Με την ονομασία λιονταρόψαρα ή λεοντόψαρα είναι γνωστά τα μέλη του γένους Πτερόεις (Pterois), το οποίο είναι γένος δηλητηριωδών τροπικών θαλάσσιων ψαριών. Τα λιονταρόψαρα χαρακτηρίζονται από τον έντονο χρωματισμό τους με κόκκινες, λευκές, μαύρες και κρεμ λωρίδες, εντυπωσιακά θωρακικά πτερύγια και δηλητηριώδεις άκανθες. Τα λιονταρόψαρια είναι δημοφιλή ψάρια ενυδρείου. Αν και προέρχονται από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό έχουν επεκταθεί και εισβάλει στον δυτικό Ατλαντικό, την Καραϊβική, αλλά και τη Μεσόγειο απειλώντας τα τοπικά οικοσυστήματα και νέες μελέτες το επιβεβαιώνουν. Τα λιονταρόψαρα παράγουν περί τα 2 εκατ. αβγά ετησίως και στις νέες περιοχές που εισβάλουν δεν υπάρχουν φυσικοί αντίπαλοί τους, με αποτέλεσμα να ακμάζουν εκεί, προκαλώντας όμως παράλληλα διαφόρων ειδών προβλήματα.
Ο ερευνητής Δημήτρης Κλείτου του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικών Ερευνών στη Λεμεσό και ο καθηγητής Τζέισον Χολ Σπένσερ της Σχολής Θαλασσίων Επιστημών του Πανεπιστημίου του Πλίμουθ, σε έρευνα που πραγματοποίησαν το 2016 ανέφεραν ότι τα λιονταρόψαρα είχαν αρχίσει να κατακτούν σχεδόν όλη τη νότια ακτή της Κύπρου από τη Λεμεσό έως τον Πρωταρά. Οι δύο ερευνητές επανέρχονται με νέα μελέτη για την παρουσία των λιονταρόψαρων στην Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. «Σε ορισμένα σημεία είδα σε μια μόλις κατάδυση 40 λιονταρόψαρα» αναφέρει ο Σπένσερ. Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η εφημερίδα Guardian, οι δύο επιστήμονες συνεργάστηκαν για έξι μήνες με επαγγελματίες δύτες και με επιστήμονες στην καταγραφή νέων δεδομένων στο πλαίσιο της μεγάλης έρευνας ReLionMed για την παρουσία των λιονταρόψαρων στην Μεσόγειο που χρηματοδοτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Αν και υπάρχουν αναφορές για την παρουσία λιονταρόψαρων σε ρηχά νερά, ζουν κυρίως στα βαθιά και αποτελούν κίνδυνο ειδικά για τους δύτες. Ομως, καθώς επεκτείνονται, ευελπιστούμε ότι δεν θα εισβάλουν σε παράκτιες περιοχές, όπου εκτός των άλλων υπάρχουν πολλοί τουρίστες» αναφέρει ο Περικλής Κλείτου.
Η εισβολή
Εκτός από την επώδυνη επαφή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος με το λιονταρόψαρο, τα προβλήματα που δημιουργεί η παρουσία του είναι ευρύτερα. Όταν εισβάλει σε κοραλλιογενείς υφάλους, περιορίζει τη βιοποικιλότητα της περιοχής, προκαλώντας οικολογική καταστροφή, αλλά και προβλήματα στους τοπικούς αλιείς.
Η πρώτη καταγραφή της παρουσίας των λιονταρόψαρων στην Ευρώπη έγινε το 2012. Η αύξηση της θερμοκρασίας των νερών των ωκεανών εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και η διεύρυνση της διώρυγας του Σουέζ αποτέλεσαν τις αιτίες σύμφωνα με τους ειδικούς για την εισβολή των λιονταρόψαρων από την Ερυθρά Θάλασσα στη Μεσόγειο. Αφού εγκαταστάθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο, τα λιονταρόψαρα φαίνεται ότι κινούνται και στις υπόλοιπες περιοχές και έχει ήδη εντοπισθεί η παρουσία τους στην Τυνησία και την Ιταλία. Όσον αφορά την Ελλάδα, πρόσφατη χαρτογράφηση δείχνει την παρουσία τους σε περιοχές των Δωδεκανήσων, στη νότια ακτογραμμή της Κρήτης και στο Ιόνιο.
Σύμφωνα με τον Σπένσερ, τα λιονταρόψαρα έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους και σε περιοχές που αποτελούν θαλάσσιες ζώνες προστασίας των τοπικών οικοσυστημάτων, γεγονός που, όπως υποστηρίζει, είναι ανησυχητικό, αφού παράλληλα με τα άλλα είδη προστατεύονται και τα ίδια.
«Μια προσπάθεια εξόντωσης των λιονταρόψαρων είναι εκτός κάθε συζήτησης. Αυτό που συζητούμε είναι ο έλεγχος των πληθυσμών τους» δηλώνει ο δρ Λούης Χατζηιωάννου, ερευνητής βιολόγος που συνεργάζεται με το Θαλάσσιο και Ναυτιλιακό Ινστιτούτο Ενάλιας Φύσης της Κύπρου, έναν ερευνητικό κυπριακό φορέα.
Η έρευνα και ο στόχος
Στη διάρκεια της έρευνας που έγινε στην Κύπρο, πραγματοποιήθηκαν σε τρεις θαλάσσιες ζώνες προστασίας καταδύσεις όπου οι δύτες εντόπιζαν και συλλάμβαναν δεκάδες λιονταρόψαρα κάθε φορά. Τα λιγότερα λιονταρόψαρα που πιάστηκαν σε μία ημέρα καταδύσεων ήταν 35 και τα περισσότερα 119. Στη συνέχεια γινόταν με διαφόρους τρόπους παρακολούθηση της περιοχής όπου είχε γίνει η απομάκρυνση των λιονταρόψαρων και διαπιστώθηκε σε όλες τις περιπτώσεις η δραστική μείωση του πληθυσμού τους στις συγκεκριμένες περιοχές.
Όμως λίγο μετά παρατηρήθηκε επιστροφή των λιονταρόψαρων εκεί. Οι ερευνητές εκτιμούν ότι αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι οι συγκεκριμένες θαλάσσιες ζώνες προστασίας βρίσκονται κοντά σε κοραλλιογενείς υφάλους όπου ζουν λιονταρόψαρα τα οποία αποίκησαν εκ νέου τις περιοχές αυτές. Πιθανολογούν επίσης ότι μπορεί να υπάρχουν πληθυσμοί λιονταρόψαρων σε βάθη άνω των 100 μέτρων στα οποία δεν φτάνουν οι δύτες. «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια δεξαμενή λιονταρόψαρων σε περιοχές που δεν μπορούμε να πλησιάσουμε και κάποια από αυτά πηγαίνουν στις πιο πάνω περιοχές και αντικαθιστούν τον πληθυσμό που απομακρύνθηκε από εκεί» αναφέρει ο δρ. Χατζηιώαννου.
Η νέα έρευνα και οι παρατηρήσεις διήρκεσαν μικρό χρονικό διάστημα και όπως λένε οι ειδικοί, απαιτούνται μεγαλύτερης διάρκειας μελέτες για να διαπιστωθεί σε πρώτη φάση αν οι απομακρύνσεις λιονταρόψαρων με καταδύσεις ή άλλους τρόπους μπορεί να αποτελέσει μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Με νέες μελέτες θα μπορέσουμε επίσης να εντοπίσουμε τις περιοχές όπου πρέπει να γίνουν οι παρεμβάσεις περιορισμού των πληθυσμών των λιονταρόψαρων ώστε να υπάρξουν τα καλύτερα αποτελέσματα.
Οι προτάσεις
Οι ειδικοί κάνουν λόγο για ανάπτυξη μιας σειράς πρωτοβουλιών που μπορεί να βοηθήσουν στην επίλυση του προβλήματος. Μια πρόταση είναι να σταλούν σε περιοχές όπου εντοπίζονται λιονταρόψαρα κάποια είδη που γνωρίζουμε ότι είναι εχθροί τους και θα τα εξοντώνουν. Άλλη πρόταση είναι να δοθούν κίνητρα στους τοπικούς αλιείς για να ψαρεύουν λιονταρόψαρα τα οποία στη συνέχεια θα καταλήγουν είτε στις κουζίνες των εστιατορίων είτε θα φτιάχνονται κάποιου είδους αντικείμενα, όπως στολίδια ή κοσμήματα, από τα πτερύγια τους.
Οι ερευνητές της νέας μελέτης χαρακτηρίζουν «μεγάλη πληγή» τη διώρυγα του Σουέζ, μέσω της οποίας φτάνουν στη Μεσόγειο τα λιονταρόψαρα και άλλα είδη-εισβολείς, καθώς επίσης ιοί και βακτήρια που μολύνουν τις θάλασσές μας. Απαιτείται, όπως λένε, ένα είδος ελέγχου βιοασφάλειας με τη χρήση, για παράδειγμα στη διώρυγα του Σουέζ, φυτών που θα παράγουν νερό υψηλής αλατότητας, το οποίο θα εμποδίζει την παρουσία και μετακίνηση όλων αυτών των οργανισμών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News