Ποιες είναι οι «ιδέες-ζόμπι»; Αυτές που θα έπρεπε να έχουν καταρρεύσει προ πολλού επειδή είναι ανυπόστατες, αλλά αντιθέτως συνεχίζουν να πλανώνται στον αέρα. Και σύμφωνα με τον Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος αφιέρωσε, μάλιστα, ένα ολόκληρο βιβλίο στο εν λόγω ζήτημα, οι πιο σημαντικές ιδέες-ζόμπι που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ εντοπίζονται στον συντηρητικό χώρο της Δεξιάς, ενώ εξακολουθούν παραμένουν ζωντανές χάρη στα χρήματα δισεκατομμυριούχων που επωφελούνται από το να πιστεύουν οι άνθρωποι πως όλα όσα αντιλαμβάνονται, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Μερικές φορές, ωστόσο, επισημαίνει σε κείμενό του ο νομπελίστας οικονομολόγος και αρθρογράφος των New York Times, αυτές οι νεκροζώντανες ιδέες «καταφέρνουν επίσης να καταφάνε τους εγκέφαλους των κεντρώων», γεγονός που εξηγεί γιατί μερικές από τις πιο καταστροφικές ιδέες-ζόμπι του παρελθόντος, μπόρεσαν να παρεισφρήσουν στη μάχη για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών, με δύο κεντρώους πολιτικούς να επαναφέρουν στο προσκήνιο ιδέες που αποδομήθηκαν πριν από χρόνια.
Επιθυμώντας, ωστόσο, να σώσει –όσο υπάρχει ακόμα χρόνος– τους Αμερικανούς από αυτές τις άκρως επικίνδυνες ιδέες, ο Κρούγκμαν τους ενημερώνει πως η Ευρώπη παρέχει «κάποιες από τις σφαίρες που θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε για να πυροβολούμε αυτά τα συγκεκριμένα ζόμπι στο κεφάλι».
Αφετηρία του συλλογισμού του οξυδερκούς αμερικανού στοχαστή είναι η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Παρότι λίγοι προέβλεψαν τι επρόκειτο να συμβεί, κατόπιν εορτής διαπίστωσαν ότι ήταν «ένας κλασικός τραπεζικός πανικός, κάτι το οποίο συνέβαινε συχνά πριν το 1930». Αρχικά οι δανειολήπτες εγκλωβίστηκαν σε μια τεράστια φούσκα ακινήτων και στη συνέχεια, όταν η φούσκα έσκασε, σημαντικό μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος ακινητοποιήθηκε εξαιτίας της σταδιακής διάβρωσης του χρηματοπιστωτικού ρυθμιστικού πλαισίου κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ωστόσο «οι δεξιοί αρνήθηκαν να αποδεχτούν το προφανές» και προώθησαν μια εναλλακτική ερμηνεία των γεγονότων, υποστηρίζοντας πως την κρίση την προκάλεσαν «οι φιλελεύθεροι», εξαναγκάζοντας «κακόμοιρους αθώους τραπεζίτες» να δανείζουν χρήματα σε μέλη φυλετικών μειονοτήτων – «δεν ήταν συνήθως τόσο ξεκάθαροι, αλλά αυτό ήταν το σαφές μήνυμα», προσδιορίζει στο κείμενό του ο Κρούγκμαν. Και παρόλο που επρόκειτο για ένα «απροκάλυπτα ιδιοτελές αφήγημα» κάποιοι Αμερικανοί με μεγάλη επιρροή το έλαβαν σοβαρά υπόψη «και μεταξύ αυτών συγκαταλεγόταν και ο Μάικλ Μπλούμπεργκ».
Το ότι την κρίση δεν την προκάλεσαν οι φιλελεύθερες δυνάμεις των ΗΠΑ αποδεικνύεται από πλήθος επιχειρημάτων. Κατ’ αρχάς τα επισφαλή δάνεια δεν τα χορήγησαν ούτε «υπηρεσίες χρηματοδοτούμενες από το κράτος ούτε τράπεζες που ελέγχονται αλλά δανειοδότες που δρούσαν ανεξέλεγκτα». Πιο σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός πως η φούσκα των ακινήτων δεν ήταν ένα αμερικανικό αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Η ισπανική φούσκα, για παράδειγμά, ήταν μεγαλύτερη από την αμερικανική και ο αντίκτυπος της κρίσης πιο δυσμενής στην Ισπανία παρά στην Αμερική. «Ανάγκασαν οι φιλελεύθεροι Αμερικανοί τις ισπανικές τράπεζες να χορηγούν επισφαλή δάνεια;», διερωτάται ο Κρούγκμαν. Και η απάντηση είναι όχι. Αλλά δυστυχώς αποδεικνύεται πως δεν αρκούν τα ακλόνητα επιχειρήματα για την εξόντωση των ιδεών – ζόμπι και αυτό εξηγεί γιατί εξακολουθούν κάποιοι να διαδίδουν το εν λόγω αφήγημα, παραπληροφορώντας τους ψηφοφόρους.
Την ώρα, όμως, που ο Μπλούμπεργκ καταδιώκεται από την ιδέα-ζόμπι της φούσκας ακινήτων, ο Πιτ Μπούτιτζιτζ δέχεται επικρίσεις επειδή αδυνατεί να απαλλαγεί από την ιδέα-ζόμπι του δημόσιου χρέους. Η εμμονή με το χρέος παρεμπόδισε την ταχύτερη ανάκαμψη από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ομως δεν ήταν απόλυτα αβάσιμη, «παρότι κάποιοι από εκείνους που κατήγγειλαν πιο δυνατά τα δεινά των ελλειμμάτων ήταν προφανώς απατεώνες». Στην πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν ότι «πολλοί σημαντικοί άνθρωποι φαντάστηκαν πως βάλλοντας κατά των ελλειμμάτων θα ακούγονταν πιο σοβαροί, επειδή αυτό έκαναν όλοι οι υπόλοιποι σοβαροί άνθρωποι».
Πλέον, ωστόσο, το ότι η εμμονή με το χρέος αποτελεί μια πλάνη το έχουν αποδείξει και οικονομικές έρευνες και η ίδια η εμπειρία. «Ζούμε σε έναν κόσμο που είναι γεμάτος με ιδιώτες αποταμιευτές, οι οποίοι αναζητούν κάπου να βάλουν τα χρήματά τους, με επενδυτές που είναι πρόθυμοι να δανείσουν σε κυβερνήσεις με απίστευτα χαμηλά επιτόκια. Είναι ανεύθυνο να μην αξιοποιούνται αυτά τα χρήματα, επενδύοντας στο μέλλον, και μέσω της κατασκευής έργων υποδομών και μέσω προγραμμάτων που συμβάλλουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων των παιδιών», υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν.
Η σχετική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Τραμπ σίγουρα δεν είναι η ενδεδειγμένη, καθώς δανείζει μεγάλα ποσά αλλά προβαίνει, συγχρόνως, στη μείωση της φορολογίας των πολυεθνικών και των πλουσίων. Αλλά ακόμα και οι ελλειμματικές δημόσιες δαπάνες συμβάλλουν στην τόνωση της οικονομίας, και αυτό εξηγεί γιατί «η Αμερική εξακολουθεί να αναπτύσσεται αρκετά γρήγορα ενώ η Ευρώπη, όντας ακόμα εγκλωβισμένη στην ιδεολογία της λιτότητας, παραμένει στάσιμη».
Επιστρέφοντας στην πατρίδα του και ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του για τις εσωκομματικές εκλογές των Δημοκρατικών, ο Πολ Κρούγκμαν αναγνωρίζει πως είναι εύκολο να επιχειρηματολογήσει κανείς υπέρ ενός μετριοπαθούς, κεντρώου υποψήφιου παρά να στηρίξει κάποιον από την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, δεδομένου ότι «οι υποψήφιοι που εκλαμβάνονται ως εξτρεμιστές, συνήθως πληρώνουν ένα εκλογικό τίμημα, ειδικά εάν προσποιούνται, όπως ο Μπέρνι Σάντερς, πως είναι πιο ριζοσπάστες από όσο πραγματικά είναι».
Υπονοεί, οπότε, εμμέσως πλην σαφώς ο Κρούγκμαν ότι οι Δημοκρατικοί θα πρέπει, τελικά, να εκλέξουν έναν μετριοπαθή, κεντρώο υποψήφιο για την προεδρία. Αλλά ένας κεντρώος υποψήφιος που δεν είναι ρεαλιστής και το μυαλό του έχει καταφαγωθεί από ιδέες-ζόμπι, σίγουρα δεν αποτελεί την ιδανική επιλογή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News