Πέρασαν, κιόλας, δύο χρόνια από τη «μαύρη» στιγμή που πέθανε ο Μπάουι.
Ηταν 10 Ιανουαρίου 2016, δύο μέρες μετά τα 69α γενέθλιά του και την κυκλοφορία τού τελευταίου του άλμπουμ «Blackstar» – άλλη μια κληρονομιά για όλους εκείνους που τον άκουγαν και τον θαύμαζαν.
Για τον «Χαμαιλέοντα της Ροκ», για τον «Λεπτό, Λευκό Δούκα», έχουν γραφεί τα πάντα. Στο Protagon, έχουμε γράψει αρκετά – δείτε τα εδώ.
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς που το έκανε Ντέιβιντ Μπάουι για να αποφύγει τη σύγχυση με τον Ντέιβι Τζόουνς των The Monkees, που κάποιοι τον λένε Μπόουι –«να, πάρε να ακούσεις πώς το έλεγε ο ίδιος», σκασίλα μου, εγώ θα τον λέω Μπάουι– ο άνθρωπος που ήξερε να μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, παραμένοντας πάντα ο ίδιος.
Αλήθεια, τι να γράψεις, πια, για τα γενέθλια αυτής της μεγάλης απουσίας; Για το «Space Oddity», το «Starman», το ανδρόγυνο alter ego Ζίγκι Στάρνταστ, για τις τρέλες του – όπως φαινόταν στα μάτια της μεσοαστικής τάξης; Ολα όσα έχει κάνει -τα γνωστά, τουλάχιστον- έχουν πάρει τη θέση τους σε αράδες με όλες τις γλώσσες του πλανήτη, μαζί με τις επιτυχίες του, για το χρώμα των ματιών του, τη γυναίκα του Ιμάν, για τη βιαιότητα, για την ευαισθησία του, για την ευκολία του να σκαρώνει ρίμες, για την άνεσή του να γράφει μουσικές εξώκοσμες. Η ζωή και η καριέρα του είναι γεγονότα γνωστά και χιλιοειπωμένα, αναμεμειγμένα με τα έξαλλα ντυσίματά του και τις αλλαγές στο χτένισμα και το χρώμα των μαλλιών του.
Αυτό που μένει, αυτό που περισσεύει να γραφεί για αυτόν τον απίθανο τύπο που την έκανε από εδώ και κίνησε για άλλους πλανήτες, αφήνοντας για πάντα την αστερόσκονη του ταλέντου του επάνω μας, είναι το κατά πόσο λείπει, πόσο μας λείπει, πόσο τον έχεις επιθυμήσει, δυο χρόνια μετά τον εξ ανάγκης αποχωρισμό.
Προσωπικά, μου λείπει. Οχι για τις μεταμορφώσεις του, αλλά για το γεγονός ότι ήθελε να αλλάζει παραστάσεις, προοπτικές, βαριόταν τα τετριμμένα και τα ίδια, επιζητούσε την αλλαγή, σαν οξυγόνο που του έδινε ζωή.
Μου λείπει για κάποια κομμάτια του που τα θεωρώ εμβληματικά, για τα «Ashes to Ashes», «Let’s dance», για τους Heroes του που δεν έπαψαν ποτέ να παλεύουν για τα ιδανικά τους. Για τις συνεργασίες του με Τίνα Τέρνερ και Μικ Τζάγκερ. Δεν μου λείπει για αυτά που έκανε ή δεν έκανε στο κρεβάτι του, η σεξουαλικότητά του δεν με αφορά. Μου λείπει για το γεγονός ότι ψαχνόταν με το διαδίκτυο, με τις νέες τεχνολογίες, για το ότι ποτέ δεν άραζε, δεν εφησύχαζε, δεν θεωρούσε τίποτε δεδομένο – ούτε καν τον εαυτό του.
Μου λείπει για την παρουσία του στα βίντεο κλιπ, για το ότι γούσταρε -εξίσου- την έντονη, αληθινή ποπ, ενώ κοπανιόταν με τη ροκ και μπορούσε να ξενερώνει σε φανκ ύφος. Μου λείπει για τους πειραματισμούς του, δεν μου λείπει η ερμηνεία του ως ηθοποιού.
Μια τέτοια προσωπικότητα σου λείπει επειδή την έχεις ακούσει -διπλής ανάγνωσης- τόσες πολλές φορές από το στερεοφωνικό σου, σου έχει ερμηνεύσει τόσα τραγούδια για τις απροσδόκητες χαρές, για τις απίστευτες νίκες στη ζωή σου, που πλέον είναι δικός σου άνθρωπος, έζησες και μεγάλωσες μαζί του. Και αυτές τις φιγούρες δεν τις θες στον άλλον κόσμο, τις ζητάς δίπλα σου, ακόμα κι αν δεν έχουν να σου πουν κάτι καινούριο. Αλλά είσαι σίγουρος, όμως, πως όταν τις ζητήσεις, θα πατήσεις play στο ηχοσύστημά σου και θα βάλουν ξανά λόγια και μουσικές γι’ αυτό που ζεις και βιώνεις, για τις απύθμενες φορές που θα πιάσεις ξανά πάτο, για την καψούρα σου που θα φτάσει και πάλι μέχρι το Διάστημα – εκεί όπου ανήκε κι ο ίδιος ο Μπάουι, άλλωστε. Και ξεκόλλα: εγώ θα συνεχίσω να τον λέω Μπάουι, πες τον κι εσύ όπως θες – ο Ντέιβιντ δεν είχε τέτοια θέματα, εξάλλου.
Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο εκεί έξω έχει συννεφιά και μαύρα σύννεφα, για να κάνουν βίντεο κλιπ τη νοσταλγία και την έλλειψη μιας σπουδαίας προσωπικότητας.
Ταυτόχρονα, ένας άνεμος φυσά παρασύροντας πράγματα στους δρόμους και στα μπαλκόνια, όπως αέρας ήταν κι ο «Χαμαιλέοντας» που ήρθε στις ζωές μας, τις ανακάτεψε, τους έδωσε άλλη πνοή και γύρισε για πάντα στο Διάστημα.
Ανάβω τσιγάρο, τα ηχεία μου δονούνται από τα «Blue Jean», «Absolute Beginners», βλέπω πλάνα από τις ΗΠΑ όπου εκεί κάνει αληθινό κρύο, ο άνεμος έξω από το παράθυρό μου έχει δυναμώσει, όσο και το αίσθημα της απουσίας του, αν και «This is not America».
«Wild is the wind», μάγκα μου. Μας λείπεις, να το ξέρεις…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News