Το όνομα του Αλντίρ Γκαρσία Σλι ήταν άγνωστο στους πολλούς. Ισως να το συνάντησαν για πρώτη φορά χθες (Παρασκευή), διαβάζοντας την είδηση του θανάτου του. Δεν το επεδίωξε και ο ίδιος, να γίνει διάσημος. Πέρασε όλη του τη ζωή στη γενέτειρά του, την Πελότας, μια μικρή πόλη 300.000 κατοίκων στον βραζιλιάνικο Νότο. Εζησε και πέθανε -στα 83 του, από καρκίνο του δέρματος- ως ένας φτωχός και άσημος εικονογράφος εφημερίδων. Μόνον οι παλιοί Βραζιλιάνοι γνώριζαν για τη δόξα που έκρυβε αυτός ο ντροπαλός καλλιτέχνης.
Η ιστορία αρχίζει από το μέγα κάζο της Βραζιλίας στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, τον Ιούλιο του 1950. Οι σχεδόν 200.000 φίλαθλοι που έχουν γεμίσει ασφυκτικά το νεόδμητο -τότε- «Μαρακανά» με τη βεβαιότητα ότι η «Σελεσάο» θα θριαμβεύσει, παρακολουθούν κατάπληκτοι την Ουρουγουάη να τους αρπάζει το «Ζιλ Ριμέ» μέσα από τα χέρια. Στο γιγάντιο γήπεδο δεν ακούγεται «κιχ». Οπως πολύ εύστοχα παρατήρησε, κάποτε, ο Αλσίδες Γκίτζια (σκόρερ του νικητήριου γκολ των Ουρουγουανών), «μόνον τρεις άνθρωποι έχουν κάνει αυτό το στάδιο να σωπάσει με μία τους κίνηση: ο Φρανκ Σινάτρα, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ κι εγώ». Η Βραζιλία πέφτει σε κατάθλιψη. Υστερα, αναζητεί τους υπεύθυνους της τραγωδίας.
Της φταίνε όλοι και όλα. Ο τερματοφύλακας, οι αμυντικοί, ο προπονητής, ο Τύπος… Ακόμη και οι εμφανίσεις της ομάδας (λευκές φανέλες με μπλε γιακάδες, λευκό σορτσάκι και λευκές κάλτσες), που θεωρήθηκαν… γρουσούζικες. Ετσι, το 1953, η εφημερίδα Correio da Manha, του Ρίο ντε Τζανέιρο, σε συνεργασία με τη βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική ομοσπονδία, προκηρύσσει διαγωνισμό για μια νέα στολή. Με μόνο περιορισμό, να περιλαμβάνει τα τέσσερα χρώματα της σημαίας της Βραζιλίας: το πράσινο, που αντιπροσωπεύει τις τεράστιες δασικές εκτάσεις της χώρας, το χρυσοκίτρινο, που συμβολίζει τον πλούτο της, και το μπλε με το λευκό – τον νυχτερινό ουρανό του Ρίο.
Ο Σλι, 18 ετών τότε, διαβάζει την προκήρυξη και αποφασίζει να συμμετάσχει στον διαγωνισμό. Από το σπίτι του στην Πελότας, κοντά στα σύνορα με την Ουρουγουάη, στέλνει δεκάδες εκδοχές. Ανάμεσα στα 401 σχέδια που υποβλήθηκαν συνολικά, κερδίζει ένα από τα δικά του. Το πιο λιτό. Κίτρινη φανέλα με λίγο πράσινο στη λαιμόκοψη και στα τελειώματα των μανικιών, μπλε σορτσάκι και λευκές κάλτσες. Οι Βραζιλιάνοι έπαιξαν με τη «βερντεόρο» (πρασινο-χρυσαφένια) φανέλα για πρώτη φορά στις 14 Μαρτίου 1954, στο «Μαρακανά», στη νίκη (1-0) επί της Χιλής.
Τη φόρεσαν και στο Παγκόσμιο Κύπελλο εκείνης της χρονιάς, όμως δεν τους έφερε γούρι. Ηττήθηκαν από την Ουγγαρία και δεν έφτασαν ούτε στους ημιτελικούς. Με αυτήν πήγαν και στο επόμενο Μουντιάλ, το 1958 στη Στοκχόλμη. Εκεί κατέκτησαν το πρώτο από τα πέντε χρυσά αγαλματίδια της ιστορίας τους, όμως στον τελικό έπαιξαν με μπλε εμφανίσεις επειδή κίτρινα φορούσαν και οι αντίπαλοί τους, οι Σουηδοί. Ο Σλι έπρεπε να περιμένει έως το 1962 για να δει τη Βραζιλία να σηκώνει το τρόπαιο με τη στολή που εκείνος είχε σχεδιάσει.
Η «βερντεόρο» φανέλα ταυτίστηκε στη συνείδηση των απανταχού ποδοσφαιρόφιλων με τη «Σελεσάο» το 1970 στο Μεξικό, γιατί εκείνο ήταν το πρώτο Μουντιάλ που μεταδόθηκε έγχρωμο. Μια ομάδα που έπαιξε όπως καμία άλλη, ποτέ, και μια φανέλα που αντανακλούσε το εκτυφλωτικό φως του μεξικάνικου ήλιου, συνέθεσαν το πιο φαντεζί ποδόσφαιρο που γνώρισε ο Κόσμος. Η κίτρινη φανέλα με τις πράσινες λεπτομέρειες έγινε η πιο εμβληματική στολή των σπορ. Και η πιο αναγνωρίσιμη, παγκοσμίως, μαζί με τη ριγέ των Νιού Γιόρκ Γιάνκις στο μπέιζμπολ. Τη φόρεσαν «ιερά τέρατα» των γηπέδων. Την προσκυνά ένα έθνος 210 εκατομμυρίων ψυχών. Τη λάτρεψαν οι εκλεκτικοί της μπάλας. Την αγόρασαν τα παιδιά -και όχι μόνο- σε κάθε γωνιά της Γης. Και το 1996, η Nike πλήρωσε σχεδόν 200 εκατομμύρια δολάρια για να τυπώσει το logo της πάνω της. Ηταν η μεγαλύτερη χορηγική συμφωνία σε επίπεδο εθνικών ομάδων.
Λίγο μετά τη νίκη του στον διαγωνισμό ο Σλι μετακόμισε στο Ρίο ντε Τζανέιρο, έπειτα από αφόρητες πιέσεις της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας ποδοσφαίρου. Τον είχαν πείσει ότι η θέση του είναι στη μεγαλούπολη, δίπλα στη «Σελεσάο». Του βρήκαν δουλειά στην εφημερίδα που είχε δημοσιεύσει την προκήρυξη και του ζήτησαν να ακολουθεί την ομάδα στους αγώνες και στις δημόσιες εμφανίσεις της. Αλλά, ο συνεσταλμένος επαρχιώτης δεν άντεξε για πολύ τον έκλυτο βίο των σούπερ-σταρ της εθνικής Βραζιλίας, που ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί. Αν και είχε την ευκαιρία να εξαργυρώσει τη δόξα του, επέστρεψε στην Πελότας.
Πριν από μερικά χρόνια, σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, είχε εκμυστηρευθεί ότι το διάσημο έργο του δεν υπήρξε, ποτέ, τόσο σημαντικό για τον ίδιο. Δεν ήταν, καν, περήφανος γι’ αυτό. «Η αλήθεια είναι ότι αισθάνομαι λίγο ένοχος γι’ αυτό που δημιούργησα. Δεν είναι τόσο αγνό, όσο ήταν κάποτε. Πλέον, η φανέλα είναι ένα εμπόρευμα». Οταν ζούσε στο Ρίο, τον είχαν προτρέψει να πολιτευτεί. Πολυεθνικές αθλητικών ειδών του είχαν προτείνει συνεργασία, πολλές φορές. Ο Σλι, όμως, προτίμησε να ζει από τα σκίτσα του, κλειδωμένος μέσα στην ηθική του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News