Λίγο μετά τις 9.30 το πρωί της 3ης Μαΐου 1991, ο Γιέρζι Κοζίνσκι βρέθηκε γυμνός μέσα σε μια μπανιέρα γεμάτη νερό με μια πλαστική σακούλα δεμένη στο κεφάλι του. Το σημείωμα αυτοκτονίας, που αρχικά κρύφτηκε από τον Τύπο έγραφε: «Θα κοιμηθώ τώρα λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο. Πείτε το αιωνιότητα».
Η υγεία του είχε επιδεινωθεί εξαιτίας μιας καρδιακής πάθησης, θα δήλωνε η χήρα του, βαυαρή κοσμική, Κατερίνα φον Φραουνχόφερ. Ωστόσο, από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε το πτώμα του 57χρονου πολωνοαμερικανού συγγραφέα στο διαμέρισμα του ζεύγους στο Μανχάταν, άρχισαν οι ψίθυροι. Φήμες έλεγαν ότι η αυτοκτονία του συνδεόταν με τη μακροχρόνια διαμάχη σχετικά με το κατά πόσο ήταν δικό του ή όχι το «Βαμμένο πουλί» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), το μυθιστόρημα, με το οποίο ο Κοζίνσκι έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο το 1965, και μέσω αυτού η άποψή του για τον εκφυλισμό της Ανατολικής Ευρώπης την εποχή του ναζισμού. Αργότερα, η Φραουνχόφερ θα πρόσθετε ένα αμφίσημο υστερόγραφο, λέγοντας «Έκανε, ό,τι έπρεπε».
Τώρα ο τσέχος σκηνοθέτης Βάκλαβ Μαρχούλ μεταφέρει τη φρίκη του βιβλίου σε μια τρίωρη ταινία, η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο και οι μισοί θεατές έφυγαν αηδιασμένοι πριν τελειώσει η προβολή, είναι όμως επίσης μια από τις εννέα επιλαχούσες για το φετινό Οσκαρ ξένης ταινίας… (Δείτε το trailer στο τέλος του κειμένου)
Η φασαρία που προκλήθηκε είχε ως αποτέλεσμα τον αξέχαστο τίτλο της Daily Mail: «Οι θεατές τσακώνονταν μεταξύ τους προσπαθώντας να φύγουν από την πρεμιέρα της ταινίας του Ολοκαυτώματος “Το βαμμένο πουλί”, με βίαιες σκηνές αιμομιξίας, κτηνοβασίας, βιασμού και ακρωτηριασμού, αλλά οι κριτικοί το θεωρούν αριστούργημα». Την περασμένη εβδομάδα, ωστόσο, ο κριτικός του κινηματογράφου Πίτερ Ντεμπρούτζ εξήγησε στο Variety γιατί δεν είναι ντροπή να φεύγεις από το σινεμά.
«Θα έπρεπε να το καταλάβω από την πρώτη σκηνή, στην οποία οι νταήδες πιάνουν το αγόρι που τρέχει με ένα κουνάβι, χτυπούν το παιδί και βάζουν φωτιά στο φτωχό ζώο», γράφει θρηνητικά. Πολύ γρήγορα, όμως, το κάψιμο του κουναβιού δεν είναι παρά μια ασήμαντη λεπτομέρεια μπροστά στις φρικτές σκηνές –κτηνοβασίας, αποκεφαλισμού ζώων, βιασμού, πυροβολισμού ενός μωρού και της μητέρας του, ενός παιδιού που αναγκάζεται να πιει αλκοόλ και μετά σύρεται από άλογα, και κάποιου που πεθαίνει μέσα σε έναν λάκκο με αρουραίους– που ακολουθούν, ξεπερνώντας κάθε όριο.
Η παιδεραστία –αν και λαμβάνει χώρα εκτός οθόνης– πρέπει να συνυπολογιστεί, όπως και η αφίσα της ταινίας με τη φωτογραφία ενός αγοριού, που είναι θαμμένο μέχρι τον λαιμό στη βρωμιά και γύρω του πετούν κοράκια. Είναι από μια σκηνή στην οποία ένας εξορκιστής, πεπεισμένος ότι το παιδί είναι βρυκόλακας, το βυθίζει σε ένα λάκκο με κόπρανα (τυπική θεραπεία για παιδιά «βαμπίρ» στην Ανατολική Ευρώπη του 1940).
Η ταινία, όμως, είναι επίσης τρομερά όμορφη, πράγμα που καθιστά όλα αυτά ακόμη πιο ανησυχητικά, γράφει ο Εντ Πάουερ στην Telegraph. Γυρισμένο ασπρόμαυρο, από τον βραβευμένο Τσέχο κινηματογραφιστή Βλαντιμίρ Σμούτνι, το «Βαμμένο πουλί» έχει μια μεγαλοπρέπεια που στοιχειώνει, αλλά και αποπροσανατολίζει τον θεατή, καθώς το βλέμμα του πέφτει για παράδειγμα σε μια γυναίκα που κάνει σεξ με μια κατσίκα.
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Γιόσκα, ένα αγόρι περίπου 10 ετών, με σκούρο δέρμα, πιθανόν εβραιόπουλο ή τσιγγανάκι, που διασχίζει την κόλαση της Ανατολικής Ευρώπης αναζητώντας την οικογένειά του την οποία έχει χάσει εξαιτίας του πολέμου. Στις περιπλανήσεις του, συναντά ξένους, άλλοτε σκληρούς και άλλοτε ευγενικούς, τους οποίους υποδύονται γνωστοί ηθοποιοί, μεταξύ των οποίων οι Χάρβεϊ Καϊτέλ (καλοκάγαθος ιερέας), Τζούλιαν Σαντς (παιδόφιλος αγρότης), Στέλαν Σκάρσγκαρντ (ανθρώπινος ναζιστής) και ο Μπάρι Πάιπερ (σοβιετικός ελεύθερος σκοπευτής).
Υπάρχει επίσης ένας κυνηγός πουλιών (Λεχ Ντίμπλικ) που δείχνει στον Γιόσκα πώς ζωγραφίζει τα φτερά ενός μικρού πουλιού και το κοπάδι, μη αναγνωρίζοντάς το ως δικό του, το κομματιάζει. Το κόλπο του υπαινίσσεται ότι για να επιβιώσει ο Γιόσκα δεν πρέπει να ξεχωρίζει από τα άλλα μέλη μιας ομάδας. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο μήνυμα. Πρόκειται για μια ταινία στην οποία ακόμη και η άγρια φύση μπορεί να έχει ένα πολύ άγριο και επώδυνο τέλος, γράφει στην Telegraph ο Εντ Πάουερ (ο Μαρχούλ επέμεινε πάντως ότι κανένα ζώο δεν τραυματίστηκε).
«Το “Βαμμένο πουλί” είναι με μια συλλογή από σύντομα φρικιαστικά επεισόδια», γράφει ο Πίτερ Ντεμπρούζ στο Variety, «το καθένα πιο φρικτό από το επόμενο, που προστίθενται πιθανώς σε ένα κατηγορητήριο για όλα τα ανουσιουργήματα της ανθρώπινης φύσης. Δεν με νοιάζει αν βασίστηκε σε ένα διάσημο μυθιστόρημα. Η μεταφορά του στην οθόνη από τον σκηνοθέτη Βάκλαβ Μαρχούλ μοιάζει με το χειρότερο είδος ταινίας εκμετάλλευσης, η οποία αποκαλύπτει το απόλυτο κακό μεταμφιεσμένη σε αξιοσέβαστο έργο τέχνης. Και έχω θυμώσει».
Ο Ντεμπρούζ διαφωνεί με άλλους κριτικούς που έχουν επαινέσει την ταινία, αν και όλοι συμφωνούν ότι είναι σκληρή και ασυνήθιστη. Υποστηρίζουν επίσης ότι η απεικόνιση ανείπωτων φρικαλεοτήτων δικαιολογείται σε μια ταινία, που εξερευνά τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. «Εξαιρετικό δείγμα κινηματογραφικής τέχνης», τη χαρακτηρίζει με ενθουσιασμό ο Τζο Μόργκενστερν στην Wall Street Journal και η Washington Post συμφωνεί: «Ελαφρώς σαδιστική… τελικά βαθιά συγκινητική».
«Δεν αφορά τη βία και την κτηνωδία», δηλώνει ο Βάκλαβ Μαρχούλ στο Rogerebert.com. Είναι, λέει, μια βαθιά ηθική ταινία: «Για μένα πρόκειται για τα τρία πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή μας: αγάπη, καλό και ελπίδα», λέει, «Η βία και η κτηνωδία είναι μόνο το πλαίσιο, όχι ολόκληρη η εικόνα. Το σημαντικό είναι η εικόνα μέσα, όχι το πλαίσιο. Η βία και η κτηνωδία είναι απλά η λογική συνέπεια μιας σύγκρουσης», υποστηρίζει ο Τσέχος σκηνοθέτης.
Αλλά ακόμα και με αυτό το μήνυμα στο πίσω μέρος του μυαλού μας, το «Βαμμένο πουλί» είναι ένα δύσκολο θέαμα. Είναι επίσης σουρεαλιστικό το γεγονός ότι, πριν από τον Μαρχούλ, ο Γουόρεν Μπίτι (φίλος του Κοζίνσκι), προσπαθούσε επί χρόνια να το μεταφέρει στην οθόνη. Ιδιαίτερα ενοχλητικό εξάλλου είναι και το πώς ο φακός παρακολουθεί την απάνθρωπη ζωή του Γιόσκα, ο οποίος τελικά γίνεται εξίσου σκληρός και απάνθρωπος με τα τέρατα που συναντά στον δρόμο του. Πόσο ηθικό, όμως, είναι να χρησιμοποιεί κανείς ένα παιδί στο επίκεντρο αυτού του τυφώνα του ανθρώπινου ξεπεσμού;
Η απάντηση του Μαρχούλ είναι ότι στα γυρίσματα φρόντισε να προστατεύσει τον νεαρό σταρ Πετρ Κοτλάρ –τον οποίο ανακάλυψε τυχαία μια μέρα στον δρόμο– από την αλήθεια, πράγμα που βέβαια άνετα μπορεί να αμφισβητηθεί.
Το «Βαμμένο πουλί» είναι τώρα έτοιμο να πάρει τη θέση του πλάι σε ταινίες όπως το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και το «Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι, με τις φρικτές σκηνές βασανιστηρίων, βιασμών και άλλων μορφών ανθρώπινου ξεπεσμού, που στόχο έχουν να φέρουν τον θεατή αντιμέτωπο με το πραγματικό πρόσωπο του Κακού.
«Όχι μόνο διαφωνώ ότι η ταινία υπερβάλλει με τον τρομερό σαδισμό της, αλλά νομίζω ότι αυτή η ακρότητα είναι ζωτικής σημασίας», γράφει στο Daily Beast ο Νικ Σέιτζερ, και χαρακτηρίζει το «Βαμμένο πουλί», εξαιρετικό: «Όπως το “Ελα να δεις”, η “Λίστα του Σίντλερ” και άλλα οδυνηρά έπη του είδους, το “Βαμμένο πουλί” όφειλε να απεικονίσει την πραγματική φρίκη του πολέμου, προκειμένου να τιμήσει με σεβασμό τον πόνο και τη θυσία αυτών των εμπειριών και να κερδίσει ό,τι ελπίζει τελικά. Από την άποψη αυτή, νομίζω ότι τα χειρότερα στοιχεία του “Βαμμένου πουλιού” –δολοφονία, βιασμός, παιδεραστία, κτηνοβασία– είναι εγγενή και απαραίτητα στοιχεία του πορτρέτου της μισαλλοδοξίας και της καταπίεσης, ακόμα κι αν εξαιτίας τους είναι δύσκολο να δει κανείς την ταινία», υποστηρίζει ο Σέιτζερ.
Και προσθέτει ότι «Οι περισσότερες από τις χειρότερες πράξεις βίας και κακοποίησης λαμβάνουν χώρα εκτός οθόνης, πράγμα που τις καθιστά ακόμα πιο ισχυρές, γιατί αφήνουν εμάς τους θεατές να τις φανταστούμε εμείς οι ίδιοι». Ακόμα και με αυτήν την προειδοποίηση, όμως, χρειάζεται να έχει κανείς πολύ γερό στομάχι για να μπορέσει να δει την ταινία.
Η άλλη πρόκληση είναι ο διαχωρισμός της τέχνης από τις αντιπαραθέσεις γύρω από το βιβλίο και την τραγική κατάληξη του συγγραφέα του, ο οποίος δραπέτευσε στην Αμερική μετά τον πόλεμο. Το βιβλίο του Κοζίνσκι, το οποίο θεωρήθηκε αυτοβιογραφικό, έκανε αίσθηση στους λογοτεχνικούς κύκλους μετά τη δημοσίευσή του το 1965.
Ο Κοζίνσκι απέκτησε διάσημους θαυμαστές, όπως ο Γουόρεν Μπίτι, ο οποίος του έδωσε και έναν μικρό ρόλο επαναστάτη μπολσεβίκου στο επικό δράμα του 1981 «Οι Κόκκινοι». Είχε επίσης στενή σχέση με τον επιζώντα του Ολοκαυτώματος Ρομάν Πολάνσκι, μάλιστα λέγεται –χωρίς να επιβεβαιωθεί– ότι ορισμένες από τις εμπειρίες που αναφέρονται στο «Βαμμένο Πουλί» στην πραγματικότητα τις είχε βιώσει ο Πολάνσκι.
Ο Κοζίνσκι συνδέθηκε φιλικά και με τον Πίτερ Σέλερς, όταν έγραψε το σενάριο της ταινίας «Να είσαι εκεί κύριε Τσανς» (το κύκνειο άσμα του ηθοποιού), μεταφορά στο σινεμά του τρίτου μυθιστορήματος του συγγραφέα.
Η φήμη του Γιέρζι Κοζίνσκι δέχτηκε μεγάλο πλήγμα, όμως, όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε καμία σχέση με περιπλανήσεις στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του ναζισμού. Στην πραγματικότητα αυτός και η οικογένειά του πέρασαν τον πόλεμο αλλάζοντας ονόματα και ζώντας ως χριστιανοί.
Αν και στην εισαγωγή μιας επανέκδοσης του μυθιστορήματος το 1976 υποστηρίζεται ότι είναι αυτοβιογραφικό, ο ίδιος το αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι το έκαναν «καλοπροαίρετοι συγγραφείς, κριτικοί και αναγνώστες».
Η φήμη του δέχτηκε και πάλι επίθεση τον Ιούνιο του 1982 από τη Village Voice που ισχυρίστηκε ότι μεγάλο μέρος του «Βαμμένου πουλιού» γράφτηκε από ghost writers, βοηθούς και μεταφραστές του Κοζίνσκι. Εκείνη την εποχή εξάλλου η προσωπικότητά του ήταν αμφιλεγόμενη στην Πολωνία, όπου θεωρήθηκε ότι είχε αμαυρώσει τη φήμη της πατρίδας του για να κάνει λογοτεχνική καριέρα στο εξωτερικό (η κομμουνιστική κυβέρνηση, μάλιστα, προχώρησε ακόμη περισσότερο και ισχυρίστηκε ότι ήταν πράκτορας της CIA).
«Ο Κοζίνσκι αρνήθηκε αυτούς τους ισχυρισμούς, αλλά ποτέ δεν ανέκτησε το κύρος του», έγραψε το 2017 η συγγραφέας Ρουθ Φράνκλιν στον New Yorker σε ένα άρθρο με τίτλο «Τα πραγματικά και τα επινοημένα τραύματα του Γιέρζι Κοζίνσκι», αναφερόμενη στην αυτοκτονία του, «την οποία πολλοί απέδωσαν στην κατάρρευση της φήμης και της καριέρας του».
Εντωμεταξύ, οι φίλοι του Κοζίνσκι απορρίπτουν τις κατηγορίες του λογοκλόπου, που αποδίδονται στον συγγραφέα: «Ηξερα τον Γιέρζι και εξέδωσα κάποια βιβλία του στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά όχι το “Βαμμένο πουλί”», δήλωσε στην Telegraph ο συγγραφέας, μουσικός και εκδότης Τέρενς Μπλάκερ, «Μου άρεσε πολύ και τον βρήκα γενναιόδωρο και ενδιαφέροντα ως άτομο και συγγραφέα», λέει, και τονίζει: «Για μένα, ήταν ένας άνθρωπος με ακεραιότητα και καλοσύνη, που μιλούσε και σκεφτόταν σαν συγγραφέας, με όλα τα μπερδέματα που έχουν οι συγγραφείς. Η μυθοπλασία προέρχεται από κάθε είδους μέρη και το “Βαμμένο πουλί” δημοσιεύθηκε φυσικά ως μυθιστόρημα».
Ο Βάκλαβ Μαρχούλ πάντως κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να παρακάμψει τις κατηγορίες: οι ηθοποιοί μιλούν ένα κατασκευασμένο διασλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, ώστε να μη θιγούν οι κάτοικοι μεσευρωπαϊκών χωρών από τα πορτρέτα βάναυσων χωρικών από την Τσεχία ή την Πολωνία, και οι τοποθεσίες είναι διφορούμενες.
Σίγουρα το «Βαμμένο πουλί» δεν είναι ένα εύκολο έργο. Και μπορεί να ειπωθεί οτιδήποτε γι’ αυτό, αλλά κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Κοζίνσκι και τον Μαρχούλ για έλλειψη θάρρους, γράφει ο Εντ Πάουερ στην Telegraph. Απεικόνισαν με ειλικρίνεια την αγριότητα του ανθρώπινου είδους, δίνοντάς, όμως, ένα αισιόδοξο τέλος: η ταινία ολοκληρώνεται με τον Γιόσκα σε ένα λεωφορείο πλάι στον πατέρα του, να γράφει το όνομά του στο παράθυρο. Με αυτόν τον τρόπο υπονοείται ότι έχει κάνει το πρώτο βήμα για να ανακτήσει την ανθρωπιά του. Πράγματι, το μήνυμα της σκηνής είναι σχεδόν ανυψωτικό, αν και ο δρόμος για να φτάσει εκεί ήταν πραγματικά μακρύς και βάναυσος…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News