1052
|

Το χέρι του γιου μου

Αντώνης Φουρλής Αντώνης Φουρλής 19 Μαρτίου 2012, 22:10

Το χέρι του γιου μου

Αντώνης Φουρλής Αντώνης Φουρλής 19 Μαρτίου 2012, 22:10

Είναι μία από τις στιγμές που περίμενα, σχεδόν τις ονειρευόμουν, από τότε που έγινα πατέρας. Να πάμε μαζί στο γήπεδο, να μοιραστούμε τον ενθουσιασμό μας, να φωνάξουμε μέχρι να βραχνιάσουμε, να πανηγυρίσουμε αγκαλιά μία νίκη, να τσαντιστούμε γιατί χάσαμε, να φάμε “βρώμικα” λουκάνικα από τις καντίνες, να γυρίσουμε κουβεντιάζοντας για όσα είδαμε. Ο δικός μου ο πατέρας δεν μου έκανε, σχεδόν ποτέ, τέτοιες “χάρες” και είμαι σίγουρος ότι έχασε.

Πήρα από το χέρι τον Οδυσσέα στο δρόμο προς το Ολυμπιακό Στάδιο. Πατέρας και γιος – γιος και πατέρας, δύο ευχαριστημένοι και αισιόδοξοι τύποι, να βλέπουμε ο καθένας τον κόσμο μέσα από τα μάτια του άλλου. Δύο παλιόφιλοι παρέα μας –  εκείνοι δεν έκρυψαν από την πρώτη στιγμή τον προβληματισμό τους για την “έμπνευση” να πάρω μαζί τον γιο μου στο γήπεδο “τέτοια μέρα”. Εγώ πάλι, έλεγα και τί θα μας τύχει; Tρεις είμαστε, ένα παιδάκι έχουμε να προσέξουμε. Για φασαρίες δεν ψάχνουμε και αν δούμε ότι κάτι στραβώνει, όπισθεν και μεταβολή.
Το πράγμα “μύριζε”, βέβαια. Όλη την εβδομάδα, τα έγραφαν οι εφημερίδες – τα έλεγαν τα ραδιόφωνα. Είπα κι εγώ ότι δεν θα πιαστεί στον ύπνο η αστυνομία. Οπότε, ας μην το αναβάλω, ας τον πάρω σήμερα μαζί μου, να έχει να το λέει κάποτε, ότι πήγαμε μαζί στο Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός.

Περνάμε τον έλεγχο χωρίς να μας ψάξουνε. Λέω μέσα μου, θα είδαν και το παιδί…
Να μαστε, λοιπόν, καθισμένοι στις θέσεις μας μισή ώρα πριν από την σέντρα. Δίπλα στη θύρα των επισήμων, στα ακριβά εισιτήρια των 40 ευρώ, στην Θύρα 29 (που μου έκατσαν κάπως βαριά είναι η αλήθεια, αλλά πως αλλιώς να πάρεις παιδί στο ντέρμπι;)

Να του εξηγώ γιατί χειροκροτούμε και φωνάζουμε όταν μπαίνουν οι ομάδες για το ζέσταμα, να με ρωτά γιατί ακούγονται τα μπαμ-μπουμ και τί είναι αυτά που ανάβουν στο πέταλο. “Πυροτεχνήματα”, του λέω.

Αντε και ξεκίνησε το πρώτο ημίχρονο. Ματς – φάβα. Πιο πολύ χαβαλέ έκανα με τον Οδυσσέα, παρά με το παιχνίδι. Τα πιο έξυπνα συνθήματα, ήταν ορισμένα πολιτικο-κοινωνικού περιεχομένου στα πανό της θύρας 13. Σε αντίθεση με το βλακώδες υβρεολόγιο,  που πάσχιζα να πείσω τον γιο μου ότι πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους:  

– Και τί είναι το μουλί, που το φωνάζουνε;
– Βρισιά, μη δίνεις σημασία.
– Τί λένε “o Πειραιάς”;
– Βουλιάζει ο Θρύλος κι ο Πειραιάς!
– Και γιατί έχει τόσους αστυνόμους;
– Για να μη γίνει κανένας τσακωμός.

Με τα πολλά φτάνουμε στο ημίχρονο. Εκεί που καθόμαστε ωραία και καλά, βλέπουμε χαμηλά, στις πρώτες σειρές πάνω από την “φυσούνα” να έχουν μαζευτεί καμία 40αριά κουκουλοφόροι, που “μετακόμισαν” από το πέταλο στα αριστερά μας. Πώς και γιατί κανένας δεν τους εμπόδισε νωρίτερα; Aγνωστο. Οι προθέσεις προφανείς: να γίνει μανούρα την ώρα που θα ξαναμπουν οι παίκτες στο γήπεδο. Μία ομάδα των ΜΑΤ τους εμποδίζει κι αρχίζουν οι ψιλές. Μετά χοντραίνουν. Βλέπω από ψηλά τις ζώνες που έχουν λυθεί και μαστιγώνουν τον αέρα, τα γκλομπ να ανεβοκατεβαίνουν, κράνη ΜΑΤ και κράνη μοτοσυκλετιστών, πέφτουν και κανα-δυο κρότου-λάμψης, έπειτα καπνογόνα των κουκουλοφόρων και στο τέλος δακρυγόνα των ΜΑΤ. Απλώνεται το μέτωπο, γιατί στο μεταξύ έχουν μπουκάρει από την είσοδο της θύρας στα ψηλά άλλοι άνδρες των ΜΑΤ, με στόχο να περικυκλώσουν τους κουκουλοφόρους. Πέφτει το ξύλο σύννεφο. Μαζεύουν 2-3 κουκουλοφόρους, αλλά πέφτει κι ένας των ΜΑΤ κάτω ανάμεσα στους κουκουλοφόρους. Του βγάζουν το κράνος και λέω, δεν θα την βγάλει καθαρή απόψε. Οι άλλοι ΜΑΤατζήδες κάνουν ντου με δακρυγόνα για να τον σώσουν. Το κατορθώνουν, αλλά ο πανικός απλώνεται όλο και  περισσότερο μέχρι πέντε σειρές παρακάτω από εμάς, όπου οι κανονικοί άνθρωποι σηκώνονται φοβισμένοι και ανεβαίνουν προς το μέρος μας να σωθούν. Κάπου εδώ έχω βάλει τους δύο φίλους μου εμπροσθοφυλακή, μη μας σπρώξει κανένας και, για καλό και για κακό, ανεβάζω και τον Οδυσσέα αγκαλιά. Να βλέπει ότι το ξύλο πέφτει πιο μακριά, μην τρομάξει.

– Τί είναι αυτές οι εκρήξεις, σφαίρες;
– Όχι, είναι δυναμιτάκια. Αλλά δεν σκοτώνουν.
– Κι άμα πέσουν πάνω σου;
– Αν πέσουν στο πρόσωπό σου σε τραυματίζουν, αλλά εμείς δεν θα πάμε κοντά. Αν πέσουν στο μπουφάν σου, μπορεί να το κάψουν.

Κανα – δυο άνθρωποι μου συνιστούν, “δημοσιογράφε, πάρε το παιδί καλύτερα στις καμπίνες της τηλεόρασης”. Κάνω μία προσπάθεια, αλλά οι πόρτες είναι κλειδωμένες. Στο μεταξύ, η κάπνα από τα δακρυγόνα (που τα ΜΑΤ πετούν για ψωμοτύρι, χωρίς να σκεφτούν ότι βρισκόμαστε σε χώρο με παιδιά, ηλικιωμένους και ημί-κλειστο, έχουν αρχίσει και μας καίνε τον λαιμό. Δίνω διαταγή στον γιο μου, που ευτυχώς καταλαβαίνει με την πρώτη όταν χρησιμοποιώ τον σωστό τόνο, ότι απαγορεύεται να βάλει τα χέρια στα μάτια, όσο κι αν τον ενοχλήσουν. Κι επειδή η εμπειρία από πορείες και επεισόδια μου λέει να είμαι προνοητικός, προτιμώ να βγούμε έξω από την πιο κοντινή ελεύθερη θύρα, κατευθείαν στο πάρκινγκ. Από μακριά ακούμε τον αντίλαλο από τις συμπλοκές έξω από το γήπεδο, καθώς τα ΜΑΤ κυνηγιούνται με τους κουκουλοφόρους, εκτός κερκίδας πλέον. Σε δεύτερο χρόνο, το ξανασκέφτομαι και μπαίνουμε στο μπαρ των επισήμων, όπου συναντάμε πολυκοσμία. Περνάμε 45' παρακολουθώντας μέσω της τηλεοπτικής μετάδοσης την κατάσταση. Τελικά, αρχίζει το δεύτερο ημίχρονο και ο Οδυσσέας θέλει να ξαναπάμε στις θέσεις μας. Καθόμαστε για 10' λεπτά, κάνει το γκολ ο Ολυμπιακός και σκέφτομαι ότι πρέπει να φύγουμε πριν το τέλος του αγώνα. Δεν χρειαζόταν και πολλή φαντασία για να προβλέψεις αυτό που έγινε…

Ξαναπιάνω το χέρι του Οδυσσέα. Φοράμε τους πράσινους σκούφους μας για να μην κρυώνουμε και περπατάμε – ευτυχώς με την ησυχία μας και χωρίς δυσάρεστα συναπαντήματα.
– Μπορεί να τους βάλουμε δύο γκολ και να νικήσουμε, μου λέει.
– Μπορεί. Αν μπει γκολ θα φωνάξουν και θα τους ακούσουμε μέχρι να φτάσουμε στο αυτοκίνητο.
– (καθώς περνάμε μπροστά από τις καντίνες με τα “βρώμικα”) Μπορούμε να φάμε πατάτες με κέτσαπ;
– Μπορούμε. Θα τις πάρουμε μαζί μας στο αυτοκίνητο.
– Δεν θέλω να χάσουμε.
– Νομίζω ότι μάλλον θα χάσουμε. Αλλά δεν πειράζει. Ούτε πρέπει να τσακωνόμαστε γι αυτό. Ετσι δεν είναι κι όταν παίζεις με τους φίλους σου; Άλλοτε κερδίζετε κι άλλοτε σας κερδίζουν. Στα παιχνίδια δεν μπορούμε να κερδίζουμε πάντοτε εμείς. Πρέπει να ξέρουμε και να χάνουμε.

Συνειδητοποιώ ότι αυτή ήταν η πιο σοφή κουβέντα που είπα στο Οδυσσέα απόψε. Του κρατώ το χέρι, που είναι ζεστό από τις πατάτες και αισθάνομαι χαρά, ακόμη κι έτσι. Σε μερικά χρόνια, σκέφτομαι, θα ξαναθυμηθούμε αυτή την περιπέτεια. Θα την ξανασυζητήσουμε και θα του εξηγήσω πολύ περισσότερα. Για μια άρρωστη κοινωνία, για τη βία που δεν πρέπει να ανεχόμαστε και κινδυνεύουμε να συνηθίσουμε, για τα όμορφα πράγματα στη ζωή που κάποιοι μας κλέβουν.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News