες» στις τεχνικές υποβοηθούμενης γονιμότητας.
Νέα στοιχεία για το ότι οι γυναίκες παράγουν νέα ωάρια και μετά την ενηλικίωση έχουν τώρα στα χέρια τους οι επιστήμονες. Αν επιβεβαιωθεί η ανακάλυψη, θα ανατρέψει το υπάρχoν δόγμα, ότι δηλαδή «η γυναίκα γεννιέται με συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων και ότι ο οργανισμός της δεν έχει τη δυνατότητα να ανεφοδιάσει με νέα ωοκύτταρα το σώμα».
Η ανακάλυψη έγινε στο πλαίσιο μία μικρής μελέτης, στην οποία συμμετείχαν και ασθενείς με καρκίνο. Όπως φάνηκε από τις βιοψίες που έγιναν σε νεαρές γυναίκες, όσες από αυτές έλαβαν συγκεκριμένο χημικοθεραπευτικό φάρμακο, είχαν πολύ περισσότερα ωάρια από υγιείς γυναίκες που βρίσκονταν στην ίδια ηλικία.
«Η ανακάλυψη είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη και τελείως απρόσμενη. Οι ιστοί φέρονται να έχουν σχηματίσει νέα ωάρια. Το δόγμα θέλει τις ωοθήκες να δημιουργούν ένα συγκεκριμένο πληθυσμό ωαρίων και να μην σχηματίζονται άλλα κατά τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας», εξηγεί στον Guardian η καθηγήτρια Εβελι Τέλφερ από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Το δεύτερο αλλά όχι δευτερεύον ζητούμενο στη μελέτη, ήταν ότι ενώ γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι τύποι χημειοθεραπείας προκαλούν προβλήματα γονιμότητας, η θεραπεία με ABVD δεν κατέστρεψε-κατέστειλε τους γενετικούς μηχανισμούς της γυναίκας. «Και επειδή δεν έχουμε απαντήσεις για όλα, θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί πριν περάσουμε στην κλινική εφαρμογή νέων μεθόδων και θεραπειών», συμπληρώνει η δρ Τέλφερ. Επιστήμονες από όλο τον κόσμο κάνουν τις δικές τους εικασίες, αλλά κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με επιστημονικά δεδομένα στο πώς και γιατί συνέβη κάτι τέτοιο.
Τυχαία ανακάλυψη. Η μελέτη συνέκρινε βιοψίες γυναικών με λέμφωμα Hodgkin, οκτώ από τις οποίες είχαν λάβει θεραπεία με ABVD και τρεις από αυτές ακόμη ισχυρότερη χημειοθεραπεία σε συνδυασμό φάρμακα που είναι γνωστό ότι προκαλούν στειρότητα. Επίσης, ως μέτρο σύγκρισης πήραν δείγματα ιστών από δέκα υγιείς γυναίκες. Οι ασθενείς που είχαν λάβει μόνο ABVD είχαν από δύο έως τέσσερις φορές μεγαλύτερη πυκνότητα ωαρίων στις ωοθήκες τους σε σχέση με τις υγιείς γυναίκες. Αυτές που είχαν πάρει και φάρμακο που προκαλεί στειρότητα είχαν αρκετά μειωμένα ωάρια σε σχέση και με τις άλλες δύο ομάδες.
Επιπλέον, τα ωάρια από τις γυναίκες που τους χορηγήθηκε ABVD είχαν πιο ζωηρά ωάρια και έμοιαζαν με αυτά που έχουν οι ανήλικες πριν μπουν στην εφηβεία, δηλαδή ωάρια έτοιμα να ωριμάσουν και να προετοιμαστούν για εγκυμοσύνη. Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας.
Δεν είναι τα πρώτα στοιχεία. Η θεώρηση στη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγής άρχισε το 1921 όταν οι βιολόγοι Ρ. Πέαρλ και Φ. Σκόουπ δημοσίευσαν μελέτη στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Experimental Zoology τη «βασική βιολογική παραδοχή ότι κατά τη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου δεν υφίσταται και δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους αύξηση στον αριθμό των ωοκυττάρων πέραν αυτών που αρχικώς τοποθετήθηκαν στην ωοθήκη όταν αυτή προσχηματίστηκε».
Στις αρχές του 1950 η παραδοχή μετατράπηκε σε κεντρικό δόγμα της αναπτυξιακής βιολογίας. Οι παρατηρήσεις που έκαναν τον καθηγητή εμβρυολογίας στον Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ Τζόναναθαν Τιλ και τους συνεργάτες του να αναρωτηθούν για την ορθότητα του δόγματος, ήταν κατ’ αρχάς αριθμητικές: ο αριθμός των ωοθυλακίων (σχηματισμών που αποτελούνται από το (ωάριο και μη γενετικά κύτταρα που το περιβάλλουν) που πέθαιναν κάθε ημέρα τόσο σε νεαρά όσο και σε μεγαλύτερης ηλικίας θηλυκά πειραματόζωα ήταν πολύ μεγάλος και θα έπρεπε να οδηγήσει σε πολύ πρώιμη εμμηνόπαυση, εκτός αν υπήρχε και μια πηγή παραγωγής ωοθυλακίων. Παρά το γεγονός ότι το δόγμα απαγόρευε την ύπαρξη βλαστικών κυττάρων τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πηγή ωοθυλακίων αντικαθιστώντας αυτά που φυσιολογικά πεθαίνουν, οι αμερικανοί ερευνητές εντόπισαν σε ιστολογικά παρασκευάσματα ωοθηκικού ιστού την παρουσία κυττάρων τα οποία θα μπορούσαν να είναι βλαστικά.
Η έλλειψη βλαστικών κυττάρων από τα θηλυκά άτομα των θηλαστικών αποτελεί εξελικτική εξαίρεση, αφού αρσενικά και θηλυκά άτομα όλων των άλλων ειδών φέρουν βλαστικά γενετικά κύτταρα. Η πρότερη μελέτη αυτών των κυττάρων έδωσε τα απαιτούμενα μοριακά όπλα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές για να αποδείξουν ότι τα κύτταρα στην επιφάνεια των ωοθηκών των πειραματόζωων δεν έμοιαζαν απλώς, αλλά ήταν βλαστικά. Η ομάδα έκανε κι άλλες μελέτες προκειμένου να αποδείξει το ζητούμενο.
Ομοίως διαπιστώθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας και η έκφραση άλλων χαρακτηριστικών γονιδίων τα οποία εκφράζονται σε διάφορα στάδια της ζωής των κυττάρων αυτών που ευθύνονται για τη συνεχή παραγωγή σπερματοζωαρίων από τους όρχεις αλλά και τη συνεχή παραγωγή ωαρίων στις ωοθήκες της μύγας δροσόφιλα.
Οι παρατηρήσεις των αμερικανών επιστημόνων έγιναν τότε σε πειραματόζωα και όχι σε ανθρώπους. Εκτιμάται ωστόσο ότι οι παρατηρήσεις θα επιβεβαιώνονταν κάποτε και τότε θα άλλαζε η θεώρηση για τη βιολογία της γυναικείας αναπαραγωγικής ικανότητας. Η συγκεκριμένη μικρή μελέτη, ίσως είναι το έναυσμα για την αρχή μιας νέας εποχής για τη κατανόηση της γυναικείας γονιμότητας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News