Ο τουρνάς ή τορνάς, όπως λέμε στα μέρη μου, τον ελληνικό λούτσο, είναι ένα μακρύ και κομψό ψάρι με σώμα πιο στρογγυλό από της ζαργάνας, και κεφάλι, που μοιάζει με βέλος. Εχει γκρίζο χρώμα με μολυβί γραμμές στη ράχη, και άσπρη κοιλιά. Είναι αρπακτικό της θάλασσας και ένα από τα ταχύτερα αφρόψαρα.
Νομίζω ότι είναι ένα από τα νοστιμότερα ψάρια και μια πολύ καλή επιλογή για τα παιδιά αφού δεν έχει κόκκαλα πέρα από το κεντρικό, ενώ έχει αρκετό ψαχνό.
Από παιδί θυμάμαι τον πατέρα μου, αρχές άνοιξης να ετοιμάζει τα δίχτυα για τις ψαριές του. Και το πρώτο ρίξιμο, που έκανε ήταν στους κόλπους για τορνάδες.
– Έλα Νεκταράκι, πάμε να ρίξουμε τα δίχτυα, φώναξε και του αδελφού σου να νεμαζωχτεί από το παιχνίδι να κλουθά να με βοηθήσει.
Η χαρά μου βέβαια ήταν όταν μετά από ώρες σηκώναμε τα δίχτυα, και η αγωνία καθώς τα ανέβαζε στη βάρκα: έχουν μέσα ψάρια ή όχι; Όταν έβλεπα τα πρώτα ψάρια να βγαίνουν πάνω ζητωκραύγαζα από τη χαρά μου. Γελούσε ο πατέρας μου με τον ενθουσιασμό μου και μου έλεγε:
Τα μάτια σου είναι θάλασσα χρυσόψαρα γεμάτα
Και θέλω να γενώ ψαράς ξανθιά γαλανομάτα
Όταν βγαίναμε στο λιμανάκι, μας περίμενε η μάνα μου με τη γιαγιά μου και τη θεία μου τη Χρυσούλα. Σε λίγο ερχόταν και ο μπάρμπας μου ο Ξύδης (παρατσούκλι) με μια μπουκάλα ρακί. Βοηθούμε τον πατέρα μου να ξεψαρίσουν και η μάνα μου έπαιρνε τους πρώτους 3-4 τορνάδες και τους καθάριζε στη θάλασσα. Η θεία μου άναβε τα ξύλα στη πρόχειρη παραστιά που είχαν φτιάξει οι ψαράδες του χωριού μέσα σε κάτι βράχους και έβαζε πάνω το μαυροτήγανο. Ρωτούσε τη γιαγιά μου.
– Μα ε μα (μαμά), να το κάνω σαβόρι;
– Ναι, πια καλό ναι τσα, πήγαινε στη Παναγία που έχει στη γλάστρα αρισμαρί.
Μοσχοβολούσε ο κόσμος και σε λίγο μαζευόταν και άλλοι παρέα. Ο πατέρας μου έβαζε μπρος το αμάξι, άνοιγε τις πόρτες και έβαζε την κασέτα με το αγαπημένο του τραγούδι να παίζει δυνατά.
Γιατί δεν με θες κυρά μου
Επειδή είμαι ψαράς…
Και η βραδιά κρατούσε μέχρι πολύ αργά, η μάνα μου να καθαρίζει ψάρια, η θεία μου να ψήνει, να τρώνε να πίνουν, να τραγουδούν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News