Περίπου 2.800 μικροί μαθητές της μπάλας ξεχύνονται κάθε μέρα στα 48 γήπεδα της σχολής ποδοσφαίρου «Εβεργκράντε», στη Νότια Κίνα. Σουτάρουν, ντριμπλάρουν, πασάρουν και ονειρεύονται: να γευτούν -κάποτε- τα πλούτη και τη δόξα των «αστέρων» που θαυμάζουν. «Οταν μεγαλώσω, θα γίνω ποδοσφαιριστής – ο κινέζος Κριστιάνο Ρονάλντο», εξομολογήθηκε στους New York Times ο Γουάνγκ Κάι, ένας 13χρονος πιτσιρικάς, μόλις ολοκλήρωσε τις ασκήσεις του υπό τις οδηγίες του ισπανού προπονητή του.
Δεν είναι μόνον όνειρο χιλιάδων παιδιών, να μοιάσουν στον Μέσι ή στον Ρονάλντο, αλλά και εθνικό πρότζεκτ. Ενας από τους πιο φανατικούς ποδοσφαιρόφιλους στη χώρα, ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ, είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα προκειμένου να μετατρέψει τη χώρα σε υπερδύναμη του αθλήματος. «Το όραμά μου για το κινεζικό ποδόσφαιρο είναι, οι ομάδες του να συναγωνίζονται τις καλύτερες του Κόσμου», είχε εξαγγείλει το 2015 – και τότε ακριβώς η κυβέρνησή του έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο για την παραγωγή «μπαλαδόρων», αφήνοντας στην άκρη το προηγούμενο: για την ανάδειξη Ολυμπιονικών σε επιλεγμένα ατομικά σπορ, όπως οι καταδύσεις και η γυμναστική. Δεν τα πήγε καθόλου άσχημα, όμως το ποδόσφαιρο είναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία.
Ο Πρόεδρος Σι φιλοδοξεί να παντρέψει την ανάπτυξη της Κίνας με τους θριάμβους της στα γήπεδα. Πιστεύει ότι το δημοφιλέστερο σπορ μπορεί να ενισχύσει την οικονομία της, να αποτελέσει όχημα για την έξοδο της χώρας από την απομόνωση, αλλά και να πιστοποιήσει τη μετεξέλιξή της σε παγκόσμια δύναμη. Επιπλέον, θεωρεί ότι το ποδόσφαιρο θα τονώσει τον πατριωτισμό και το συλλογικό πνεύμα των Κινέζων.
Καλά όλα αυτά, όμως μιλάμε για μια χώρα που πρωτο-εμφανίστηκε στον διεθνή ποδοσφαιρικό χάρτη μόλις το 2002. Σε εκείνο το Μουντιάλ έχασε και τα τρία ματς που έπαιξε. Και σήμερα, στην κατάταξη της FIFA, αυτό το γιγάντιο πληθυσμιακό μέγεθος βρίσκεται στην 83η θέση – μια κάτω από την Αντίγκουα και μια πάνω από τα Νησιά Φερόε. Οσο για τη γυναικεία εθνική ομάδα -το καμάρι των Κινέζων κατά τις προηγούμενες δεκαετίες- που είχε τερματίσει δεύτερη στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1999, τώρα έχει κατρακυλήσει στη 13η θέση. Είναι δυνατόν, η Κίνα να σκαρφαλώσει στην ποδοσφαιρική κορυφή, στο ορατό μέλλον.
Για τον Πρόεδρο, είναι. Αρκεί να τηρηθεί πιστά το χρονοδιάγραμμα που ο ίδιος έχει εκπονήσει από τις πρώτες ημέρες που ανέβηκε στην εξουσία, τον Μάρτιο του 2013. Οι πυλώνες του είναι, οι τεράστιες επενδύσεις σε γήπεδα, προπονητικές εγκαταστάσεις και σχολές ποδοσφαίρου, και η προσέλκυση διασημοτήτων της μπάλας από προηγμένα πρωταθλήματα, οι οποίοι θα τονώσουν το ενδιαφέρον των κινέζων φιλάθλων για το ποδόσφαιρο, και θα παρακινήσουν εκατομμύρια πιτσιρικάδες να προσπαθήσουν να μιμηθούν τα κατορθώματά τους.
Μέχρι στιγμής, το σχέδιο τηρείται με ευλάβεια. Τις δυο προηγούμενες εβδομάδες, οι ομάδες της κινεζικής λίγκας υπέγραψαν συμβόλαια με άσους από την Ευρώπη και τη Νότια Αμερική, δελεάζοντάς τους με αποδοχές άνω των 30 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Ο Οσκαρ, της Τσέλσι, «θόλωσε» από τα 410.000 ευρώ την εβδομάδα που θα του δίνει η Shanghai SIPG και, μόλις στα 25 του χρόνια, παράτησε κάθε φιλοδοξία για υψηλό πρωταθλητισμό. Προτίμησε να γίνει ο δεύτερος πιο ακριβοπληρωμένος παίκτης του Κόσμου, αφήνοντας πίσω του τον Μέσι και τον Ρονάλντο.
Μερικές μέρες αργότερα, ο 32χρονος Κάρλος Τέβες -ο αργεντινός επιθετικός της Μπόκα Τζούνιορς- πήγε στη Shanghai Shenhua (στην οποία προπονητής είναι ο Γκουστάβο Πογέτ), με ακόμη περισσότερα χρήματα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, οι εβδομαδιαίες αποδοχές του θα αγγίζουν τα 720.000 ευρώ. Μιλάμε για 37,4 εκατ. ευρώ ετησίως. Δηλαδή, ο Ρονάλντο πόσα θα έπαιρνε; Του έγινε πρόταση από σύλλογο της Κίνας, αν πιστέψουμε τον ατζέντη του, έναντι σχεδόν 100 εκατ. ευρώ τον χρόνο, όμως εκείνος αρνήθηκε.
Ο εξειδικευμένος ιστότοπος transfermakt.de και η Zeit αναφέρουν ότι οι 16 σύλλογοι της μεγάλης κατηγορίας του κινεζικού ποδοσφαίρου δαπάνησαν το 2016, για μετεγγραφές ξένων παικτών, 321 εκατ. ευρώ – τα περισσότερα από κάθε άλλη λίγκα. Ακολούθησαν η Premier League (253 εκατ.) και η Serie A (87 εκατ.). Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι στην τέταρτη θέση της λίστας, πάνω από την Bundesliga (53 εκατ.), την Primera Division (36 εκατ.) και τη γαλλική Ligue1 (35 εκατ.) βρίσκεται η Β’ Κατηγορία της Κίνας. Το 2017, οι Κινέζοι θα ρίξουν στο παζάρι ακόμη μεγαλύτερα ποσά.
Οι (ιδιώτες) ιδιοκτήτες των κινεζικών συλλόγων δεν… τρελάθηκαν. Απλώς ικανοποιούν την επιθυμία του Προέδρου, να γίνει το κινεζικό πρωτάθλημα όσο το δυνατόν πιο ελκυστικό. Τα χρήματά τους δεν πρόκειται να τα πάρουν πίσω από το ποδόσφαιρο, όμως οι πλούσιοι επιχειρηματίες της Κίνας θα κερδίσουν από άλλες δραστηριότητες, εάν έχουν την εύνοια του Σι Τσινπίνγκ και της κυβέρνησής του. Κάποιοι απ’ αυτούς έχουν εμπλακεί και στο δεύτερο σκέλος του σχεδίου, επενδύοντας σε ευρωπαϊκά κλαμπ. Ο στόχος είναι να αποκτήσουν τεχνογνωσία και διασυνδέσεις.
Για παράδειγμα, όταν ο Γουάνγκ Χούι αγόρασε την Ντε Χάαγκ, δεκάδες ολλανδοί προπονητές πήγαν στην Κίνα για να στελεχώσουν τις ακαδημίες της ομάδας του εκεί. Ενας άλλος βαθύπλουτος Κινέζος, ο Γουάνγκ Σιανλίν, ιδιοκτήτης του 20% της Ατλέτικο Μαδρίτης, έγινε βασικός χορηγός των Τελικών των τεσσάρων επόμενων Μουντιάλ, μέσω της Wanda Group. Ο Ινφαντίνο, ο πρόεδρος της FIFA, δεν έφερε -βεβαίως- την παραμικρή αντίρρηση.
Το πλάνο της κινεζικής κυβέρνησης προβλέπει τη λειτουργία 50.000 σχολείων με έμφαση στο ποδόσφαιρο έως το 2025 (από 5.000 το 2015). Μέχρι το τέλος του 2020 σε ολόκληρη τη χώρα θα υπάρχουν πάνω από 70.000 γήπεδα (από σχεδόν 11.000 σήμερα) και -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις- τότε θα παίζουν μπάλα σε τακτική βάση 50 εκατομμύρια Κινέζοι, ανάμεσά τους 30 εκατομμύρια μαθητές.
Η People’s Daily, η μεγαλύτερη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, έγραψε -τον περασμένο μήνα- ότι το ποδόσφαιρο της χώρας μοιάζει με μια τεράστια «φούσκα» έτοιμη να εκραγε
Το διαμάντι της ποδοσφαιρικής εκπαίδευσης στην Κίνα είναι -ασφαλώς- το «Εβεργκράντε», το οποίο εξωτερικά μοιάζει με… το σχολείο του Χάρι Πότερ. Λειτουργεί από το 2012 και διαθέτει 48 γήπεδα και 130 ομάδες παιδιών που έχουν χωριστεί αναλόγως με τις προοπτικές τους στο σπορ. Οι προπονητές -Ισπανοί, Ολλανδοί και Πορτογάλοι- δίνουν τις οδηγίες στη γλώσσα τους, και αυτές μεταφράζονται στα κινεζικά. Τα πρότυπα των νεαρών μαθητών κρέμονται στους τοίχους, που καλύπτονται από αφίσες των θρύλων του διεθνούς ποδοσφαίρου.
Ο διευθυντής της σχολής περηφανεύεται πως σε επτά οκτώ χρόνια, οι μισοί από τους ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας της Κίνας θα έχουν αποφοιτήσει από εκεί. Με αυτό το όνειρο, οι (έχοντες) γονείς πληρώνουν περίπου 8.000 ευρώ τον χρόνο για κάθε παιδί. Οι μικροί που ξεχωρίζουν, κερδίζουν υποτροφίες, ενώ προβλέπονται και κάποιες εκπτώσεις για τις οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα. Παρ’ όλα αυτά, το «Εβεργκράντε» είναι για λίγους.
Κάποια σημάδια δείχνουν οτι οι στόχοι αυτού του εντυπωσιακού κινεζικού πρότζεκτ είναι υπερβολικά αισιόδοξοι. Πρώτα απ’ όλα, το όραμα του Προέδρου Σι μπορεί να σκοντάψει στην κουλτούρα του λαού του. Πολλοί γονείς αντιδρούν στην ιδέα, τα παιδιά τους να εγκαταλείψουν τις ακαδημαϊκές σπουδές τους -που θα τους εξασφαλίσουν ένα σίγουρο μέλλον- και να το ρίξουν στο παιχνίδι. Επειτα, αν και η κινεζική τηλεόραση έχει βάλει το (διεθνές) ποδόσφαιρο σε κάθε σπίτι, με κυβερνητική εντολή, οι Κινέζοι δεν φαίνεται να συγκινούνται ιδιαιτέρως.
Το τρίτο πρόβλημα είναι το απογοητευτικά χαμηλό επίπεδο του κινεζικού πρωταθλήματος. Oταν, πέρυσι, ο Γουέιν Ρούνεϊ δέχτηκε μια εξαιρετικά δελεαστική προσφορά από την Κίνα, έστειλε εκεί ανθρώπους του για αυτοψία. Επιστρέφοντας στο Μάντσεστερ, του περιέγραψαν συνθήκες τραγικές: άθλια γήπεδα, διαιτητές ακόμα χειρότεροι, φοβερή ατμοσφαιρική ρύπανση, ψίθυροι για διαφθορά και χειραγωγημένα παιχνίδια. Ισως γι’ αυτό, ακόμη και ο Γιάγια Τουρέ (του οποίου η λατρεία για το χρήμα είναι πασίγνωστη) γύρισε την πλάτη σε πρόταση – μαμούθ από την Κίνα, αν και 33 ετών.
Η People’s Daily, η μεγαλύτερη εφημερίδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, έγραψε -τον περασμένο μήνα- ότι το ποδόσφαιρο της χώρας μοιάζει με μια τεράστια «φούσκα» έτοιμη να εκραγεί. Οπως σημείωνε, οι ιδιοκτήτες των επαγγελματικών συλλόγων δαπάνησαν συνολικά -το 2016- περίπου 1,1 δισ. ευρώ για ένα πρωτάθλημα που, ακόμη, το βλέπουν μόνοι τους. Καμία μεγάλη τηλεοπτική αγορά δεν έχει δείξει ενδιαφέρον για την απόκτηση των δικαιωμάτων των αγώνων του. Η πρόσφατη απόφαση της κινεζικής λίγκας να μειώσει τον αριθμό των ξένων κάθε ομάδας (από πέντε σε τέσσερις) και να απαγορεύσει να παίζουν πάνω από τρεις σε κάθε ενδεκάδα, οφείλεται, σύμφωνα με τα κινεζικά media, σε αυτή την ανησυχία.
Το όραμα του Σι δεν εδράζεται μόνο στην πολιτική υστεροβουλία, αλλά και στην ανιδιοτελή αγάπη του για το ποδόσφαιρο, από την παιδική του ηλικία. Στα ταξίδια του στο εξωτερικό, δεν χάνει ευκαιρία να φωτογραφηθεί με διασημότητες των γηπέδων, όπως ο Ντέιβιντ Μπέκαμ. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, όταν επισκέφθηκε το παλιό του σχολείο -στο Πεκίνο-, ένας δάσκαλός του θυμήθηκε πόσο πολύ του άρεσε να παίζει μπάλα.
Μιλώντας προς τους σημερινούς μαθητές, ο κινέζος Πρόεδρος τους είπε: «Δείτε πόσο υγιής είμαι. Το οφείλω στην αθλητική μου δραστηριότητα, όταν ήμουν μικρός». Αλλά, όπως θα γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν, από τους (σχετικώς) λίγους συμπατριώτες του που αθλούνται, ελάχιστοι επιλέγουν κάποιο ομαδικό σπορ. Η συνεργασία μέσα στο γήπεδο είναι μια έννοια ξένη προς την κουλτούρα τους. Αυτό, πώς θα το αλλάξει;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News