Σάββατο απόγευμα, ο χειμωνιάτικος ήλιος φεύγει γρήγορα από την Τούμπα. Όσο νυχτώνει, ο κόσμος ολοένα και πυκνώνει στους ασφυκτικά στενούς δρόμους πέριξ του σταδίου. Ο ΠΑΟΚ υποδέχεται τον Ηρακλή. Παρά την κίνηση, επικρατεί μια ακατανόητη ησυχία. Πριν από το ματς, συνήθειες κλασικές. Χειροποίητο σουτζουκάκι πάνω στη λαδόκολλα, στο γωνιακό μαγαζί του κυρ Γιάννη, συζητήσεις για την ενδεκάδα, (ατάκες τύπου «ο Χάβος το χαβά του» δίνουν και παίρνουν), και Μαλαματίνα με Coca Cola (Τούμπα Libre κατά το Cuba Libre) ή χωρίς. Προτείνεται πάντως με αναψυκτικό, καθότι το σουτζουκάκι, πολίτικης συνταγής, είναι δύσπεπτο. Έξω από το γήπεδο, πλανόδιοι μικροπωλητές πουλούν σαλέπι για το κρύο. Το θερμόμετρο έχει κολλήσει στο μηδέν, από το ’85 οι ασπρόμαυροι οπαδοί έχουν να δουν πρωτάθλημα στο πράσινο τερέν.
Κι όμως, εξακολουθούν να «κόβουν» εισιτήρια, να πιστεύουν ότι κάποια στιγμή με την αξία τους θα νικήσουν τους διαιτητές και το κράτος των Αθηνών- το ίδιο κράτος που κατηγορούν για την ανυπαρξία έργων στην πόλη τους. Αρνούνται ακόμη και να ζητήσουν το πρωτάθλημα ως δώρο από τον ερυθρόλευκο Άγιο Βασίλη, εδώ έχουν τον Άγιο Δημήτριο.
Οι περισσότεροι γύρω μου θυμίζουν ναυτικούς ξεχασμένους πάνω στο κατάστρωμα. Από την παγωνιά, το δέρμα τους έχει τσιτώσει. Όρθιοι, φορούν ολόσωμα μαύρα μπουφάν με κουκούλες, τραγιάσκες, κασκόλ, γάντια με το δικέφαλο αετό, από μέσα μια χοντρή, λευκή φανέλα- με την ίδια έπαιζαν μπάσκετ στη ΧΑΝΘ και στην Τριανδρία είκοσι χρόνια πριν- και με βλέμμα απλανές κοιτούν τη Θύρα 4 να γεμίζει. Με κερνούν ουίσκι σε κοντό ποτήρι από φελιζόλ, χωρίς πάγο φυσικά. «Πιες να ζεσταθείς και μην μιλάς πολύ ρε γαύρε, θα σε μυρίσουν», μου λέει ο φίλος μου, κάτοχος διαρκείας τέσσερα χρόνια στη Θύρα 1.
Η διαδικασία είναι στάνταρ. Έφηβος, «χώνεσαι» στη Θύρα 4 και τραγουδάς εν χορώ «ΠΑΟΚΑΡΑ είμαι χάλια, βλέπω έναν αετό με οχτώ κεφάλια». Πας εκδρομές με το πούλμαν, παίρνεις μια μυρωδιά από ναρκωτικά, σου «κολλάνε» το πρώτο σου παρατσούκλι, μαθαίνεις να σκαρφαλώνεις τα κιγκλιδώματα και τις Κυριακές, η μάνα στο σπίτι κάνει προσευχές για να γυρίσεις σώος. Γύρω στα εικοσιπέντε, που θα’ χεις πιάσει μια δουλειά για το μεροκάματο (π.χ μαρκαδόρος ή πόρτα στην παραλιακή) θα μετακομίσεις απέναντι από τους επισήμους. Μαζί με όσους κατεβαίνουν από τα γύρω χωριά ή έρχονται από τις κοντινές πόλεις. Δράμα, Σέρρες, Καβάλα και τα ρέστα. Μασάς νευρικά «σπόρια» (πασατέμπο), τσακώνεσαι με τη γκόμενα που την αφήνεις πάλι για την ομάδα και φωνάζεις συχνά- πυκνά, με μια μικρή νοσταλγία, «ΠΑΟΚ –εκδρομές-ναρκωτικά, έτσι μάθαμε από παιδιά». Παιδικές αναμνήσεις σου ξυπνούν, ψάχνεις με το μάτι τους συμμαθητές σου από το πρώτο Λύκειο της Κάτω Τούμπας. Μια εξέδρα, κάθε τάξη ένα ξεχωριστό reunion.
Αργότερα, όταν καβατζάρεις τα τριάντα, πιθανώς τα πράγματα να έχουν στρώσει. Αλλιώς, έχεις ήδη μεταναστεύσει για Αθήνα ή Λονδίνο. Έχεις ακολουθήσει τη δουλειά του μπαμπά ή έχεις προσδεθεί τέλος πάντων στην οικογενειακή επιχείρηση, έχεις παντρευτεί (γιατί δεν αντέχεις πλέον τη γκρίνια της μάνας) με τη γκόμενα που της έκανες το βίο αβίωτο πριν πέντε χρόνια και έχεις κάνει τις απαραίτητες εξηγήσεις (την Κυριακή ο Θεός την έφτιαξε για τον ΠΑΟΚ) ώστε να μην ασχολείσαι όλη την ώρα με το κινητό σου και χάνεις τον αγώνα. Στη Θύρα 1 συναντάς φίλους και γνωστούς που έχουν «γράψει» ακριβώς την ίδια πορεία με σένα. Αν και θύρα επισήμων, κοστουμάτους και πούρα δεν βλέπεις- αθηναϊκές δηθενιές. Μέχρι και ο ευυπόληπτος γυναικολόγος που κάθεται μπροστά μου –και μου δείχνει περήφανος στο κινητό του το αρχείο με τους παοκτσήδες που έχει φέρει στον κόσμο-, φόρμα της Παρτιζάν φοράει. Αποστασιοποιημένος πλέον από τα πράγματα, απολαμβάνεις την γκολάρα του Βιερίνια, και τραγουδάς εν θερμώ «ήρθαμε σκαστοί από την κλινική, ΠΑΟΚΑΡΑ δεν το ξέρουν οι γιατροί».
Σκαστοί όχι από την κλινική, αλλά από την πραγματικότητα. Σε μια χώρα που καθημερινά βουλιάζει στους τηλεοπτικούς δέκτες, που τη μεταμορφώνουν σε μοντέλο άλωσης των εργασιακών σχέσεων, για να κλωνοποιηθεί αργότερα στον υπόλοιπο χρεοκοπημένο δυτικό κόσμο, σε μια χώρα που μέσα μας την έχουμε απαξιώσει ολοκληρωτικά, 25.000 άνθρωποι το Σάββατο, από όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, ένωσαν τις φωνές τους για να υποστηρίξουν την ομάδα τους. Πρωτοφανές; Όχι βέβαια, πάντα γινόταν. Άξιο λόγου; Φυσικά. Γιατί σε μία εποχή όπου όλοι νομίζουν ότι οι αξίες έχουν ισοπεδωθεί, και στο όνομα αυτής της ισοπέδωσης ξεχνούν την ιστορία τους, υπάρχουν κάποιοι που τις αναζητούν και τις βρίσκουν στο πρόσωπο του αγαπημένου τους δικεφάλου. Έστω και με οχτώ κεφάλια, τι κι αν φορές τους μοιάζει με τη Λερναία Ύδρα, νιώθουν ότι δεν τους πρόδωσε και δεν πρόκειται να τους προδώσει ποτέ. Κι όσοι κατά καιρούς τους πρόδωσαν, δεν τολμούν να περάσουν ούτε έξω από το γήπεδο.
Σεβασμός λοιπόν το ζητούμενο, σεβασμός στην ιστορία. Και την επόμενη Κυριακή, οι παοκτσήδες στην «Ελεύθερη Τούμπα» (Τούμπα Libre), θα συνεχίσουν να τραγουδούν όλοι μαζί «σε συνοικίες και σε δρόμους γεννήθηκε ένας λαός, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα σ’ ακολουθεί πιστός». Την Ελλάδα ποιος την ακολουθεί; Αυτό είναι το ζητούμενο. Κι ας μην πίνει ρετσίνα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News