1549
Πλάνο από το φλεγόμενο πλοίο | RENATO INGENITO/ANSA/AΠΕ

Μαρτυρίες από το Νorman Atlantic

Βελίκα Καραβάλτσιου Βελίκα Καραβάλτσιου 28 Δεκεμβρίου 2015, 09:54
Πλάνο από το φλεγόμενο πλοίο
|RENATO INGENITO/ANSA/AΠΕ

Μαρτυρίες από το Νorman Atlantic

Βελίκα Καραβάλτσιου Βελίκα Καραβάλτσιου 28 Δεκεμβρίου 2015, 09:54

Δεκέμβριος 2014. Η χώρα σε ρυθμούς γιορτινούς. Προσπαθεί να αφήσει πίσω της μία δύσκολη χρονιά και να υποδεχτεί το νέο έτος. Είναι το τελευταίο Σαββατοκύριακο του χρόνου. Περίπου 400 Έλληνες από ολόκληρη τη χώρα ετοιμάζουν βαλίτσες για να  ταξιδέψουν με πλοίο στην γειτονική Ιταλία. Κάποιοι για να γιορτάσουν εκεί την πρώτη μέρα του χρόνου. Αλλοι, ταξιδεύουν αναγκαστικά, προκειμένου να μεταφέρουν με τις νταλίκες τους τα βαριά φορτία. Και οι μεν και οι δε, θα συναντηθούν στο ίδιο πλοίο, και θα ζήσουν μαζί τον εφιάλτη του φλεγόμενου Norman Atlantic.

Ξημερώνει η 28η Δεκεμβρίου. Είναι 4 το πρωί. Οι επιβάτες του Norman Atlantic κοιμούνται. Αυτόν τον εφιάλτη όμως, δεν τον βλέπουν στον ύπνο τους. Καπνός και έντονη μυρωδιά φωτιάς. Πανικόβλητοι επιβάτες με παντόφλες και πιτζάμες τρέχουν στα καταστρώματα χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν. Η φωτιά έρχεται σίγουρα από το γκαράζ του πλοίου. Ακούγεται μόνο μία σύντομη ανακοίνωση στα Ιταλικά. «Φωτιά στο γκαράζ 3». Είναι για το πλήρωμα, όχι για τους επιβάτες. Το πλήρωμα όμως είναι εξαφανισμένο…

Το πλοίο ξεκίνησε από την Πάτρα. Στην Ηγουμενίτσα, μπήκαν τα φορτηγά. Οι επιβάτες λένε πως ήταν τόσο στενά παρκαρισμένα που καταργήθηκαν οι διάδρομοι και οι οδηγοί έπρεπε να ελιχθούν ανάμεσα στα φορτηγά για να βγουν από το γκαράζ. Τα ξημερώματα, οι επιβάτες αρχίζουν να τηλεφωνούν στους δικούς τους ανθρώπους. «Πείτε τους ότι καιγόμαστε». Και μετά τίποτα… Για ώρες… Για μέρες… Τα πρώτα έκτακτα δελτία βγαίνουν στον αέρα.

«Έχετε δει το έργο η καταιγίδα; Αυτό ζήσαμε. Πρωταγωνιστές όμως ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Κλείνω τα βλέφαρα και βλέπω εικόνες από εκείνες τις ώρες» (Χαράλαμπος Μπούρμπος)

Συνήθως, όταν ακούς την ίδια ιστορία από πολλά διαφορετικά στόματα χάνεσαι στις αντιφάσεις. Για τους ναυαγούς τους Νorman Αtlantic, όμως, κάποια πράγματα δεν αμφισβητούνται. Όπως για παράδειγμα, ότι το πλήρωμα ήταν εξαφανισμένο, ότι οι επιβάτες μόνοι τους βρήκαν τα σωσίβια, και μόνοι τους προσπαθούσαν να τα φορέσουν σωστά, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, ότι οι μάνικες δεν είχαν νερό… 10 μποφόρ, 0 βαθμοί Κελσίου, βροχή. Οι επιβάτες θα πρέπει να ζυγίσουν κυριολεκτικά τις ζωές τους και να αποφασίσουν αν θα επιβιβαστούν στη λέμβο ή αν θα μείνουν στο κατάστρωμα νιώθοντας τις λαμαρίνες κάτω από τα πόδια τους να πυρώνουν.

Η λέμβος πήρε λιγότερα άτομα από όσα κανονικά χωρούσε. Έπεσε απότομα και έσκασε στο νερό. Ήταν θαύμα το πως δεν αναποδογύρισε. Όσοι επιβιβάστηκαν πάλεψαν με τα κύματα για περισσότερες από δέκα ώρες μέχρι να τους περιμαζέψει κάποιο διερχόμενο πλοίο. Μια ακυβέρνητη βάρκα στην τρικυμία πλέει προς άγνωστη κατεύθυνση. Ένας ιερέας χάνεται μπροστά στα μάτια τους στην προσπάθειά του να σωθεί. «Βλέπαμε τους ανθρώπους να χάνονται μπροστά μας και δεν νιώθαμε τίποτα», λέει ένας επιβάτης.

Ένα πλοίο γεμάτο επιβάτες φλέγεται και μια βάρκα πλέει ακυβέρνητη. Στην Ηγουμενίτσα έχουν συγκεντρωθεί οι οικογένειες των ναυαγών θεωρούν πως το πιο λογικό είναι το πλοίο να επιστρέψει εκεί. Καρδιοχτυπούν. Καλούν και ξανακαλούν στο τηλέφωνο αλλά τίποτα. Στην Κέρκυρα μία κοπέλα παίρνει και ξαναπαίρνει στο τηλέφωνο του υπουργείου Ναυτιλίας, αλλά το όνομα του πατέρα της δεν υπάρχει στην λίστα των επιβαινόντων.

lp1_84291419889223
Μια μικρή επιβάτης του Norman Atlantic φτάνει ασφαλής στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας στις 29 Δεκεμβρίου 2014 (Lefteris Partsalis / SOOC)

Όσοι έμειναν στο κατάστρωμα είδαν το πρώτο ελικόπτερο να έρχεται αργά το απόγευμα. Περισσότερες από 10 ώρες μετά. «Να βλέπεις ένα ελληνικό ελικόπτερο να έρχεται… και να ξέρεις ότι είναι η μοναδική σου ελπίδα για να σωθείς», θα μου πει μέρες μετά ένα ναυαγός. Το επόμενο πρωί στη Κέρκυρα φτάνουν με το σούπερ πούμα οι πρώτοι διασωθέντες. Οι περισσότεροι θα μεταφερθούν στο νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα.

Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά τον Χαράλαμπο Μπούρμπο. Είχε στο χέρι τον ορό του και φορούσε καρό πιτζάμες που του έδωσαν εκεί στο νοσοκομείο. «Έχετε δει το έργο “Καταιγίδα”; Αυτό ζήσαμε. Πρωταγωνιστές όμως ήμασταν εμείς οι ίδιοι. Κλείνω τα βλέφαρα και βλέπω εικόνες από εκείνες τις στιγμές».

Τον ξαναείδα στην Αθήνα δέκα μέρες αργότερα. Ήρθε μαζί με τον γιο του. Νόμιζα πως θα ήταν καλύτερα, αλλά όχι. Κάπνιζε πολύ και βούρκωνε συνέχεια. Η σκέψη του, ήταν στους συναδέλφους του. Στους φορτηγατζήδες που δεν βρέθηκαν ποτέ. «Ο γιος μου με κοιτάζει ακόμα κι όταν κοιμάμαι. Ορισμένοι συνάδελφοι, όμως, δεν θα είναι δίπλα στα παιδιά τους στις γιορτές». Όσοι επέλεξαν να μπουν στην λέμβο έμειναν τρεις μέρες στα πλοία που τους έσωσαν. Τρεις μέρες! Έπειτα, μεταφέρθηκαν άλλοι στο Μπάρι και άλλοι στο Μπρίντιζι κι από εκεί, αεροπορικώς στο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Στο αεροδρόμιο, οι δημοσιογράφοι καταλαβαίνουν ποιοι είναι οι ναυαγοί από την μυρωδιά που κουβαλούν μαζί τους. Η μυρωδιά της φωτιάς έχει ποτίσει τα ρούχα και το δέρμα τους. Τα συναισθήματα ανάμεικτα. Δίπλα στις οικογένειες που υποδέχονται τους δικούς τους ανθρώπους με δάκρυα στα μάτια, βρίσκονται οι συγγενείς των αγνοουμένων. Κρατούν τις φωτογραφίες των δικών τους ανθρώπων και ρωτούν μήπως κάποιος τους είδε. Θέλουν να ακούσουν ένα «Ναι» για να πάρουν δύναμη, κι ας είναι ψέμα.

«Έχει μείνει στην ψυχή μου και στην καρδιά μου το βλέμμα του άντρα μου. Όταν με κοίταζε ήταν πίσσα μαύρα τα μάτια του. Είπα… Άραγε θα ξαναϊδωθούμε» (κυρία Πολύμνια)

Ο κ. Δημητρουλάκης, φορτηγατζής και αυτός, κάνει το ίδιο ταξίδι από το 1987. Μετέφερε 22 τόνους λαχανικά στην Γερμανία. Στο πλοίο  ήταν με την σύζυγό του, την κυρία Πολύμνια. Κρητικός, που μένει στο Κερατσίνι. Μου άνοιξαν την πόρτα τους την Πρωτοχρονιά. Με κέρασαν ρακί και κρητικά παξιμάδια δίπλα στο τζάκι. «Όταν βγήκα στο κατάστρωμα γινόταν πανζουρλισμός. Ο κόσμος φώναζε. Οι μάνικες δεν είχαν νερό.  Ένας επιβάτης άρχισε να μοιράζει σωσίβια. Τα παίρναμε αλλά δεν ξέραμε πως να τα βάλουμε. Δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος να καθοδηγήσει τον κόσμο. Τα παιδιά ούρλιαζαν. Οι μηχανές σταμάτησαν, τα φώτα έσβησαν. Και οι Ιταλοί μηχανικοί, με τις κόκκινες φόρμες, μπήκανε στην βάρκα και φύγανε».

«Χρωστάω τη ζωή μου στον άντρα μου», λέει η κυρία Πολύμνια. «Κι αν τον πίκρανα ποτέ του ζητάω συγγνώμη». Η κυρία Πολύμνια έχει τεχνητά μέλη από τα γόνατα και κάτω. Όπως λέει όμως ο σύζυγός της, τα Ιταλικά διασωστικά προτίμησαν εκείνη την ώρα να σώσουν τους ομοεθνείς τους. «Μιλούσες Ιταλικά; Σε έπαιρναν! Δεν μιλούσες; Πίσω στην ουρά… Τη γυναίκα μου την έδεσαν στο καλάθι και την ξέδεσαν για να πάρουν Ιταλό. Του λέω πάρε την κι εγώ θα πάω πίσω!». Η κυρία Πολύμνια πάνω στο καλάθι του διασωστικού είδε πρώτη φορά την φωτιά από ψηλά και αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής. «Έχει μείνει στην ψυχή μου και στην καρδιά μου το βλέμμα του άντρα μου. Όταν με κοίταζε ήταν πίσσα μαύρα τα μάτια του. Είπα… Άραγε θα ξαναϊδωθούμε;» Όσο μιλάμε, ο κύριος Δημητρουλάκης επιμένει σε μία ερώτηση. «Γιατί στο Μπρίντιζι; Αφού την Αλβανία την βλέπαμε…»

12421380_10100331235405618_1415816653_n (1)
Επιβάτες που έχουν μόλις διασωθεί χαμογελούν στον φακό της δημοσιογράφου του Protagon

Ο Μιχάλης Παπαθανασόπουλος μεγαλώνει μόνος του τρία παιδιά. Έχασε το φορτηγό και μαζί έχασε και τη δουλειά του. Η επιστροφή του όμως ήταν το καλύτερο πρωτοχρονιάτικο δώρο για τα παιδιά και την μητέρα του. Στο Παλιό Φάληρο όπου ζουν, το Χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι στολισμένο με λίγες λευκές μπάλες και πολύ αγάπη. Η μητέρα του θα με κεράσει ένα κομμάτι από την βασιλόπιτα. «Ο μικρός κέρδισε το φλουρί», θα μου πει η γιαγιά. Ο Μιχάλης ήταν από τους τελευταίους που έσωσαν τα ελικόπτερα. Κοιτάζει τα παιδιά του και βουρκώνει. «Η σκέψη τους μου έδινε δύναμη. Συνήθως στις γιορτές τα παίρνω μαζί μου! Άγιο είχα!», μου λέει. Με το συγκεκριμένο πλοίο ταξίδευε πρώτη φορά. Αυτό το ταξίδι όμως το κάνει έξι φορές τον μήνα από το 2002. «Εγώ ξύπνησα πρώτος από τη μυρωδιά της φωτιάς. Εγώ ξύπνησα τους συναδέλφους μου. Απαγορεύεται να κοιμόμαστε στα φορτηγά αλλά γίνεται, δεν είναι μυστικό». Πριν φύγω μου δείχνει τα ρούχα που φορούσε στο πλοίο. Μυρίζουν ακόμα. Πώς άντεξε 31 ώρες αυτή τη μυρωδιά; Μου δείχνει και τις καμένες σόλες των παπουτσιών του για να μου αποδείξει πόσο πυρωμένες ήταν οι λαμαρίνες του πλοίου. Τα παιδιά του κάνουν μια ευχή για το νέο έτος. Ο μικρός εύχεται να γίνει ο πιο γρήγορος του κόσμου. Ο Λευτέρης όμως, ο πρώτος από τα τρία παιδιά του, εύχεται να είναι ασφαλής ο μπαμπάς στα ταξίδια του.

Ο Νίκος Αραμπατζής και η οικογένειά του, πήγαιναν στην Ιταλία για διακοπές. Όσο ο κόσμος έτρεχε πανικόβλητος εκείνος έβγαζε φωτογραφίες τα μικρά του αδέρφια, τον Χρήστο και την Ιωάννα, προσποιούμενος ότι όλα είναι υπό έλεγχο. Όπως μου λέει, η άμυνα του οργανισμού του δεν του επιτρέπει να θυμάται πολλά. Θυμάται μόνο ότι ξεχώρισαν οι «μικροί» και οι «μεγάλοι» άνθρωποι. Κι ότι οι «μικροί» ήταν αυτοί που έφυγαν πρώτοι χωρίς να υπολογίζουν γυναίκες και παιδιά..

Πόσοι άνθρωποι χάθηκαν τελικά σε εκείνο το ταξίδι; Κάποιοι κάηκαν ζωντανοί, κάποιοι έσβησαν από τις αναθυμιάσεις, κάποιοι πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να σωθούν και κάποιοι άλλοι, απλά δεν βρέθηκαν ποτέ. Ακριβώς έναν χρόνο μετά, όσοι επιβάτες δεν επέλεξαν τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, παραμένουν μπλεγμένοι στα γρανάζια της δικαιοσύνης.  Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Μόνο σενάρια. Η φωτιά ξεκίνησε από το γκαράζ. Ίσως κάποιο φορτηγό να πήρε φωτιά… Ή, το δεύτερο σενάριο… Στο πλοίο μπήκαν λαθραία μετανάστες, άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν και η φωτιά επεκτάθηκε. Το κουφάρι του πλοίου πάντως, παρκαρισμένο στο Μπάρι, κρατά καλά κρυμμένα μυστικά.

Όσο για τους συγγενείς αυτών που δεν βρέθηκαν ποτέ… Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Κάποιοι, πιστεύουν ότι τους μάζεψε ένα δουλεμπορικό πλοίο, ότι σώθηκαν και είναι κάπου μακριά. Άλλοι θέλουν να πιστεύουν ότι κολύμπησαν, κατάφεραν να σωθούν και τώρα ζουν σε κάποιο έρημο νησί, σαν τον ναυαγό, την ταινία. Άλλοι πάλι, θεωρούν πως οι δικοί τους άνθρωποι βρίσκονται σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου στην Ιταλία, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να θυμηθούν…

 

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...