Την πρώτη του εβδομάδα στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, τον Ιανουάριο του 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα επανέλαβε μία από τις πιο φιλόδοξες προεκλογικές του υποσχέσεις: το κλείσιμο των φυλακών στο Γκουαντάναμο. Το «θλιβερό κεφάλαιο στην Ιστορία των ΗΠΑ», όπως το χαρακτήρισε, υπό τη δική του εποπτεία, θα έκλεινε. Πέρασαν επτά χρόνια και σχεδόν δύο θητείες του αμερικανού προέδρου και το θλιβερό κεφάλαιο παραμένει ακόμη ανοιχτό.
Οι στρατιωτικές φυλακές του Γκουαντάναμο εμφανίστηκαν τον Ιανουάριο του 2002 ως ανάγκη, τουλάχιστον έτσι παρουσιάστηκαν στο αμερικανικό κοινό που ήδη τασσόταν υπέρ του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Αν η κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους ήθελε να ανταποκριθεί στην τρομοκρατική απειλή και να αποτρέψει μία επανάληψη της 11ης Σεπτεμβρίου, έπρεπε κάπου να φυλακίζει τους εκπροσώπους αυτής της απειλής. Και η τοποθεσία; Ο κόλπος της Κούβας είχε δύο θετικά. Μία διαθέσιμη ναυτική βάση των ΗΠΑ και το προνόμιο ότι βρισκόταν εκτός του αμερικανικού νομοθετικού πλαισίου.
Ενα ήταν σαφές από τις πρώτες μεταφορές κρατουμένων στο νησί. Οι συνθήκες στις φυλακές, οι εικόνες των πορτοκαλί ολόσωμων φορμών θα προκαλούσαν καχυποψία και πολλά ερωτήματα. Γι’ αυτό και ο κόσμος έπρεπε να πειστεί ότι οι κρατούμενοι δεν ήταν απλώς ύποπτοι για την εμπλοκή τους σε τρομοκρατικές επιθέσεις ή τη συμμετοχή τους σε τρομοκρατικές οργανώσεις, ήταν «οι χείριστοι των χειρίστων», όπως τους αποκαλούσε ο τότε αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ντόναλντ Ράμσφλεντ.
Ωστόσο δεν άργησαν να δουν το φως της δημοσιότητας οι πρακτικές με τις οποίες οι αμερικανικές αρχές εντόπιζαν και καταλάμβαναν τους κρατούμενους. Τους εξαγόραζα από τις υπηρεσίες πληροφοριών του Πακιστάν ή από πολέμαρχους του Αφγανιστάν και η αμερικανική κυβέρνηση δεν είχε αρνηθεί ότι είχαν χρησιμοποιήσει και επικηρύξεις. Και φυσικά άρχισαν να διαρρέουν και τα λάθη. Ενας από τους κρατούμενους που κρατήθηκε στις φυλακές ήταν ο Σαμί αλ – Χατζ, σουδανός δημοσιογράφος που συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πρώτης του αποστολής για το τηλεοπτικό κανάλι Al Jazeera.
Μέσα σε δύο χρόνια, μέρος της αμερικανικής ή διεθνούς κοινής γνώμης άρχισε να φλερτάρει με την ιδέα ότι οι «χείριστοι των χειρίστων» δεν ήταν οι κρατούμενοι αλλά οι ίδιοι οι αμερικανοί φύλακες. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι επαναλαμβάνονταν οι πρακτικές βασανισμών που πραγματοποιούνταν στο Αμπού Γκράιμπ. Αρχισε να διαρρέει ότι οι φύλακες υπέβαλαν τους κρατούμενους σε σεξουαλική ταπείνωση, τους εξανάγκαζαν να σοδομίζουν ο ένας τον άλλον, τους ανάγκαζαν να στέκονται γυμνοί και να δέχονται τον χλευασμό επίσης γυμνών θηλυκών φυλάκων. Και τον Οκτώβριο του 2003 ήρθε το πρώτο πόρισμα από τη μόνη επίσημη εξωτερική οργάνωση που είχε πρόσβαση στο εσωτερικό των δομών, τον Ερυθρό Σταυρό: «Η επιδείνωση της ψυχικής υγείας των ανδρών ήταν ιδιαίτερα ανησυχητική».
Τότε άρχισαν οι ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ομάδες φοιτητών, ακαδημαϊκοί να πιέζουν για το αυτονόητο, για τη νόμιμη εκδίκαση των κρατουμένων είτε στα δικαστήρια πολιτών των ΗΠΑ, είτε στα στρατιωτικά δικαστήρια, για την εφαρμογή των Συμβάσεων της Γενεύης. Οχι, αυτό θα χαλούσε τα σχέδια της αμερικανικής κυβέρνησης. Γι’ αυτό και αυτή επέμεινε στο ασυμβίβαστο των κρατουμένων με το νομοθετικό πλαίσιο των ΗΠΑ και ισχυριζόταν ότι οι προβλέψεις των Συμβάσεων της Γενεύης δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τους αλλοδαπούς, ύποπτους για τρομοκρατικές ενέργειες.
Η λύση που πρότειναν οι αρχές ήταν η σύσταση επιτροπών που θα γίνονταν ακροάσεις των κρατουμένων. Ενας από τους πρώτους που συμμετείχαν στο νέο σύστημα ήταν ο Κχαλίντ Σέικ Μοχάμεντ, φερόμενος ως ηγετική μορφή των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Εχει παρουσιαστεί ενώπιον της επιτροπής αρκετές φορές, και ακόμη η υπόθεσή του βρίσκεται στον αέρα. Εκθεση που δημοσιοποίθηκε το 2014 έριξε λίγο φως στα δεδομένα που παρακώλυσαν την εκδίκασή του όλα αυτά τα χρόνια: ο ίδιος έχει υποστεί βασανιστήρια εικονικού πνιγμού 180 φορές στην Πολωνία και τη Ρουμανία.
Και ύστερα ήρθε η σειρά των Δημοκρατικών, και το κεφάλαιο «Ομπάμα». Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ με δικαστική απόφαση έδωσε το δικαίωμα στους κρατούμενους να αμφισβητήσουν την κράτησή τους και να αιτηθούν πρόσβαση στα ομοσπονδιακά δικαστήρια των ΗΠΑ. Αλλά ακόμη ο αμερικανός πρόεδρος δεν έχει κατορθώσει να κλείσουν οι φυλακές. «Είναι εμφανές ότι το κέντρο κράτησης στον Κόλπο του Γκουαντάναμο δεν προωθεί την εθνική μας ασφάλεια αλλά την υπονομεύει», ανακοινώνει ο ίδιος, σαν να μην έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε που καλούσε τον κόσμο να τον ψηφίσει – την πρώτη φορά.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που μεταδίδουν οι New York Times, περίπου 780 άνθρωποι έχουν φυλακιστεί στο Γκουαντάναμο. Από αυτούς οι 680 έχουν επιστρέψει είτε στις πατρίδες τους είτε σε τρίτες χώρες που προσφέρθηκαν να τους φιλοξενήσουν. Οι περισσότεροι έχουν ταξιδέψει στη Σαουδική Αραβία ή το Αφγανιστάν. Και τον περασμένο μήνα, Ιανουάριο, για πρώτη φορά ο αριθμός των φυλακισμένων έπεσε κάτω από το 100, στους 91.
Και αυτή τη φορά, ακόμη και αν άργησε, ο αμερικανός πρόεδρος είναι πιο επιφυλακτικός στις υποσχέσεις που δίνει. Ο στόχος, τώρα, όπως ανακοίνωσε την Τετάρτη, μιλώντας σε δημοσιογράφους στην Ουάσινγκτουν, δεν είναι το «κλείσιμο» των φυλακών αλλά η μείωση των κρατουμένων στους 60 εντός των επόμενων μηνών και η πιθανή μεταφορά τους σε κέντρο κράτησης εντός των ΗΠΑ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News