Πριν από τρεις δεκαετίες ο Μπόρις Μπέκερ ήταν το «παιδί – θαύμα» του τένις και ο «εθνικός ήρωας» των Γερμανών. Ο αθλητής που καθήλωνε χιλιάδες φιλάθλους στο γήπεδο και εκατομμύρια μπροστά στις τηλεοπτικές τους οθόνες. Με τα εξαιρετικά του χτυπήματα κοντά στο φιλέ, τις θεαματικές βουτιές του για να προλάβει το μπαλάκι, το πάθος του για τη νίκη και τα φονικά του σερβίς – αυτά που του χάρισαν την προσωνυμία «Μπουμ Μπουμ». Στα 19 του είχε, ήδη, κατακτήσει δυο φορές το Γουίμπλεντον (1985, 1986) και ήταν πλούσιος. Μέχρι το 1999, που αποσύρθηκε από τα courts, η ζωή του υπήρξε ένα μυθιστόρημα γραμμένο με θριάμβους, χρήμα και δόξα. Εκτοτε, όμως, είναι μια θλιβερή ιστορία αυτοκαταστροφής.
Στα τέλη Ιουνίου, στα 50 του πια, ο Μπέκερ κηρύχθηκε σε πτώχευση από δικαστήριο του Λονδίνου, εξαιτίας της αδυναμίας του να αποπληρώσει χρέος άνω των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ στην ιδιωτική τράπεζα Arbuthnot Latham & Co. Οι δικηγόροι του σχεδόν ικέτευσαν τη δικαστή, Κριστιάν Ντέρετ, να του δώσει ένα τράτο 28 ημερών, με εγγύηση την υποθήκη της πολυτελούς βίλας του στη Μαγιόρκα. «Αυτή η απόφαση θα καταστρέψει την εικόνα του», τόνισαν, όμως εκείνη ήταν ανένδοτη. Τα δύο τελευταία χρόνια, ο διάσημος πρώην τενίστας δεν είχε καταβάλει ούτε σεντ. «Ας το σκεφτόταν εγκαίρως. Εχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που χώνει το κεφάλι του στην άμμο», τους απάντησε η δικαστής.
Το γερμανικό περιοδικό Stern έσκαψε και βρήκε τις ρίζες του χρέους. Ο λονδρέζος δισεκατομμυριούχος Τζον Κόντγουελ είχε δανείσει στον Μπέκερ, το 2014, περίπου δύο εκατομμύρια ευρώ, προκειμένου ο Γερμανός να αποφύγει την κατάσχεση της βίλας του (στη Μαγιόρκα) λόγω απλήρωτων οφειλών. Τον Απρίλιο του 2015 ο Κόντγουελ μεταβίβασε την απαίτησή του στην τράπεζα, και τον περασμένο Ιούνιο το ποσό -μαζί με τους συμφωνημένους τόκους- είχε σκαρφαλώσει στα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ. Ο Μπέκερ αρνήθηκε να πληρώσει, έστω ένα μέρος του, και η Arbuthnot Latham & Co τον πήγε στα δικαστήρια.
Την περασμένη εβδομάδα, θορυβημένος από τη δικαστική απόφαση, ένας πρώην συνέταιρος του Μπέκερ, ο Χανς-Ντίτερ Κλέβεν, ο οποίος είχε μπει μέτοχος σε μία από τις πολλές εταιρείες του με έδρα την Ελβετία, απαίτησε να του επιστρέψει 36,5 εκατομμύρια ευρώ που (ισχυρίζεται ότι) του χρωστάει. Αλλά, φαίνεται πως ο Γερμανός «δεν έχει μία». Πριν από μερικές ημέρες του πήραν πίσω μία μπλε Μαζεράτι που του είχε παραχωρηθεί στο πλαίσιο χορηγικής συμφωνίας, επειδή δεν είχε πληρώσει τα πρόστιμα από δεκάδες κλήσεις για παράνομο παρκάρισμα σε διάφορα σημεία του Λονδίνου. Τι εξευτελισμός!
Οι πρώτοι που, σήμερα, λοιδορούν τον Μπέκερ για το κατάντημά του είναι εκείνοι που, κάποτε, τον αποθέωναν. Ο γερμανικός Τύπος τον έχει κρεμάσει στα μανταλάκια, και τα γερμανικά κανάλια τον καλούν σε τηλεοπτικά σόου για να τον ταπεινώσουν. «Είναι θλιβερό, να γράφεις για τον κατήφορο ενός ανθρώπου που τον είχαν φιλήσει οι νεράιδες», σχολίασε στην Bild ο Γιόζεφ Βάγκνερ, ένας από τους πιο παλιούς αρθρογράφους της. Και θυμήθηκε ότι, στους αγώνες του, οι αυτοκινητόδρομοι της χώρας ερήμωναν όπως στις αργίες των Χριστουγέννων. Περίπου 20 εκατομμύρια Δυτικογερμανοί είχαν παρακολουθήσει live τον τελικό της 7ης Ιουλίου 1985, στον οποίο το πιο διάσημο τέκνο τους -εκείνη την εποχή- είχε νικήσει τον Νοτιοαφρικανό Κέβιν Κουρέν (6-3, 6-7, 7-6, 6-4) και είχε γίνει ο νεαρότερος θριαμβευτής του Γουΐμπλεντον, σε ηλικία 17 ετών και 7 μηνών.
Δεν είχε τελειώσει, ακόμα, το σχολείο (ποτέ δεν το τέλειωσε), δεν είχε αρχίσει να ξυρίζεται, δεν είχε βγάλει δίπλωμα οδήγησης, αλλά ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτόν. Ο Μπέκερ ήξερε μόνο να παίζει καλό τένις. Ζούσε, από τα 17 του, στο δικό του σύμπαν, μακριά από την πραγματική ζωή. Το Stern θυμάται πως, όταν κατέκτησε το πρώτο του Γουΐμπλεντον, δεν είχε ιδέα για τις 130.000 στερλίνες που συνόδευαν το τρόπαιο. Το έμαθε από τους δημοσιογράφους, στη συνέντευξη Τύπου μετά τον τελικό. Σάστισε για λίγο, κι έπειτα άρχισε να τους ρωτάει: «Είναι πολλά λεφτά, έτσι δεν είναι;».
Στα 16 χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας στο τένις, εκτιμάται ότι κέρδισε περίπου 63 εκατομμύρια δολάρια: από τα τουρνουά στα οποία αγωνίστηκε, αλλά και από κάποιους χορηγούς (που, ακόμα, δεν ήταν της μόδας). Εξακολούθησε να ζει «βασιλικά» κι όταν έπαψε να παίζει, και η εισροή του χρήματος σταμάτησε. Αλλά δεν ήταν μόνον η μεγάλη ζωή, που τον κατέστρεψε. Ηταν, πρωτίστως, αυτή η μανία του να επενδύει σε επιχειρήσεις που ναυαγούσαν, η μία μετά την άλλη (Sportgate, New Food AG, Boris Becker Εμπορία αυτοκινήτων, Boris Becker TV…). Ούτε οι συνεργασίες του στο πόκερ (PokerStars και PartyPoker) πήγαν καλά, ούτε οι μπίζνες με έναν ουρανοξύστη στο Ντουμπάι.
Η γερμανική Εφορία και ένα πανάκριβο διαζύγιο τον έσπρωξαν στον κατήφορο ακόμη περισσότερο. Ο Μπέκερ ισχυριζόταν ότι, το 1991-1993, κατοικούσε στον φορολογικό παράδεισο του Μονακό. Στην πραγματικότητα, ζούσε στο σπίτι του στο Μόναχο με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Κάποιοι γερμανοί εφοριακοί, που… δεν ήταν θαυμαστές του, το ανακάλυψαν. Οταν το δικαστήριο τον καταδίκασε για φοροδιαφυγή, το 2002, χρωστούσε στο γερμανικό Δημόσιο απλήρωτους φόρους 2,5 εκατ. ευρώ και άλλες 500.000 που ήταν το πρόστιμο. Οπως τώρα ο Κριστιάνο Ρονάλντο, ο Μπέκερ αισθάνθηκε ότι του φέρθηκαν με αχαριστία. Τα μάζεψε και εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.
Το διαζύγιο ήταν ακόμα πιο «τσουχτερό». Στις 15 Ιανουαρίου 2001 η πρώτη του σύζυγος, η αφροαμερικανίδα σχεδιάστρια μόδας και ηθοποιός Μπάρμπαρα Φέλτους, του πήρε -εκτός από την επιμέλεια των δύο παιδιών τους- 10,6 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά και τη βίλα τους στο Φίσερ Αϊλαντ (ένα νησάκι με 218 σπίτια και 467 κατοίκους). Ο Μπέκερ την είχε απατήσει τον Οκτώβριο του 1999 -ενώ εκείνη βρισκόταν στην κλινική για να γεννήσει- με την Αντζελα Ερμάκοβα, ρωσίδα τοπ μόντελ και μετέπειτα σερβιτόρα σε μπαρ, στις τουαλέτες ενός λονδρέζικου εστιατορίου. Καρπός του παράνομου έρωτά του είναι η 17χρονη -σήμερα- Αννα Ερμάκοβα, την οποία αναγνώρισε τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή της. Προηγουμένως είχε ομολογήσει το παραστράτημά του με τη μητέρα της στις δύο αυτοβιογραφίες του, το 2003: «Περιμένετε, μείνετε λίγο» και «Η ζωή δεν είναι παιχνίδι».
Με… προίκα μία πλούσια διατροφή που εξασφάλισε στην Ερμάκοβα το διάσημο δικηγορικό γραφείο Mishcon de Reya (το οποίο εκπροσώπησε και την Νταϊάνα όταν χώρισε με τον Κάρολο), ο Μπέκερ «τα έφτιαξε» με την κατά 16 χρόνια μικρότερή του σχεδιάστρια κοσμημάτων, Σάντι Μέγιερ Βόλντερν. Το 2009 έκανε πρόταση γάμου στη σημερινή του σύζυγο, Λίλι Κέρσενμπεργκ (μοντέλο από την Ολλανδία), στη διάρκεια τηλεπαιχνιδιού που παρακολουθούσαν 9,7 εκατομμύρια τηλεθεατές στη Γερμανία. Απέκτησαν ένα αγοράκι (το τέταρτο παιδί του Μπέκερ) και ζουν στο Λονδίνο, σε πολύ μικρή απόσταση από τις εγκαταστάσεις του Γουΐμπλεντον. Η αλήθεια είναι, ότι οι Αγγλοι σεβάστηκαν το «δράμα» του πολύ περισσότερο απ’ όσο οι συμπατριώτες του.
Ο Κρίστιαν Σόμερς, που τον βοήθησε με την αυτοβιογραφία του, περιγράφει έναν Μπέκερ που δεν έχει επίγνωση της άθλιας οικονομικής του κατάστασης. Εξακολουθεί να κάνει πολυτελείς διακοπές στην Ιμπιζα (αν και υπάρχει η βίλα στη Μαγιόρκα), να γευματίζει σε ονομαστά εστιατόρια, να καπνίζει πανάκριβα πούρα και να πίνει τα πιο φημισμένα ουίσκι. Αλλά, οι συνεργασίες του με τηλεοπτικούς σταθμούς, αυτοκινητοβιομηχανίες και εταιρείες ηλεκτρονικού πόκερ, δεν μπορούν να πληρώσουν τα χρέη του. Ούτε, καν, να υποστηρίξουν τη δαπανηρή ζωή του. Εκτός από μπον βιβέρ, είναι και εξαιρετικά γενναιόδωρος. «Ποτέ δεν κάθισα μαζί του σε τραπέζι που να μην πλήρωσε εκείνος», θυμάται ο Σόμερς. Κατά τη γνώμη του, η καταστροφή του Μπέκερ άρχισε όταν τον εγκατέλειψε ο ρουμάνος ατζέντης του, Ιον Τίριακ, που επί δέκα χρόνια κατάφερνε να τον κρατάει στο ίσιο δρόμο.
Ο Νόβακ Τζόκοβιτς, που τον είχε προπονητή επί μία τριετία (2013-2016), προσφέρθηκε να βοηθήσει. «Είμαι πάντα εδώ για κείνον, μπορεί να βασίζεται πάνω μου». Του το είπε και στο τηλέφωνο, μόλις έμαθε για την πτώχευση. Ο Μπέκερ, όμως, δεν θέλει τη βοήθεια κανενός. Οπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα στη Süddeutsche Zeitung, είναι στη φύση του να μάχεται – αυτό θα κάνει και τώρα. Η νέα του ιδέα είναι μία σχολή τένις στην Κίνα. Μακάρι να τα καταφέρει. Αλλά, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου του, η ζωή δεν είναι παιχνίδι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News