Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού οι Σοσιαλδημοκράτες ήταν και πάλι μια χαμένη υπόθεση, σκιά του ένδοξου παρελθόντος της εποχής του Βίλι Μπραντ και του Γκέρχαρντ Σρέντερ. Επειτα το κλίμα ξαφνικά άλλαξε –κάτι η προσήνεια του Ολαφ Σολτς, κάτι οι γκάφες του Αρμιν Λάσετ– και τις τελευταίες εβδομάδες οι δημοσκοπήσεις στη Γερμανία προεξοφλούσαν μια σχετικά άνετη επικράτηση του SPD στις εκλογές —στις πρώτες μετά από 20 χρόνια που δεν θα ήταν υποψήφια η Ανγκελα Μέρκελ ως ηγέτιδα του κραταιού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών. Τελικά, αμέσως αφού έκλεισαν οι κάλπες, στις 19:00 (ώρα Ελλάδος), τα exit polls έδειξαν θρίλερ: Το SPD, υπό τον Ολαφ Σολτς, και ο συνασπισμός CDU/CSU, υπό τον Αρμιν Λάσετ, ισορροπούσαν πέριξ του 25%.
Οσο και αν υπήρξαν αναθεωρήσεις της πρόβλεψης —υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών που κατέκτησαν την πρωτιά ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες και εις βάρος της γερμανικής Κεντροδεξιάς που βίωσε μια ιστορική ήττα— το αποτέλεσμα περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την προσπάθεια σχηματισμού κυβέρνησης για την επόμενη τετραετία, αυτήν της μετά-Μέρκελ εποχής.
Οποια από τις δύο παρατάξεις θα υπερίσχυε θα έχει φυσικά το προβάδισμα στη διερευνητική εντολή και στην αναζήτηση συμμαχιών με τα μικρότερα για ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα· και το SPD απέκτησε το προβάδισμα με διαφορά στο 1,6% και βελτιώνοντας τα ποσοστά του από τις προηγούμενες εκλογές. Ομως το σκηνικό που διαμορφώθηκε, με τα πρώτα κόμματα σε τόσο χαμηλά ποσοστά, είναι πλέον πιο περίπλοκο —και αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2017, οι δύο μεγάλες παρατάξεις και με πολύ πιο καθαρό αποτέλεσμα χρειάστηκαν σχεδόν έξι μήνες για να συμφωνήσουν, ίσως τώρα η Μέρκελ να παραμείνει (υπηρεσιακή, μετά την ορκωμοσία της νέας Μπούντεσταγκ τον Οκτώβριο) καγκελάριος για πολύ περισσότερο. Αν δε φτάσει τις 17 Δεκεμβρίου τότε θα ξεπεράσει τον πολιτικό της μέντορα, Χέλμουτ Κολ, ως μακροβιότερη καγκελάριςο.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας, η εκλογική επιτροπή ανακοίνωσε τα επίσημα (προσωρινά) αποτελέσματα: Το SPD συγκεντρώνει το 25,7% των ψήφων, το καλύτερο αποτέλεσμα που έχει καταγράψει εδώ και πολλά χρόνια, ενώ τα CDU/CSU έλαβαν 24,1% (–8,9% σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές), σημείωσαν με άλλα λόγια τη χειρότερη επίδοση στην ιστορία τους, έπειτα από 16 χρόνια στην κυβέρνηση.
Οι Πράσινοι καταγράφουν το υψηλότερο ποσοστό από ιδρύσεως του κόμματος, εξασφαλίζοντας το 14,8% των ψήφων και αναδεικνύονται σε τρίτη δύναμη της Μπούντεσταγκ, της ομοσπονδιακής κάτω Βουλής.
Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) βελτιώνει τη θέση του, συγκεντρώνοντας το 11,5% των ψήφων. Το ξενοφοβικό, ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) πέφτει από την τρίτη στην πέμπτη θέση, με το 10,3% των ψήφων. Το κόμμα Η Αριστερά πέφτει στο 4,9%, αλλά τελικά θα εκπροσωπείται στη Βουλή.
Οι έδρες στη νέα Μπούντεσταγκ θα είναι: SPD 206, CDU/CSU 196, Πράσινοι 118, FDP 92, AfD 83, Die Linke 39.
Τι μπορεί να συμβεί τώρα; Αριθμητικά τουλάχιστον είναι εφικτός ένας Μεγάλος Συνασπισμός SPD-CDU/CSU, ένας συνασπισμός «Τζαμάικα» με CDU/CSU, Πράσινους, FDP, ένας συνασπισμός «φανάρι κυκλοφορίας» με SPD, Πράσινους, FDP, ενώ δεν είναι εφικτός ο συνασπισμός SPD, Πρασίνων, Αριστεράς. Αναλυτές έδιναν στο δεύτερο σενάριο κάποιες πιθανότητες, αν και έτσι θα παραβιάζεται τρόπον τινά η λαϊκή εντολή, δηλαδή ο Λάσετ θα είναι καγκελάριος έχοντας ψηφιστεί από όχι περισσότερο από το 19% των Γερμανών (βγάζοντας τις ψήφους που παίρνει στη Βαυαρία το CSU του Μάρκους Ζέντερ).
Οχι ότι δεν έχει ξαναγίνει δεύτερο κόμμα να πάρει την καγκελαρία, το είχε κάνει το 1969 ο Βίλι Μπραντ όταν συγκυβέρνησε με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Ομως τότε το SPD, ως δεύτερο κόμμα, ήταν σε ιστορική άνοδο, είχε σπάσει το φράγμα του 40%. Ενώ τώρα η παράταξη του Λάσετ είναι μάλλον σε αποδρομή: Αυτές οι εκλογές σηματοδότησαν μια κατάρρευση της γερμανικής Κεντροδεξιάς, ασχέτως αν ο Λάσετ διέσωσε κάποια προσχήματα, δεν εξαερώθηκε πολιτικά όπως προέβλεπαν οι δημοσκόποι και λέει ότι θέλει να κυβερνήσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το αδελφό κόμμα του CDU στη Βαυαρία, η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), κατέγραψε το χειρότερο αποτέλεσμα των 70 χρόνων, κερδίζοντας 32,8%, κατά έξι μονάδες λιγότερο από το 2017!
Καθώς τα αποτελέσματα συνέχιζαν να ανακοινώνονται από τη γερμανική τηλεόραση το βράδυ της Κυριακής, ο γενικός γραμματέας του SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ, δήλωσε στο Reuters ότι ο Ολαφ Σολτς έλαβε τη λαϊκή εντολή να κυβερνήσει. «Εχουμε την εντολή να κυβερνήσουμε. Θέλουμε ο Ολαφ Σολτς να είναι ο επόμενος καγκελάριος» είπε. Ο ίδιος ο Σολτς, απεθεώθηκε από τους φίλους του SPD στα κεντρικά, αλλά παραδέχτηκε πως «η νύχτα θα είναι μεγάλη».
Ολοι περίμεναν τον περίφημο «Γύρο των Ελεφάντων», την παραδοσιακή παρουσία όλων των αρχηγών σε ένα νέο ντιμπέιτ στη δημόσια τηλεόραση.
Tόσο ο Oλαφ Σολτς όσο και ο Αρμιν Λάσετ εξέφρασαν την πρόθεση να διεκδικήσουν το αξίωμα του καγκελαρίου και να σχηματίσουν κυβέρνηση συνασπισμού. Τα κόμματα που προσφέρονται για μια κυβερνητική συνεργασία είναι οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι. Το χαμηλό ποσοστό του Die Linke αποκλείει μια κυβερνητική πλειοψηφία με Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ, αναδείχθηκε σε έναν από τους ρυθμιστές. Επεσήμανε για μια ακόμη φορά ότι τα περισσότερα κοινά σημεία οι Φιλελεύθεροι τα έχουν με το CDU και το CSU. Παράλληλα δήλωσε όμως ότι είναι ανοιχτός και για συνομιλίες με τους Σοσιαλδημοκράτες. Στόχος του, είπε, είναι μια «κυβέρνηση του Kέντρου».
Ικανοποιημένοι για τη αύξηση της εκλογικής τους δύναμης —και επίσης ρυθμιστές της επόμενης ημέρας— εμφανίστηκαν οι Πράσινοι καθώς πρόκειται για το καλύτερο αποτέλεσμα σε εθνικές εκλογές. Η Γερμανία έχει ανάγκη από μια «κυβέρνηση (για την προστασία) του κλίματος» τόνισε η υποψήφια καγκελάριος Αναλένα Μπέρμποκ. Ο δε συμπρόεδρος του κόμματος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, διαβεβαίωσε ότι οι Πράσινοι θέλουν να κυβερνήσουν και ότι υπάρχει «μια καλή ευκαιρία» να συμμετέχουν στην επόμενη κυβέρνηση από θέση ισχύος. Μίλησε μάλιστα για το υπουργείο Οικονομικών.
Όπως και οι Φιλελεύθεροι, οι Πράσινοι άφησαν ανοιχτό αν θα κυβερνήσουν με τους Σοσιαλδημοκράτες ή με τα χριστιανικά κόμματα.
Απογοήτευση στον αντίποδα επικρατεί στους κόλπους του κόμματος «Η Αριστερά» για τις εκλογικές απώλειες. Σύμφωνα με τη συμπρόεδρο του κόμματος Die Linke, Σουζάνε Χένιχ-Βέλζο, αιτία για τη συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης ήταν η πόλωση στον προεκλογικό αγώνα ανάμεσα σε Ολαφ Σολτς και Άρμιν Λάσετ. Πόλωση βέβαια δεν υπήρξε, αν κρίνει κανείς από τα ποσοστά του SPD και του συνασπισμού CDU/CSU.
♦ Η ροή των αποτελεσμάτων έδειξε αρχικά απόλυτη ισοψηφία για SPD και CDU/CSU.
Το ZDF, ωστόσο, γρήγορα μετέδωσε ότι οι Σοσιαλδημοκράτες προηγούνταν με 26%, έναντι του CDU/CSU που είχε 24%. Πέρα από αυτό, οι Πράσινοι μετρήθηκαν στο 15%, ενώ το FPD και η Εναλλακτική για τη Γερμανία ήταν και οι δύο στο 11%.
Ενα μικρό -αλλά επίσης σημαντικό σε συμβολισμούς- θρίλερ της εκλογικής βραδιάς ήταν αν Η Αριστερά (Die Linke) καταφέρει να περάσει το 5% σε εθνικό επίπεδο για την είσοδό της στην Μπούντεσταγκ. Και το ZDF στις δημοσκοπήσεις εξόδου μέτρησε την Αριστερά στο όριο του 5%, ωστόσο το γεγονός ότι θα εξέλεγε απευθείας τρεις βουλευτές θα της επέτρεπε την είσοδο στη Βουλή (άλλωστε τελικά έπεσε στο 4,9%). Σε αυτή τη μέτρηση οι Πράσινοι καταγράφηκαν στο 14,5%, το FDP στο 12% και το AfD στο 10%.
Λίγο αργότερα, εξάλλου, το ZDF αναθεώρησε την πρόβλεψή του, φέρνοντας το SPD στο 25,8% και τον συνασπισμό CDU/CSU στο 24,2%, με τους Πράσινους στο 14,7%, τους Φιλελεύθερους στο 11,8% και την Εναλλακτική για τη Γερμανία στο 10,1%.
Σημαντικό μέρος των εκλογέων, πάντως, είχαν ήδη προτιμήσει την επιστολική ψήφο, οπότε οι προτιμήσεις τους δεν καταγράφονταν στα exit polls. Και το ARD επέμενε ότι η διαφορά είναι μικρότερη: στο 24,9% οι Σοσιαλδημοκράτες, στο 24,7% οι Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές, με τα ποσοστά του AfD ιδιαίτερα αυξημένα, να προσπερνά το FDP και να είναι τέταρτο κόμμα πίσω από τους Πράσινους της Αναλένα Μπέρμποκ.
Παρά την κατάρρευση της Κεντροδεξιάς, τα αποτελέσματα ήταν με έναν τρόπο μια… τίμια «επιστροφή» του Αρμιν Λάσετ ως υποψηφίου καγκελαρίου, ασχέτως αν το ποσοστό Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών που έδωσαν οι πρώτες μετρήσεις ήταν τρομακτικά μικρό.
Τούτο διότι ήταν πολύ καλύτερο από αυτό των δημοσκοπήσεων. Στις 7 Σεπτεμβρίου γκάλοπ έδειχνε τον συνασπισμό CDU/CSU κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% (για πρώτη φορά από το 1949) όμως έκτοτε η επιστράτευση στην εκστρατεία της Ανγκελα Μέρκελ υπέρ του Αρμιν Λάσετ και η, ως έναν βαθμό επιτυχημένη, περιγραφή του Ολαφ Σολτς ως υποψηφίου που θα φέρει το Die Linke σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό, κατάφεραν να συσπειρώσουν ψηφοφόρους της Κεντροδεξιάς.
«Δεν μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα», δήλωσε πάντως ο Λάσετ, ο οποίος απηύθυνε έμμεση πρόσκληση προς τους Φιλελεύθερους (FDP) και τους Πράσινους για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας (ο συνασπισμός Τζαμάικα),
Σε ό,τι αφορά το δυσμενές αποτέλεσμα, ο Λάσετ το απέδωσε στην απουσία «μπόνους εξουσίας», επειδή ο αρχηγός του CDU δεν ήταν και καγκελάριος, καταλογίζοντας εμμέσως την ευθύνη στη Μέρκελ. «Η Γερμανία χρειάζεται τώρα έναν συνασπισμό για το μέλλον», τόνισε και πρόσθεσε ότι θα κάνει τα πάντα προκειμένου να σχηματιστεί ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία του συνασπισμού CDU/CSU.
Οι δημοσκοπήσεις έξω από τα εκλογικά τμήματα έδειξαν ότι ο Ολαφ Σολτς του SPD υπερισχύει ξεκάθαρα στο ερώτημα ποιος μπορεί να ηγηθεί καλύτερα τη χώρα σε περίοδο κρίσης. Το 60% είπαν ότι τον υποψήφιο του SPD έναντι 25% του Αρμιν Λάσετ του CDU και 18% της Αναλένα Μπέρμποκ των Πρασίνων.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News